
Δεκαετία του 1990. Όταν ένας βαριεστημένος και σκεπτικιστής συντάκτης περιοδικού «αναγκάζεται» να γράψει ένα άρθρο για τον Φρεντ Ρότζερς, παρουσιαστή ενός παιδικού εκπαιδευτικού τηλεοπτικού σόου, ξεπερνάει τον όποιο σκεπτικισμό του, μαθαίνει από την καλοσύνη των άλλων, αγαπάει και συγχωρεί στην πιο όμορφη γειτονιά της Αμερικής.
Σκηνοθεσία:
Κύριοι Ρόλοι:
Matthew Rhys … Lloyd Vogel
Tom Hanks … Fred Rogers
Susan Kelechi Watson … Andrea Vogel
Chris Cooper … Jerry Vogel
Christine Lahti … Ellen
Enrico Colantoni … Bill Isler
Maryann Plunkett … Joanne Rogers
Wendy Makkena … Dorothy Vogel
Tammy Blanchard … Lorraine Vogel
Jessica Hecht … Lila Vogel
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Micah Fitzerman-Blue, Noah Harpster
Παραγωγή: Youree Henley, Leah Holzer, Peter Saraf, Marc Turtletaub
Μουσική: Nate Heller
Φωτογραφία: Jody Lee Lipes
Μοντάζ: Anne McCabe
Σκηνικά: Jade Healy
Κοστούμια: Arjun Bhasin
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: A Beautiful Day in the Neighborhood
- Ελληνικός Τίτλος: Ένας Υπέροχος Γείτονας
Σεναριακή Πηγή
- Άρθρο: Can You Say… Hero? του Tom Junod.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου (Tom Hanks).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα δεύτερου αντρικού ρόλου (Tom Hanks).
- Υποψήφιο για Bafta δεύτερου αντρικού ρόλου (Tom Hanks).
Παραλειπόμενα
- Εμπνευσμένο από άρθρο του 1998 από τον Tom Junod, εκδιδόμενο στο περιοδικό Esquire.
- Η ζωή του Fred Rogers είναι το αντικείμενο και του ντοκιμαντέρ Won’t You Be My Neighbor? (2018).
- Στην ταινία κάνουν περάσματα φίλοι και συγγενείς του Rogers, μεταξύ αυτών και η σύζυγος του, Joanne, και ο στενός του συνεργάτης ηθοποιός David Newell.
- Κατά τα γυρίσματα, ο ηχολήπτης James Emswiller έπαθε καρδιακό επεισόδιο και έπεσε από μπαλκόνι δευτέρου ορόφου. Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου όμως διαπιστώθηκε απλά ο θάνατος του.
- Ο Tom Hanks αποκάλυψε ότι 10 χρόνια πριν μπει η ταινία σε παραγωγή, είχε ήδη γνώση για αυτήν, και είχε διαβάσει το σενάριο 8 φορές.
- Jonathan Dayton και Valerie Faris ήταν υποψήφιοι να αναλάβουν τη σκηνοθεσία.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 10/1/2020
Ένα «τσακ» έμμενε στη Marielle Heller να ξεπεράσει το ύψος του Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις, και είναι φανερό ότι κινείται και προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Με αρωγό εδώ ένα ακόμα δυνατότερο θέμα, καταφέρνει να πιάσει μεν αυτό το ύψος, αλλά επιβάλλονταν να πάει παραπάνω, όντας και η κατάλληλη για να το αναλάβει. Μα αυτό το «τσακ» υπάρχει και γίνεται φανερό από ένα σημείο του έργου κι έπειτα, μειώνοντας τη συνολική εικόνα σε μια ταινία που ως τότε σε έχει κερδίσει κατά κράτος.
Η τόσο συμπαθής δημιουργός από την Καλιφόρνια πάλι δανείζεται ήρωες από την πραγματικότητα, και πάλι θέλει να τους χρησιμοποιήσει για να δώσει κάτι τελείως διαφορετικό από μια βιογραφία. Στην περίπτωση μας, έχουμε μια ψυχανάλυση που παραπέμπει σε κάτι το υπερφυσικό. Κι αυτό επειδή ο χαρακτήρας του Φρεντ Ρότζερς δεν μοιάζει να ανήκει σε αυτό τον κόσμο, αλλά σε κάποιον που κατοικούν πλάσματα όπως ο Αϊ Βασίλης ή ένας ιδεατός Walt Disney. Έτσι, το τετ-α-τετ εξελίσσεται σε μια κόντρα ανάμεσα στον καθημερινό άνθρωπο που δεν έχει ξεπεράσει τα προσωπικά του άγχη και στη συνείδηση που τον θέλει να ξεπερνά τα προβλήματα του ερχόμενος αντιμέτωπος με τον ίδιον του τον εαυτό. Αυτό το τετ-α-τετ είναι που χαρίζει στην ταινία κάποιες σκηνές που χαράζονται μέσα μας, ικανές να μας βάλουν σε πολλές σκέψεις. Μια «ύπουλη» αντεπίθεση της καλοσύνης σε έναν κόσμο που έχει αρχίσει να πιστεύει ότι αυτή ταιριάζει μονάχα στον κόσμο των παιδιών και των καλών σαμαρειτών. Μάλιστα, τη στολίζει και με τη λέξη «αφέλεια», αποκρύβοντας έτσι την αδυναμία του να προσεγγίσει μια κατά τα άλλα τόσο μα τόσο βατή έννοια.
Η σκηνοθέτις δεν μένει εκεί, και ξέρει ότι δυστυχώς τίποτα δεν είναι παραμυθένιο στον ενήλικο κόσμο. Έτσι, αφήνει στιγμιαίες νύξεις για την πέρα από τη δημοσιότητα ζωή του «αγγέλου» ήρωα της, στολίζοντας έτσι με σινεφιλικό τρόπο ένα σενάριο που δεν θέλει να εκληφθεί ως «πολύ παραμυθένιο για να είναι αληθινό», αλλά κάτι που ο καθένας μας μπορεί να προσομοιώσει με τη δική του ύπαρξη. Επίσης, ο δημοσιογράφος που στέκει ως εκπρόσωπος του δικού μας εαυτού, δεν είναι η ακραία περίπτωση ενός «Σκρουτζ», αλλά ακόμα ένας βασανισμένος βιοπαλαιστής που γνωρίζει να ξεχωρίζει την ηθική από την αδικία, αλλά όπως συμβαίνει κατά κανόνα, δεν αφήνεται να ξεπεράσει τα προσωπικά του πονήματα ώστε να βρει αυτός και οι γύρω του τη γαλήνη.
Μα όλο αυτό δεν αποτελεί το άλφα και το ωμέγα του έργου μας. Έχουμε μια άνιση σύνθεση εικόνων και σκηνών, σε ένα μπλέξιμο που η Heller δεν μπόρεσε να λειάνει και να φέρει ως τέλους αισίως. Όταν φτάνουμε στην πλέον μαγική σκηνή της ταινίας, αυτή που οι δύο χαρακτήρες βρίσκονται μόνοι στο σπίτι του Ρότζερς και ανοίγονται διάπλατα, ακολουθεί μια αντίστροφη πορεία που δεν έχει να μας προσφέρει πλέον τίποτα πέρα από τη happy-end ανακούφιση. Μόνο το μαζικό πάτημα των πλήκτρων όταν πια κλείνουν τα φώτα, μας επαναφέρει εκεί που το έργο έπρεπε να εμμείνει. Η όλη αυτή ανισορροπία έρχεται κι από την ερμηνευτική αντιπαράθεση ανάμεσα στον δημοσιογράφο Matthew Rhys και τον «έξω από αυτό τον κόσμο» Tom Hanks. Το νέο μας «πατριωτάκι» δίνει τόσο εξαιρετική ερμηνεία, που βυθίζεσαι μέσα στα βαριά του μάτια. Κι όσο φιλότιμα κι αν υποστηρίζει ο Rhys τον χαρακτήρα του, επειδή αυτός είναι που έχει μαζί του τον φιλμικό χρόνο, οι δικές του «μοναχικές» σκηνές, που προς το φινάλε γίνονται περισσότερες, φαντάζουν ελάχιστες σε δυναμικότητα, σε σημείο να δείχνουν ασήμαντες ακόμη κι αν δεν είναι.
Η Heller ελέγχεται για τον διαμερισμό που κάνει επί της αφήγησης της, αλλά και ότι «υπνωτίζεται» και η ίδια από τον Hanks και τον Ρότζερς και δεν τολμάει να βυθίσει τους ήρωες της σε ακόμα πιο σκοτεινές ή και πιο λαμπερές αντιπαραθέσεις. Το φιλμ χάνεται ανάμεσα στο παραμυθικά οσκαρικό και το σινεφιλικό του ύφος, κι ενώ με… ένα «τσακ» θα μπορούσε να τα έχει αμφότερα στον ανώτερο βαθμό.
Βαθμολογία: