Έγραφε ένα ποίημα την ημέρα, αλλά μονάχα επτά από αυτά εκδόθηκαν καθώς ζούσε. Ήταν υπερβολικά ντροπαλή, αλλά με ζωντανή αίσθηση του χιούμορ και αγαπούσε να γελάει. Οι φιλίες της ήταν εντός οικογένειας, αλλά αυτό την έκανε χαρωπή. Αυτή είναι η ζωή της Έμιλι Ντίκισνον, από τότε που ήταν μια πρώιμα αναπτυγμένη μαθήτρια, ως τις ημέρες της ποίησης.

Σκηνοθεσία:

Terence Davies

Κύριοι Ρόλοι:

Cynthia Nixon … Emily Dickinson

Jennifer Ehle … Lavinia ‘Vinnie’ Dickinson

Duncan Duff … Austin Dickinson

Joanna Bacon … Emily Norcross Dickinson

Keith Carradine … Edward Dickinson

Jodhi May … Susan Gilbert Dickinson

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Terence Davies

Παραγωγή: Roy Boulter, Sol Papadopoulos

Φωτογραφία: Florian Hoffmeister

Μοντάζ: Pia Di Ciaula

Σκηνικά: Merijn Sep

Κοστούμια: Catherine Marchand

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: A Quiet Passion
  • Ελληνικός Τίτλος: Ήρεμο Πάθος

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία είχε ολοκληρώσει το κάστινγκ από το 2012, αλλά αντιμετώπισε πολλά προβλήματα παραγωγής.
  • Ο Terence Davies είχε συναντήσει για πρώτη φορά τη Cynthia Nixon όταν έκανε κάστινγκ για μια κωμωδία. Δεν την είχε πάρει τότε, αλλά συγκράτησε το πρόσωπο, και την κάλεσε αφού έμοιαζε πολύ με τη διάσημη ποιήτρια.
  • Στα στούντιο AED Studios του Βελγίου κατασκευάστηκε μια ρεπλίκα του αληθινού σπιτιού της Emily Dickinson.
  • Η πρεμιέρα έγινε στο φεστιβάλ Βερολίνου, αλλά εκτός συναγωνισμού.
  • Ενώ είχε μικρό κόστος 7,3 εκατομμυρίων δολαρίων, τα έσοδα σταμάτησαν στα 4,1.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 22/5/2017

Δύο φαινομενικά αντιφατικές λέξεις μοιάζουν να συνθέτουν τον τίτλο της τελευταίας κινηματογραφικής δημιουργίας του σκηνοθέτη του «Βαθύ Μπλε του Έρωτα» Τέρενς Ντέιβις. Δεν θα μπορούσε όμως να χαρακτηριστεί με πιο γλαφυρό κι ακριβή τρόπο η φαινομενικά ασήμαντη και γκρίζα προσωπική ζωή, σε συνδυασμό με τη γοητευτική επιδεξιότητα των έργων μιας από τις πιο αναγνωρισμένες αμερικανίδες ποιήτριες, της Έμιλι Ντίκινσον. Μιας γυναίκας της οποίας σχεδόν ολόκληρο το έργο παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι τον θάνατο της, ο οποίος τη βρήκε πρόωρα στο σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, στο Άμερστ της Μασαχουσέτης στα τέλη του 19ου αιώνα. Μιας ποιήτριας που κατάφερε να εκφράσει τη λαχτάρα της ελευθερίας από τις δυσβάσταχτες συμβάσεις μιας σκληρά πατριαρχικής κοινωνίας, αλλά και τη δυσλειτουργική συνύπαρξη ενός ελεύθερου πνεύματος εγκλωβισμένου μέσα σε ένα μόνιμα άπειρου συναισθηματικά σώματος, αποσυρμένου πολύ νωρίς από τη ζωή και καταδικασμένου στην αιώνια απομόνωση της ερωτικής μοναξιάς.

Η μεταφορά της βιογραφίας ενός λογοτέχνη στο σινεμά αποτελεί εκ των προτέρων πρόκληση, ακόμη κι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται περί διασκευής, αλλά το αυθεντικό σενάριο υπογράφεται από τον ίδιο τον σκηνοθέτη. Παρόλα αυτά, ο Ντέιβις κάνει ό,τι μπορεί για να προσδώσει στο εγχείρημά του μια σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια κι ευαισθησία, ιδίως μετά το πρώτο μισό του φιλμ, το οποίο μας οδηγεί από τη νεαρή ηλικία της ποιήτριας (υποδυόμενη πειστικά από την Έμμα Μπελ) και την αποχώρησή της από το πουριτανικό χριστιανικό σχολείο με τη συγκατάθεση της φιλελεύθερης οικογένειάς της, ως τη στιγμή την έναρξης των σοβαρών προβλημάτων υγείας που θα την οδηγήσουν πρόωρα στον θάνατο, σε ηλικία μόλις 56 ετών. Την ενήλικη εκδοχή της ποιήτριας αναλαμβάνει να ερμηνεύσει η Σίνθια Νίξον (κυρίως γνωστή για το ρόλο της στην υπερ-επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Sex and the City») μέσα από ένα πανέξυπνο οπτικό τρικ της σκηνοθεσίας, σε μια σκηνή που σχετίζεται τη φωτογράφηση ολόκληρης της οικογένειας της ποιήτριας. Από εκεί και πέρα, το βάρος πέφτει ξεκάθαρα στους δικούς της ώμους και η ίδια με την εξαιρετική ερμηνεία της αποδεικνύεται ίσως το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, συνδυάζοντας ταυτόχρονα φθαρτότητα και θάρρος, εσωστρέφεια αλλά και μοναδικό συναισθηματικό πλούτο. Αποτυπώνοντας με διαύγεια -ίσως και ευγνωμοσύνη- τη θλιβερή και ματαιωμένη ζωή ενός καλλιτέχνη, περνά σχεδόν ανεπαίσθητα από την επίθεση στην άμυνα, καθώς βλέπει σταδιακά την ηρωίδα της να χάνει όλους εκείνους που αγαπά, να μένει μόνη και να βυθίζεται όλο και περισσότερο στον ψυχικό αλλά και σωματικό πόνο που θα τη μετατρέψει σε ένα φάντασμα ντυμένο σε ένα απόκοσμο λευκό, χαμένο κάπου ανάμεσα στις γραμμές των συγκλονιστικών της ποιημάτων.

Ο Ντέιβις αποφασίζει τολμηρά να μετατρέψει αυτή την ιδιότυπη biopic κυρίως σε ένα φιλμ δωματίου, που κινείται από τα σταθερά ταμπλό της πρώτης πράξης στους καυστικούς και ευφυέστατους διαλόγους που σε στιγμές αγγίζουν τα όρια μιας εκκεντρικής κωμωδίας, και από εκεί στο ξεκάθαρα μπεργκμανικό φινάλε, το οποίο παρότι αποδίδει δραματουργικά, το οδηγεί μοιραία σε μονοπάτια πολύ γνωστά για το είδος. Αυτές οι αλλαγές στον τόνο και το ύφος έχουν τις επιπτώσεις τους, ιδίως όταν ο χαρακτήρας της καυστικής κι εξίσου αντιδραστικής καλύτερης φίλης της πρωταγωνίστριας, Βράιλιν Μπάφαμ (Κάθριν Μπέιλι), εισάγεται από το σενάριο, όμως σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε κανείς να πει ότι το «Ήρεμο Πάθος» δεν αντιμετωπίζει τη σπουδαία προσωπικότητα που μελετά με τον σεβασμό και την ευαισθησία που της ταιριάζουν. Και ίσως πέρα απ’ όλα, μέσα από μια λεπτομερέστατη καταγραφή των συναισθημάτων και των προσωπικών -αλλά και κοινωνικών- της περιορισμών, καταφέρνει να μεταδώσει έναν βαθύ και ειλικρινή θαυμασμό για αυτό που πραγματικά ήταν, αλλά και για τον βαρυσήμαντο ρόλο που έμελλε να παίξουν τα έργα της.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *