Μια καθ’ όλα μέση φυσιολογική, κατά τα φαινόμενα, αμερικανική οικογένεια δοκιμάζεται όταν η γυναίκα του σπιτιού καταρρέει λόγω νευρικού κλονισμού. Ο σύζυγος της παλεύει με κάθε δύναμη να διατηρήσει την ισορροπία, αλλά όταν φτάνει όλο αυτό να επηρεάσει και τα παιδιά τους, αναγκάζεται να την περιορίσει.

Σκηνοθεσία:

John Cassavetes

Κύριοι Ρόλοι:

Gena Rowlands … Mabel Longhetti

Peter Falk … Nick Longhetti

Fred Draper … George Mortensen

Lady Rowlands … Martha Mortensen

Katherine Cassavetes … Margaret Longhetti

Matthew Labyorteaux … Angelo Longhetti

Mario Gallo … Harold Jensen

John Finnegan … Clancy

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: John Cassavetes

Παραγωγή: Sam Shaw

Μουσική: Bo Harwood

Φωτογραφία: Mitch Breit, Al Ruban

Μοντάζ: David Armstrong, Sheila Viseltear

Σκηνικά: Φαίδων Παπαμιχαήλ

Κοστούμια: Carole K. Smith

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: A Woman Under the Influence
  • Ελληνικός Τίτλος: Μια Γυναίκα Εξομολογείται

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ σκηνοθεσίας και πρώτου γυναικείου ρόλου (Gena Rowlands).
  • Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Gena Rowlands) σε δράμα. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (δράμα), σκηνοθεσία και σενάριο.
  • Δεύτερο βραβείο καλύτερης ταινίας και βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Gena Rowlands) στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν.

Παραλειπόμενα

  • Ο Cassavetes εμπνεύστηκε το σενάριο όταν η σύζυγος του, Gena Rowlands, εξέφρασε τη θέληση να εμφανιστεί σε ένα θεατρικό που θα αφορούσε προβλήματα σύγχρονων γυναικών. Το κείμενο όμως αποδείχτηκε τόσο έντονο, που η ηθοποιός παραδέχτηκε αδυναμία να μπορεί να το ερμηνεύει επί 8 φορές κάθε βδομάδα, κι αυτό οδήγησε στην απόφαση να μετατραπεί σε κινηματογραφικό.
  • Αναζητώντας χρηματοδότηση, ο Cassavetes πήρε ως απάντηση: “κανένας δεν θέλει δεν δει μια τρελή, μεσήλικη γυναίκα”. Έτσι, έβαλε υποθήκη το σπίτι του, πήρε δάνεια από φίλους και συγγενείς, με τον Peter Falk να επενδύει 500 χιλιάδες δολάρια, εκφράζοντας μαζί τη θέληση του να παίξει. Τα γυρίσματα έγιναν σε αληθινά σπίτια, ενώ η Rowlands έπρεπε να φροντίζει μόνη της για το μακιγιάζ και τα μαλλιά της. Πολλοί δε από όσους συμμετείχαν στο καστ, προέρχονταν από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, με το οποίο συνεργάζονταν ο Cassavetes.
  • Μη βρίσκοντας διανομή, ο δημιουργός προωθούσε μόνος του την ταινία από αίθουσα σε αίθουσα.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 29/8/2021

Ο Nick Longhetti (Peter Falk) είναι ένας μεσήλικας εργοδηγός, παντρεμένος με τη Mabel (Gena Rowlands), μια νοικοκυρά με την οποία έχει τρία μικρά παιδιά. Η Mabel είναι μια πολύ παθιασμένη και εκφραστική μητέρα, που προσπαθεί να ευχαριστήσει όλη την οικογένεια. Ωστόσο, όταν ο Nick δεν τηρεί την υπόσχεσή του για μια ρομαντική βραδιά, λόγω έκτακτης βάρδιας, η Mabel θα αναζητήσει παρηγοριά σε έναν άγνωστο άντρα. Το επόμενο πρωί, αφού δούλευε όλη τη νύχτα, ο Nick εμφανίζεται απροειδοποίητα με τους συναδέλφους του για μακαρονάδα. Η Mabel στην προσπάθεια της να είναι ευγενική καταλήγει να γίνεται διαχυτική με τους εργάτες, μέχρι ο Nick να τη σταματήσει με μια κραυγή. Είναι φανερό ότι η Mabel βιώνει νευρική κρίση. Όλες οι διαφορετικές επιρροές και απαιτήσεις που της έχει επιβάλει η κοινωνία την αποδομούν ως προσωπικότητα και την κάνουν να χάνει τον έλεγχο του συμπεριφοράς της…

Στην κινηματογραφική σκηνοθεσία υπάρχουν δύο βασικές κατευθύνσεις: ο φορμαλισμός και ο ρεαλισμός. Η φορμαλιστική προσέγγιση δίνει έμφαση στον σχεδιασμό και τη μορφή, με ασυνήθιστες γωνίες λήψεις και έντονο στιλιζάρισμα, με αποτέλεσμα ο θεατής να νοιώθει το «σκηνοθετικό άγγιγμα». Αντίθετα στον ρεαλισμό, η σκηνοθεσία υποτονίζεται και η κάμερα προσπαθεί να είναι αντικειμενική, χωρίς να χειραγωγεί την αντίληψή των θεατών και να τους κατευθύνει προς ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα. Ο ελληνικής καταγωγής σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός John Cassavetes (1929–1989) περιηγήθηκε στο δεύτερο πεδίο -δημιουργώντας ρεαλιστικές αφηγήσεις. Υπήρξε o πρωτοπόρος της ανεξάρτητης κινηματογραφικής παραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες, δημιουργώντας τη λεγόμενη «Σχολή της Νέας Υόρκης», που τόνιζε την αποδέσμευση από τον ακαδημαϊσμό και τη συμβατικότητα του Χόλιγουντ.

Το «Μια Γυναίκα Εξομολογείται» (άστοχος ελληνικός τίτλος, αντί του ακριβούς «μια γυναίκα κάτω από επίδραση») προοριζόταν αρχικά για θεατρικό έργο με πρωταγωνίστρια τη Rowlands, αλλά τελικά μεταφέρθηκε στην οθόνη. Τα προβλήματα που συνάντησε ο Cassavetes για το γύρισμα της ήταν τεράστια, όπως και για τη διανομή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα προβλήθηκε το 1975, πετσοκομένη από τον διανομέα κατά 30 ολόκληρα λεπτά.

Επιδιώκοντας να διερευνήσει την αρνητική δυναμική ενός γάμου σε κρίση, ο Cassavetes χρησιμοποίησε το εκφραστικό οπλοστάσιο του cinéma vérité: παρατεταμένες σκηνές που δίνουν την αίσθηση ότι συμβαίνουν σε πραγματικό χώρο και χρόνο, πεζοί χαρακτήρες, νευρικό μοντάζ, μη επαγγελματίες υποστηρικτικοί ηθοποιοί, βαθιές συγκρούσεις, σωματικοί και ψυχικοί καταναγκασμοί. Έτσι η ταινία φαντάζει άμεση, χαοτική και ακατέργαστη, αλλά όμως είναι ευδιάκριτη η σαφής εστίασή της στη θερμοκέφαλη ιδιοσυγκρασία του άντρα και στην ψυχολογική αστάθεια της γυναίκας. Η Mabel πάσχει από μια οριακή διαταραχή προσωπικότητας που την οδηγεί να συμπεριφέρεται ασύμμετρα, στην προσπάθεια της να ευχαριστήσει τον άντρα της: «Μπορώ να είμαι ό,τι θέλεις, Nicky. Πες μου τι θέλεις», λέει με τρόπο που κάνει τον Nick να ανησυχεί ακόμη περισσότερο.

Η ταινία διαπλέκει με αόρατα νήματα τον θεματικό της ιστό: την τυπική κυκλοθυμική πρακτική, τον  αγώνα εξουσίας στο ζευγάρι, την οδύνη του άνδρα όταν η γυναίκα δεν ελέγχει τον εαυτό της, την κοινωνική ντροπή της ψυχασθένειας, τις δυσκολίες της συμβίωσης, τις μικρές απογοητεύσεις και τους καθημερινούς φόβους, τη βία που φέρνει η ψυχική παρακμή, τη διάβρωση του γάμου από παιδιά και ηλικιωμένους, την τραγική φαντασίωση της «αντιστάθμισης» του χαμένου χρόνου.

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της ταινίας, με την επιστροφή της Mabel από την κλινική, ο Cassavetes προσθέτει το στοιχείο του σασπένς, με τον θεατή να έχει συνεχώς την αίσθηση ότι κάτι θα πάει στραβά. Αρχικά με ένα σπίτι με πληθώρα καλεσμένων, οι οποίοι τελικά διώχνονται κακήν-κακώς λίγο πριν φτάσει η Mabel. Έπειτα αφήνοντας μικρές ενδείξεις ότι η φαινομενικά ήρεμη συμπεριφορά της Mabel δεν θα διαρκέσει για πολύ. Μετά από μια αμήχανα τρυφερή αρχική επανένωση με τα παιδιά της, αρχίζει να κάνει ενοχλητικά σχόλια, να τραγουδάει και να χορεύει ασταμάτητα οδηγώντας σε μια ακόμη οικογενειακή έκρηξη.

Ο θεατής γίνεται μάρτυρας σε μία από τις μεγαλύτερες ερμηνείες που αποτυπώθηκαν ποτέ σε φιλμ, από την Gena Rowlands που αποσταθεροποιεί την οθόνη με τον ηλεκτρισμένο συναισθηματισμό της. Ο Peter Falk με τον αυτοσχεδιαστικό νατουραλισμό του είναι ο καταλύτης για την είσοδο του κοινού στον μικρόκοσμο αυτής της δυσλειτουργικής οικογένειας. Ερμηνεύει έναν σκληρό και ακαλλιέργητο άνθρωπο που προσπαθεί να είναι καλός σύζυγος και πατέρας, αλλά αποτυγχάνει γιατί δεν διαθέτει σωστή κρίση.

Το φινάλε της ταινίας είναι ανοικτό σε ερμηνείες: άραγε θα καταφέρουν αυτοί οι δυο άνθρωποι να αντιμετωπίσουν την πραγματική φύση των συζυγικών και ψυχολογικών διαφορών τους; Οι τελικές εικόνες της συζυγικής ρουτίνας επανενώνουν προσωρινά το ζευγάρι. Για πόσο όμως;;

Το «Μια Γυναίκα Εξομολογείται» αποτελεί το magnus opus του Cassavetes, καθώς όλα τα αφηγηματικά και εικαστικά στοιχεία εντάσσονται με οργανικό τρόπο στη δραματουργική επεξεργασία χαρακτήρων και καταστάσεων. Είναι ένα φιλμ συνταρακτικό, εξαντλητικό αλλά και εξαιρετικά ανταποδοτικό. Αποστάζει πολύπλευρη αλήθεια και επιδέχεται τόσες αναγνώσεις, όσους και δυνητικούς θεατές.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 2/9/2021

Αν η απανταχού γυναικεία ψυχή και ψυχοσύνθεση είχε στόμα και ούρλιαζε, τότε σίγουρα θα φώναζε πως ναι, ο Κασσαβέτης κατάφερε πάνω και πέρα από (σχεδόν) κάθε άλλο να βουλιάξει στα κατάβαθα της. Κι αν τελικά έχει στόμα, τότε ίσως ο μόνος που κατάφερε να την ακούσει να είναι ο Κασσαβέτης, με σύμμαχο την υποκριτική δύναμη της φύσης υπό το όνομα Τζίνα Ρόουλαντς.

Σε μία λοιπόν από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία της 7ης τέχνης, ο Κασσαβέτης αφηγείται την ιστορία της Μέιμπελ, μιας γυναίκας υπό τη διαρκή απειλή της «τρέλας». Μιας τρέλας που κι αν προκύπτει από ένα κάποιο ψυχιατρικό ιστορικό ή κληρονομικό «αμάρτημα», δεν μπορεί να βρει τη θεραπεία που της αρμόζει με κανέναν εγκλεισμό σε κλινικές και νοσοκομεία. Εκκινώντας λοιπόν από μια τρέλα που στιγματίζει με τη σφοδρότητα της ζωές κι αναρίθμητες στιγμές, μιλάει ανοιχτά για την απόλυτη αδυναμία της γυναίκας να ανταποκριθεί σε πρότυπα και σε άκαμπτα στερεότυπα.

Ποντάροντας και πάλι στους γνώριμους υπνωτιστικούς του ρυθμούς, ο Κασσαβέτης εδώ τους ισοσκελίζει με την σπαρακτική ερμηνεία της Ρόουλαντς, που ως απόλυτο κινηματογραφικό χάρμα ιδέσθαι κρατάει βλέμματα στην οθόνη και συναισθήματα στο απόγειο. Ενώ επενδύοντας περισσότερο από ποτέ στο γνώριμο αφηγηματικό και σκηνοθετικό ύφος του απόλυτου ντοκιμαντερίστικου ρεαλισμού, μοιάζει να σερβίρει στο κινηματογραφικό πιάτο μια σκληρή πλην κινηματογραφικά ζουμερή φέτα αληθινής ζωής κι ωμής ειλικρίνειας.

Μια ταινία από την οποία δεν θα βγεις ο ίδιος άνθρωπος.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

21 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *