
Η ιστορία εξελίσσεται τη δεκαετία του 1950 και του 1960, με τη Μάργκαρετ Κιν να πέφτει θύμα του ίδιου της του συζύγου, ο ο οποίος την κλείδωνε στη σοφίτα και την ανάγκαζε να ζωγραφίζει, για να εκμεταλλεύεται στη συνέχεια τα έργα της, τα οποία παρουσίαζε ως δικά του. Μετά το διαζύγιό τους, ακολούθησε δικαστική διαμάχη για την απόκτηση των δικαιωμάτων των έργων, τα οποία απεικόνιζαν γυναίκες και παιδιά με μεγάλα θλιμμένα μάτια.
Σκηνοθεσία:
Tim Burton
Κύριοι Ρόλοι:
Amy Adams … Margaret Keane
Christoph Waltz … Walter Keane
Danny Huston … Dick Nolan
Jon Polito … Enrico Banducci
Krysten Ritter … Dee-Ann
James Saito … ο δικαστής
Jason Schwartzman … Ruben
Terence Stamp … John Canaday
Madeleine Arthur … Jane
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Scott Alexander, Larry Karaszewski
Παραγωγή: Scott Alexander, Tim Burton, Lynette Howell Taylor, Larry Karaszewski
Μουσική: Danny Elfman
Φωτογραφία: Bruno Delbonnel
Μοντάζ: JC Bond
Σκηνικά: Rick Heinrichs
Κοστούμια: Colleen Atwood
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Big Eyes
- Ελληνικός Τίτλος: Μεγάλα Μάτια
Κύριες Διακρίσεις
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Amy Adams) σε κωμωδία/μιούζικαλ. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Christoph Waltz) στην ίδια κατηγορία και τραγούδι (Big Eyes).
- Υποψήφιο για Bafta πρώτου γυναικείου ρόλου (Amy Adams) και σκηνικών.
Παραλειπόμενα
- Scott Alexander και Larry Karaszewski είχαν αγοράσει τα δικαιώματα για τη βιογραφία από τη ζωγράφο, έχοντας σκοπό όχι μόνο το να γράψουν το σενάριο, αλλά και να το σκηνοθετήσουν. Ο Tim Burton εμφανίστηκε αρχικά ως παραγωγός του, αλλά όταν η ταινία αγοράστηκε από τη The Weinstein Company, ανακοινώθηκε και ως σκηνοθέτης της.
- Η μόνη φορά που οι σεναριογράφοι Alexander και Karaszewski συνεργάστηκαν ξανά με τον Burton, ήταν για τη μόνη άλλη βιογραφία του σκηνοθέτη, το Εντ Γουντ.
- Οι πρώτοι που ήταν υποψήφιοι για τους δύο κεντρικούς ρόλους ήταν η Kate Hudson κι ο Thomas Haden Church (πριν εμπλακεί ο Burton). Αυτοί αντικαταστάθηκαν με τη Reese Witherspoon και τον Ryan Reynolds (όσο ο Burton ήταν μόνο παραγωγός), ώσπου κι αυτοί με τη σειρά τους εγκατέλειψαν.
- Αντίθετα με τις συνήθειες του Tim Burton, αυτή τη φορά επέλεξε ηθοποιούς με τους οποίους δεν είχε ξαναδουλέψει.
- Ο μοντέρ Chris Lebenzon δεν βρίσκεται στο επιτελείο μιας ταινίας του Burton για πρώτη φορά μετά το 1990. Ο λόγος ήταν η εμπλοκή του με το Maleficent.
- Ενώ ήταν να γυριστεί σε φιλμ 35mm, οι περιορισμοί του μπάτζετ ανάγκασαν την ταινία να γυριστεί ψηφιακά.
- Η Margaret Keane δήλωνε ευτυχισμένη και μόνο που κάποιος έκανε ταινία τη ζωή της. Διετέλεσε τόσο ως σύμβουλος της Amy Adams, όσο και ως “κομπάρσος” (ως γριούλα που διαβάζει βιβλίο στο πάρκο). Οι τιμές βέβαια των πινάκων της απογειώθηκαν μετά την πρεμιέρα, ενώ δεν ήταν τυχαίο ότι ο Tim Burton είχε ήδη στη συλλογή του κάποιους. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και πορτρέτα των Lisa Marie (η σύντροφος του σκηνοθέτη στα 1990) και Helena Bonham Carter.
- Αρκετά χαμηλή η απόδοση στα ταμεία, με κέρδη 29,3 εκατομμύρια δολάρια. Το μπάτζετ ήταν στα 10.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η Lana Del Rey συνθέτει κι ερμηνεύει το ομώνυμο τραγούδι, μαζί με το I Can Fly. Μέσα στην ίδια χρονιά έγραψε ένα τραγούδι και για το Maleficent, το οποίο αρχικά ήταν να σκηνοθετήσει ο Burton.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 24/12/2014
Η περίπτωση της ναΐφ ζωγράφου Μάργκαρετ Κιν (Έιμι Άνταμς) την εποχή που άνθιζε η ποπ-αρτ. Χωρισμένη, ανασφαλής, άφραγκη, με μια μικρή κόρη, ερωτεύεται, παντρεύεται και υποτάσσεται στον επίσης άφραγκο Γουόλτερ Κιν (Κρίστοφ Γουόλτζ), ο οποίος την πείθει ότι τα έργα της -με κύριο θέμα μικρά κακόμοιρα κοριτσάκια με τεράστια μάτια σε μελαγχολικό φόντο- θα πλασάρονταν καλύτερα αν τα παρουσίαζε ως δικά του, κάτι στο οποίο εκείνη συναινεί.
Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Τιμ Μπάρτον δελεάστηκε να μεταφέρει στην οθόνη αυτή την αληθινή ιστορία. Τρελαίνεται για κιτς, για αλλόκοτους τύπους και καταστάσεις όπως με την περίπτωση του Εντ Γουντ, όπως και για την εποχή 1950ς-1960ς. Και είναι σίγουρο ότι τον ερέθισε πρωτίστως ο παλαβός σύζυγος. Αλλά στο «Εντ Γουντ», ο ήρωας αποτελεί και τον πυρήνα και τον βασικό αφηγηματικό άξονα. Οι γυναίκες της ζωής του, ο Μπέλα Λουγκόζι, το τσούρμο των φρικιών και η κιτς πλευρά τής τότε χολιγουντιανής υποκουλτούρας υποτάσσονται σε δεύτερο πλάνο και εξυπηρετούν τη μελέτη της προσωπικότητάς του. Εδώ, όμως, η Μάργκαρετ Κιν έχει ισόποσο πρωτεύοντα ρόλο κι αυτό αποδεικνύεται δραματουργικά προβληματικό, πόσο μάλλον που εκ των πραγμάτων ανοίγονται και δύο βασικά κοινωνικά θέματα.
Πρώτον, ότι η γυναίκα στα 1950ς, παρά την υποτιθέμενη χειραφέτηση, παραμένει πολίτης δεύτερης κατηγορίας, αντλώντας υπόσταση ως σύζυγος και νοικοκυρά ή αν δουλεύει σε γραφείο, ως πειθήνια γραμματέας και σεξουαλικό ορεκτικό («Ο Παράδεισος Είναι Μακριά» (2002), σειρά «Mad Men»). Χαρακτηριστικά, όταν η άγνωστη ακόμα Μάργκαρετ πηγαίνει πρώτη φορά να δώσει συνέντευξη για δουλειά με το πορτφόλιο της, ο διευθυντής τη ρωτάει: «ο σύζυγός σας το ξέρει;», κάτι που αποτελεί μια από τις σπάνιες ζουμερές ατάκες του φιλμ. Άρα, η υποταγή της στη χειραγώγηση του Γουόλτερ δεν μαρτυράει μόνο μια συνενοχή του θύματος (με κάποιον ψυχισμό που στο σενάριο δεν ερευνάται), αλλά κι ένα ισχύον σεξιστικό καθεστώς.
Δεύτερον, ότι μεταπολεμικά (και μέχρι σήμερα), με την έκρηξη της ποπ-αρτ, το τι είναι τέχνη και τι παίζεται στο χρηματιστήριο της, είναι καθαρά θέμα μιντιακό και ακολουθεί τους κανόνες της μόδας. Αυτό το δεύτερο στοιχείο ο Μπάρτον το συλλαμβάνει σχετικά επαρκώς, ωστόσο χωρίς να εκμεταλλεύεται το δραματουργικό κεντρί που περιέχει.
Εντέλει, έχουμε δύο ισόβαρους χαρακτήρες και δύο κοινωνικά θέματα που χρειάζονταν έναν τόνο σκληρής, σαρκαστικής δραμεντί αλά «Οδηγός Διαπλοκής» του Ο’Ράσελ. Ο Μπάρτον, αφηγούμενος την ιστορία με τρόπο απλά «χαριτωμένο», δεν καταφέρνει να κεντράρει πουθενά, αφήνοντας τους δυο ήρωές του να `ναι φιγούρες από γραφιστικό κόμικ, ακόμα χειρότερα αφού ο Κρίστοφ Γουόλτζ παίζει υπερβολικά, σαν να συμμετέχει σε παλιό σκρούμπολ του 1940, ξέχωρα, φάλτσα από το βασικό κλειδί του φιλμ.
Έτσι, η όλη σύνθεση παρακολουθείται ευχάριστα (το στόρι από μόνο του αξίζει, κόντρα στο επίπεδο, ανέμπνευστο σενάριο), αλλά ούτε οι ήρωες μάς αγγίζουν ιδιαίτερα, ούτε το «θρίλερ» της κωμωδίας μάς συνεπαίρνει.
Βαθμολογία: