
Ο Κρις είναι ένας τύπος που δουλεύει όπου βρει για να βγάλει τα προς το ζην. Ξαφνικά μια μέρα συναντά τον παιδικό του έρωτα, τη Μαρία, η οποία έχει πλέον τη δική της γκαλερί τέχνης στη Νέα Υόρκη. Έτσι λοιπόν αποφασίζει να κυνηγήσει τον έρωτα της ζωής του και φεύγει από τη Νότια Καρολίνα με τον καλό του φίλο, Μπαντ, οδηγώντας μέχρι τη Νέα Υόρκη. Το ταξίδι τους όμως3 το κάνουν με το αυτοκίνητο της αδερφής του Μπαντ, η οποία μόλις απέδρασε από τη φυλακή και βρίσκεται στο κατόπι τους.
Σκηνοθεσία:
Kitao Sakurai
Κύριοι Ρόλοι:
Eric Andre … Chris Carey
Lil Rel Howery … Bud Malone
Tiffany Haddish … Trina Malone
Michaela Conlin … Maria Li
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Dan Curry, Eric Andre, Kitao Sakurai
Στόρι: Eric Andre, Kitao Sakurai, Andrew Barchilon
Παραγωγή: Ruben Fleischer, Jeff Tremaine, David Bernad, Eric Andre
Μουσική: Ludwig Goransson, Joseph Shirley
Φωτογραφία: Andrew Laboy
Μοντάζ: Sascha Stanton Craven, Matthew Kosinski, Caleb Swyers
Σκηνικά: Ryan Martin
Κοστούμια: Emily Ting
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Bad Trip
- Ελληνικός Τίτλος: Bad Trip
Παραλειπόμενα
- Η Orion Pictures είχε αναγγείλει την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες για τον Απρίλιο του 2020. Η πανδημία όμως ανέτρεψε τον σχεδιασμό, με την ταινία να βγαίνει από λάθος στο Amazon Prime Video τον συγκεκριμένο μήνα, και να πέφτει θύμα ευρείας πειρατείας. Εντέλει η ταινία πουλήθηκε στο Netflix, πραγματοποιώντας επίσημη πλέον πρεμιέρα μέσα στον Μάρτιο του 2021.
- Μια κι ανήκει στην παράδοση των φαρσών με κρυφές κάμερες, ο δημιουργός επέλεξε να την προβάλει ιδιωτικά στον βετεράνο του είδους, Sacha Baron Cohen, ώστε να πάρει μια πρώτη άποψη.
Κριτικός: Νίκος Ρέντζος
Έκδοση Κειμένου: 29/3/2021
Τελικά περνάς καλύτερα στις προβολές στις οποίες “μπαίνεις” εντελώς ανυποψίαστος και χωρίς καμία προσδοκία. Συνήθως οι ταινίες τις οποίες παρακολουθείς με αυτή την προδιάθεση είναι τυχερές, γιατί πρέπει να είναι πολύ κακές για να μην καταφέρουν τίποτα. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε το Bad Trip, το οποίο “ανέβηκε” μόλις χθες στο Netflix, και για το οποίο δεν γνώριζα κάτι ιδιαίτερο πέρα από το ότι ήταν να κυκλοφορήσει πέρσι τον Μάρτιο, αλλά όπως θα γνωρίζετε τον περασμένο Μάρτιο κυκλοφόρησε και κάτι άλλο παγκοσμίως και κατατρόπωσε τα πάντα. Επίσης, από τρέιλερ που είχα παρακολουθήσει υπέθεσα ότι είχαμε να κάνουμε με μια “περίπτωση” Μπόρατ. Έχουμε δηλαδή ένα σενάριο και κάποιους ηθοποιούς, αλλά οι κομπάρσοι/υποψήφια θύματα είναι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν ότι μπροστά τους εκτυλίσσεται μια κινηματογραφική σκηνή. Με λίγα λόγια, μια μίξη φάρσας με κρυμμένες κάμερες και κωμικό road-movie με κανονική πλοκή!
Ο Έρικ Αντρέ υποδύεται εδώ έναν τυπάκο που δουλεύει όπου βρει και μπορεί για να βγάλει τα προς το ζην. Ξαφνικά μια μέρα συναντά τον παιδικό του έρωτα, τη Μαρία, η οποία έχει πλέον τη δική της γκαλερί τέχνης στη Νέα Υόρκη. Ο πρωταγωνιστής μας λοιπόν αποφασίζει να κυνηγήσει τον έρωτα της ζωής του, και φεύγει από τη Νότια Καρολίνα με τον καλό του φίλο, Μπαντ, οδηγώντας μέχρι τη Νέα Υόρκη. Όλα καλά μέχρι εκεί, αλλά ξεχάσαμε το σημαντικότερο. Το ταξίδι τους το κάνουν με το αυτοκίνητο της αδερφής του Μπαντ, η οποία μόλις απέδρασε από τη φυλακή και βρίσκεται στο κατόπι τους.
Η Τίφανι Χάντις αρκετά μακιγιαρισμένη υποδύεται τη δραπέτη, και ο Έρικ Αντρέ με τον Λιλ Ρελ Χάουερι είναι οι δύο φίλοι που αποφασίζουν να κάνουν αυτό το τρελό οδοιπορικό. Και οι τρεις σε αυτό που απαιτεί η ταινία να κάνουν είναι πάρα πολύ καλοί, καθώς μιλάμε για stand-up κωμικούς με εμπειρία στον αυτοσχεδιασμό.
Η ευχάριστη έκπληξη είναι ότι η ταινία λειτούργησε μια χαρά! Τα περισσότερα αστεία βρίσκουν το στόχο τους, και είτε λόγω των κωμικών είτε λόγω των αντιδράσεων του κόσμου σε όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια τους, γελάς αρκετά εύκολα. Κάποια αστεία μπορεί να τα βρείτε λίγο πιο χοντροκομμένα και χυδαία (όντως είναι…), αλλά ομολογώ ότι ακόμα και σε μια-δύο τέτοιες περιπτώσεις έπιασα τον εαυτό μου να γελάει.
Η σύγκριση με το Μπόρατ και την πρωτότυπη ιδέα που είχε εκείνη την εποχή ο Σάσα Μπάρον Κόεν είναι αναπόφευκτη, κι εκεί θα χάσει σίγουρα το Bad Trip. Ούτε κανένα ιδιαίτερο πολιτικό σχόλιο θέλει να κάνει, ούτε επιχειρεί να αναδείξει τα θέματα της αμερικανικής κοινωνίας και κουλτούρας. Είναι πολύ πιο ρηχό και σαχλό, αλλά δεν παύει να είναι αρκετά αστείο στη μεγαλύτερη διάρκειά του, και αυτό υπό προϋποθέσεις είναι αρκετό.
Βαθμολογία: