Ένας νεαρός άνδρας σε ένα δωμάτιο κάπου στην Αγγλία. Σε μια οθόνη υπολογιστή, εικόνες από όλο τον κόσμο. Το μόνο που χρειάζεται για να περάσεις τα σύνορα είναι ένα κλικ. Ταυτόχρονα, παρακολουθούμε την αφήγηση ενός άλλου ταξιδιού να ξετυλίγεται σε κομμάτια: την πορεία του Σαχίν, ενός εικοσάχρονου Ιρανού που εγκατέλειψε την πατρίδα του μόνος.

Το ντοκιμαντέρ Αλλού, Παντού κάνει πρεμιέρα στα πλαίσια του Ethnofest την Τετάρτη 1η Δεκεμβρίου στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ (Σταδίου 28 [Στοά Κοραή – Μετρό Πανεπιστήμιο], Αθήνα, Τηλ: 2103211950). Ώρα προσέλευσης: 19:30 Ώρα έναρξης: 20:00. Η ταινία θα προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου. Προηγείται η μικρού μήκους ταινία Safar (Journey) των Alexander Barquero, Kyra Sacks, Natascha Erfanipour.

  • ΤΟ ΑΛΛΟΥ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΕΔΩ

Πρόκειται για μια δυνατή ταινία σχετικά με την παγκοσμιοποίηση της φαντασίας, τη βιντεοεπιτήρηση και τον παγκόσμιο έλεγχο. Σκέφτηκα τον Paul Virilio, ο οποίος στις εκθέσεις του με τον Raymond Depardon στο Fondation Cartier δήλωσε ότι «το αλλού ξεκινάει εδώ» και πως η γη δεν ήταν πλέον «γενέτειρα» αλλά «θανατηφόρα». Η ταινία αποκαλύπτει ένα έργο που ξεφεύγει από αυτούς που θέλουν να ελέγξουν τα πάντα – αυτό το έργο, όπως ο χώρος ανάμεσα σε δύο σανίδες στο πάτωμα, μπορεί να είναι τόσο μελωδικός όσο και συμπαγής, με άλλα λόγια ανοίγει το μυαλό στη φαντασία και κατ’ επέκταση στη χειραφέτηση…

Thierry Paquot, φιλόσοφος και συγγραφέας, πρόεδρος του Festival Image de Ville

  • ΜΗ-ΤΟΠΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΤΤΟΝΤΕΣ ΑΣΤΕΡΕΣ

Η Isabelle Ingold και η Vivianne Perelmuter ανήκουν σε ένα σπάνιο –και επομένως πολύτιμο– είδος κινηματογραφιστών. Και όταν χτυπούν, χτυπούν δυνατά, εκεί ακριβώς που έχει σημασία. Μακριά από οποιαδήποτε αίσθηση αυτάρεσκης συμπόνοιας, η τελευταία τους ταινία «Αλλού Παντού» (Elsewhere Everywhere) ανακινεί εντελώς το κινηματογραφικό είδος των ταινιών με θέμα τη μετανάστευση. Η ιδέα είναι να περάσουμε από την ανθρωπιστική ρητορική ενός ειδησεογραφικού ρεπορτάζ σε μια έρευνα, η οποία είναι ποιητική αλλά και αδιάκοπη, που κατασκευάζεται πλάνο-πλάνο ώστε να σχηματίσει ένα είδος κολάζ ή μια σύνθεση που εξερευνά το ταξίδι ενός ατρόμητου, νεαρού Ιρανού ονόματι Σαχίν από το Φουλαντσάρ μέχρι το Λονδίνο μέσω Τουρκίας και Ευρώπης. Το δυνατό χαρτί των κινηματογραφιστριών είναι ότι μας εμπλέκουν σε αυτήν την έρευνα μέσα από αποσπάσματα: ανακρίσεις που στοιχειώνουν, τηλεφωνήματα με την μητέρα του που ανησυχεί, εύθραυστες εικόνες από κάμερες παρακολούθησης, λακωνικές διαδικτυακές συνομιλίες μεταξύ του Σαχίν και των σκηνοθετριών οι οποίες πληκτρολογούνται στην οθόνη και ύστερα διαγράφονται.

Όπως συμβαίνει στην αμερικάνικη ποίηση του Αντικειμενισμού, από όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία αναδύεται ένας παράξενος χρόνος⋅ ο χρόνος ενός ταξιδιού που αποκαλύπτεται σιγά σιγά με την ελπίδα της αναχώρησης, την πίκρα μιας συνεχώς αναβαλλόμενης άφιξης και ένα κουβάρι εμποδίων.
H ταινία μας φέρνει πιο κοντά στην Akerman του «From the Other Side» ή στον des Pallières του «American Dust» παρά σε οποιοδήποτε ντοκιμαντέρ γενικευμένης αγανάκτησης. Το εμφανές μακρινό μεγαλείο της ταινίας είναι πως καταλήγει, χωρίς να χρησιμοποιεί ποτέ την ενσυναίσθηση για να τραβήξει την προσοχή, στην απεικόνιση ενός κόσμου: του δικού μας κόσμου, που ενώ λιμνάζει στους φόβους, στα δίκτυα, στα ελαττώματα και στα σφάλματα του, μπορεί να διασταυρωθεί – σε τυχαίες συνοριακές ζώνες και προσφυγικούς καταυλισμούς – με διάττοντες αστέρες ελευθερίας και επιθυμίας. Το «Αλλού Παντού» υφαίνει έτσι, ανάμεσα σε ήχους και εικόνες, μια κατάσταση μη-τόπων, παρακολουθώντας ψηφιακά τον Σαχίν και επινοώντας μια άνευ προηγουμένου ομορφιά στον ασταθή κόσμο του διαδικτύου, στα δίκτυα μέσα στα οποία τον περιορίζουν και βαραίνουν και εμάς. Πολύ μακριά από εδώ, σε ένα μέρος όπου ο κινηματογράφος εξακολουθεί να εξυπηρετεί έναν σκοπό.

Vincent Dieutre, κινηματογραφιστής

  • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΙΣ ISABELLE INGOLD & VIVIANNE PERELMUTER

Από τον Yvan Flass

«Είναι μια κατάδυση, μια εμπειρία που μας αναγκάζει να φανταστούμε και να νιώσουμε τι πέρασε ο Σαχίν, τις εσωτερικές καταστάσεις στις οποίες βρέθηκε και τις τοποθεσίες που διέσχισε…»

Γνωρίσατε έναν νεαρό Ιρανό πρόσφυγα στην Ελλάδα και ακολουθήσατε το ταξίδι του στην Αγγλία. Πότε σκεφτήκατε πρώτη φορά να κάνετε μια ταινία για αυτή τη συνάντηση; Πώς προέκυψε αυτή η ταινία;

Vivianne Perelmuter: Γνωρίσαμε τον Σαχίν, έναν νεαρό πρόσφυγα από το Ιράν, στην Ελλάδα το 2016. Ήταν λίγο πριν από τα εικοστά του γενέθλια. Γιορτάσαμε παρέα τα γενέθλιά του και επιστρέψαμε να τον δούμε αρκετές φορές έκτοτε. Κρατήσαμε επαφή κυρίως μέσω μηνυμάτων και τσατ και καμιά φορά τηλεφωνικά. Όταν τον ξαναείδαμε ενάμιση χρόνο αργότερα στην Αγγλία, ήταν αληθινό σοκ: Ο Σαχίν είχε γίνει ένα εντελώς διαφορετικό άτομο. Δεν ήταν πια o χαρούμενος νέος που είχαμε γνωρίσει στην Αθήνα, όπου παρά τις επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης στο προσφυγικό καμπ και την μεγάλη κακουχία, διατηρούσε μια λάμψη και μια περιέργεια για τα πράγματα, ενώ δήλωνε «αισιόδοξος για το μέλλον» – για νέους ορίζοντες, νέους τρόπους ζωής, νέους ανθρώπους. Όταν συναντηθήκαμε ξανά στην Αγγλία, ήταν απογοητευμένος, σχεδόν σιωπηλός, και την ίδια στιγμή νευρικός, θυμωμένος. Ηταν δύσπιστος για όλους και για τα πάντα. Έτσι κλείστηκε στο δωμάτιό του, αποκομμένος από τον κόσμο, παρακολουθώντας τον πλέον μόνο διαδικτυακά κάποιες φορές όλη νύχτα.

Τι του συνέβη; Νομίζαμε ότι είχε αφήσει πίσω του τα χειρότερα. Τότε, τι είχε συμβεί; Υπάρχει κάποιο κατώφλι δυσκολίας που αν το ξεπεράσεις, συνθλίβεσαι; Ή κάτι συγκεκριμένο τον είχε πληγώσει βαθιά; Η ταινία έγινε μια ανάγκη ώστε να καταλάβει και εκείνος τι του συνέβη και πώς άλλαξε εκ των έσω.

Η ταινία αποτελείται από ηχητικά και κειμενικά αποσπάσματα, δείγματα τηλεφωνικών μηνυμάτων, τσατ, τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ του Σαχίν και της μητέρας του, τις αναμνήσεις του από τη συνέντευξη στο γραφείο της Διεύθυνσης Μετανάστευσης, καθώς και από ένα υπέροχο voiceover που ανακαλεί τα διαφορετικά στάδια της σχέσης σας.

Πώς συνδυάστηκε το ηχητικό και το γραπτό υλικό και γιατί αποφασίσατε να πειραματιστείτε με τόσο διαφορετικούς τύπους αφήγησης;

VP: Η σημασία των ηχητικών και γραπτών νημάτων αφήγησης πηγάζει πρώτα από τον κεντρικό ρόλο που αποδίδεται σε αυτό που συμβαίνει εκτός οθόνης. Υπάρχει ένα κενό μεταξύ αυτού που μαθαίνουμε για τον Σαχίν από το soundtrack και αυτού που βλέπουμε στην οθόνη. Δεν βλέπουμε τον Σαχίν, το ποιος μιλάει ή για τι πράγμα μιλούν, αλλά μόνο αυτό που ο νεαρός άνδρας κοιτάζει ή θα μπορούσε να κοιτάξει στο διαδίκτυο. Εστιάζουμε στην οθόνη του υπολογιστή, ενώ η ιστορία παραμένει εκτός κάδρου. Είναι μια διακριτή επιλογή που έχει τις ρίζες της στην πραγματικότητα του Σαχίν στην Αγγλία, ενώ σχετίζεται επίσης με την πρόθεσή μας να τοποθετήσουμε τον θεατή εκτός των συνηθισμένων διαδικασιών κατηγοριοποίησης. Αυτό ήταν ένα από τα διακυβεύματα του πρότζεκτ: να προσελκύσει τους θεατές διαφορετικά και να τους εμπλέξει σε μια σχέση οικειότητας με το θέμα.

Η πληθώρα εικόνων και πληροφοριών, ιδιαίτερα γύρω από τους αιτούντες άσυλο, μας θέτει σε λειτουργία αυτόματου πιλότου. Μας δίνει την εντύπωση ότι ξέρουμε ήδη τα πάντα και τα έχουμε ξαναδεί. Τελικά όμως αυτό το πλήθος εικόνων λειτουργεί σαν οθόνη που απλοποιεί τον κόσμο και μας εμποδίζει να αισθανόμαστε πραγματικά.

Το γεγονός ότι, σε αυτή την περίπτωση, καθοδηγεί τους θεατές ο ήχος και όχι η εικόνα, διαταράσσει το οπτικό πεδίο, μεταφέροντας τους σε ξένο έδαφος. Όπως ο Σαχίν, ξεκινούν αποπροσανατολισμένοι, ψηλαφιστά, καθώς πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στα σημάδια, αφήνοντας τις εντυπώσεις τους να τους καθοδηγούν, βαδίζοντας με τις αισθήσεις. Είναι μια κατάδυση, μια εμπειρία που μας αναγκάζει να φανταστούμε (επειδή αυτό που βλέπουμε δεν περιγράφει όλη την ιστορία) και να συναισθανθούμε αυτά που έχει περάσει ο Σαχίν, τις εσωτερικές καταστάσεις στις οποίες έχει βρεθεί και τις τοποθεσίες που έχει διασχίσει.

Τίποτα δεν παρουσιάζεται γραμμικά ή με αυστηρά λογικό τρόπο. Αφήνουμε στην άκρη κάθε ακαδημαϊκό λόγο ή κριτική. Εστιάζουμε σε χειροπιαστά, προσωπικά στοιχεία – συχνά λεπτομέρειες από την καθημερινή ζωή. Το υλικό προσφέρεται σε αποσπάσματα μέσα στη ροή μιας προσωπικής εμπειρίας.

Isabelle Ingold: Αποφασίσαμε να εστιάσουμε στα μικρά σημάδια, σε «αυτά που βγάζουν νόημα» και σε έγγραφα. Το ερωτηματολόγιο του γραφείου μετανάστευσης είναι, για παράδειγμα, μια βασική πηγή πληροφοριών. Ποιες ερωτήσεις γίνονται; Ποιές αποφεύγονται; Οι απαντήσεις του Σαχίν προσφέρουν επίσης μια πολύ ακριβή περιγραφή του ταξιδιού του – πόσο κόστισε, πόσο καιρό περίμενε, τον τρόπο λειτουργίας των λαθρεμπόρων κ.λπ.

Αυτό το νήμα της αφήγησης συνδυάζεται με άλλες αφηγήσεις, όπως οι τηλεφωνικές συνομιλίες με τη μητέρα του. Οι τόνοι και τα στυλ είναι πολύ διαφορετικά. Συμπληρώνονται αλλά και έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Όπως συμβαίνει και στις ζωές των ανθρώπων. Την ίδια στιγμή η υπηρεσία ασύλου ζητά από τους μετανάστες να χωρέσουν τη ζωή τους σε μια συγκεκριμένη αφήγηση με συγκεκριμένους κανόνες. Η ιστορία τους πρέπει να είναι ξεκάθαρη, λογική, συνεκτική και να μπορεί να εξακριβωθεί. Αλλά η ζωή δεν είναι έτσι.

Θέλαμε να προσφέρουμε μια διαφορετική ιστορία, μια «αντι-αφήγηση». Θέλαμε να προσεγγίσουμε τους καθημερινούς ρυθμούς της ζωής. Γιατί τους πρόσφυγες, αυτοί οι ρυθμοί συχνά επικαλύπτονται από τις επεισοδιακές συνθήκες του περάσματός τους. Δεν είναι θέμα εξωραϊσμού αλλά απόδοσης των δυσκολιών από τη σκοπιά του Σαχίν και της πολυπλοκότητας των καταστάσεων μέσα από καταγραφές της ζωής του και από ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων και σκέψεων. Με λίγα λόγια, είναι η εμπειρία ενός νέου ανθρώπου που φεύγει και ελπίζει, μεγαλώνει και αλλάζει.

Τα αποσπάσματα κειμένου και ήχου αποτελούνται από συγκεκριμένα, προσωπικά στοιχεία: για παράδειγμα, συνομιλίες ανάμεσα στον Σαχίν και εσάς ή εκείνον και τη μητέρα του, μεταγραφές των ανακρίσεων στις οποίες υποβλήθηκε και ένα voice-over σε πρώτο πρόσωπο. Όλο αυτό το προσωπικό υλικό είναι δομημένο και συντίθεται – σαν μουσική παρτιτούρα – μαζί με πλάνα από CCTV κάμερες παρακολούθησης που συλλέχθηκαν από το διαδίκτυο. Πλάνα που είναι, από τη φύση τους, απρόσωπα και με την οπτική γωνία προς τα κάτω, καθώς αυτός ο τύπος κάμερας κινηματογραφεί συστηματικά ανθρώπους και μέρη από ψηλά. Δεν υπάρχει άλλη οπτική γωνία, παρά μόνο του συστήματος ελέγχου που βρίσκεται πίσω από τις κάμερες. Κι όμως, τα πλάνα – αυτά τα «αλλού» και «παντού» – αν και με την πρώτη ματιά είναι τρομερά απρόσωπα, δίνουν σώμα, πυκνότητα, συναίσθημα και κάνουν πραγματική τη συγκεκριμένη ιστορία με τρόπο που δεν βλέπουμε συχνά.

Πώς συλλέξατε όλο αυτό το υλικό; Η συλλογή του έγινε παράλληλα με την επιμέλεια και την επεξεργασία των διαφόρων ηχητικών και γραπτών αποσπασμάτων; Ή αντιθέτως, αναζητήθηκε με βάση μια προϋπάρχουσα δομή; Γιατί παρατηρούμε συχνά διακριτικές συνδέσεις μεταξύ κειμένου και εικόνας.

ΙΙ: Για περίπου ένα χρόνο γινόταν παράλληλα με το μοντάζ. Δεν ξεκινήσαμε με μια δομή, αλλά είχαμε συλλέξει μεγάλο μέρος του ηχητικού υλικού, όπως το ερωτηματολόγιο και τις τηλεφωνικές συνομιλίες με τη μητέρα του. Αυτό παρείχε μια καλή βάση. Από εκεί κι έπειτα, αρχίσαμε να ψάχνουμε για πλάνα που εξερευνούσαν τις πιθανές σχέσεις με το ηχητικό υλικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα συνεχές μπρος-πίσω, από τις διαδικτυακές αναζητήσεις πίσω στο μοντάζ και ανάποδα. Θα είχαμε, για παράδειγμα, μια ιδέα για μια αλληλουχία, θα μπαίναμε στο διαδίκτυο αναζητώντας κάτι συγκεκριμένο, και θα πέφταμε πάνω σε κάτι που δεν ψάχναμε, το οποίο θα δημιουργούσε μια άλλη ιδέα και έτσι θα πήγαινε το μοντάζ κάπου αλλού, μερικές φορές ακόμη και σε μια νέα κατεύθυνση. Βασικά, ήταν συνεχές μοντάζ και «γύρισμα».
Περιέργως, νιώθαμε σαν να κάναμε γύρισμα, κι ας μην κρατούσε καμιά μας την κάμερα. Η συντριπτική πλειοψηφία των πλάνων προέρχεται από webcams που καταγράφουν ζωντανά. Η εικόνα από τις κάμερες μεταδίδεται ζωντανά στο διαδίκτυο και την παρακολουθούσαμε σε πραγματικό χρόνο. Πριν από τα γυρίσματα, είχαμε κάνει καλή δουλειά στο location scouting, όπως για ένα κλασικό ντοκιμαντέρ. Ύστερα, παρακολουθήσαμε διαδικτυακά τις τελετουργίες των ανθρώπων, τις στιγμές που τα μέρη ήταν πολυσύχναστα ή όταν ήταν έρημα. Επιστρέφαμε στις ίδιες τοποθεσίες σε διαφορετικές ώρες της ημέρας, με διαφορετικό φως ή σε διαφορετικές εποχές. Ζούσαμε σε διαφορετικές ζώνες ώρας. Ρυθμίζαμε τα ξυπνητήρια μας για να είμαστε «εκεί» κάποια συγκεκριμένη ώρα, στη Σιβηρία ή στην Ασία ή αλλού. Και τότε θα συνέβαινε το απρόβλεπτο, όπως συμβαίνει πάντα.

Επιλέξατε ένα πολύ συγκεκριμένο υλικό που προφανώς δεν έχει σχέση με αυτό που βλέπει ο Σαχίν. Είχατε σκεφτεί εξαρχής να συμπεριλάβετε τις κάμερες ασφαλείας;

VP: Ναι, η ιδέα υπήρχε εξαρχής. Συνδέθηκε με την εμπειρία του Σαχίν, όχι μόνο με τη δικτυωμένη απομόνωσή του, αλλά με ολόκληρο το ταξίδι του μέσα από έναν κόσμο που είναι ταυτόχρονα τόσο ανοιχτός αλλά και τόσο διχοτομημένος και ελεγχόμενος. Μια μέρα, ο Σαχίν μας έδειξε ένα βίντεο από μια κάμερα παρακολούθησης που είχε καταγράψει μια έκρηξη σε ένα βενζινάδικο. Μας έκανε να αναρωτηθούμε γιατί επέλεξε να δει κάτι τέτοιο; Τι είδε μέσα σε αυτό; Τι μπορούμε να δούμε εμείς σε αυτό; Και τι να κάνουμε;

Η εμπειρία του φανερώνει την ευρύτερα κοινή εμπειρία ενός κόσμου με αυξανόμενο αριθμό οθονών, ενός κόσμου που συνδέει και χωρίζει – μια πιο εκτεταμένη διερώτηση σχετικά με την ίδια την έννοια της εικόνας. Ξεκινήσαμε από την πραγματικότητα του Σαχίν που παρακολουθεί τον κόσμο στο διαδίκτυο και αυτοσχεδιάσαμε, σερφάροντας στο διαδίκτυο ώστε να εξερευνήσουμε τι δείχνει στον κόσμο – ιδιαίτερα μέσα από webcams.
Το να δουλεύουμε με αυτού του είδους τα πλάνα – είτε με εικόνες από κάμερες παρακολούθησης είτε με διαφημιστικά τουριστικά βίντεο – συνεπάγεται ότι εργαστήκαμε ενάντια στην αρχική τους λειτουργία που εστιάζει στην επιτήρηση και στην κατανάλωση. Αντί να δώσουμε έμφαση στον εξωτισμό ή σε κάτι θεαματικό όπως μια παράβαση, μια έκρηξη, αναζητήσαμε το «σχεδόν τίποτα», το απειροελάχιστο, το «υποσύνηθες» για να χρησιμοποιήσουμε τον υπέροχο όρο του Perec. Φυσικά, αυτές οι εικόνες μαρτυρούν μια ανησυχητική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κόσμος, καθώς και τη φθορά που συνεπάγεται η ανθρώπινη ύπαρξη – αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι στιγμές δέους είναι επίσης πιθανές.

Το να δουλέψουμε με αυτές τις εικόνες σήμαινε πάνω απ’ όλα να μην συμβιβαζόμαστε με την καθιέρωση μιας βίας που υποτίθεται ότι αποδοκιμάζουμε. Θέλαμε να δείξουμε τους σπόρους ενός άλλου πιθανού κόσμου, την ομορφιά και τη χάρη των ανθρώπων.

Η ταινία εξελίσσεται σταδιακά ⋅ είναι ένα ταξίδι σε μέρη αλλά και στην ίδια την υφή της εικόνας, στην πλαστικότητα της ψηφιακής δικτυωμένης εικόνας, αλλά και στη σκληρότητα που αποτυπώνεται. Φαίνεται πως αρκετές φορές αυτοί που κινηματογραφούνται ξεχνούν τα συστήματα που τους κινηματογραφούν… Η ιδέα αυτής της εξέλιξης είχε μελετηθεί εκ των προτέρων ή προέκυψε από το πως η πορεία της ταινίας εμπλέκεται με την εξέλιξη του χαρακτήρα κατά τη διαδικασία του μοντάζ;

VP:
Η ιδέα υπήρχε από την αρχή, αλλά κυρίως σαν μια διαίσθηση που πήρε μορφή κατά τη διάρκεια του μοντάζ. Από την αρχή όμως υπήρξε η αίσθηση της μετάβασης από το σκοτάδι στο φως, από την αφαίρεση στην προσωποποίηση. Έπρεπε να ξεκινήσουμε με σκοτεινές εικόνες γεμάτες κόκκο, χωρίς σημείο αναφοράς. Δρόμοι, ερημιές, πόλεις που εμφανίζονται στο βάθος, πλησιάζουμε αργά, αναδύονται χρώματα, βλέπουμε δρόμους, κτίρια, μετά σιλουέτες και τελικά πρόσωπα. Είναι μια προσέγγιση αργή, όπως όταν ανακαλύπτεις ένα νέο μέρος ή ένα νέο άτομο.
Δεν τα αντιλαμβανόμαστε όλα αμέσως, είναι σταδιακό, είναι μια διαδικασία. Μπορεί να υπάρξουν ανατροπές, αναποδιές, εκπλήξεις και απογοητεύσεις.

Και μετά κάποια καθαρά αισθητικά πλάνα: υπάρχουν για παράδειγμα πλάνα βροχής που είναι ιδιαίτερα όμορφα…

VP:
Η υφή των εικόνων με τα pixel και τις συσπάσεις τους λέει κάτι για αυτόν τον κόσμο: είναι η νέα του σταθερότητα, το νέο του τέμπο. Μερικές από τις ασπρόμαυρες εικόνες γεμάτες pixel μας κάνουν να σκεφτούμε τις πρώτες κινηματογραφικές ταινίες που ξεχώριζε ο κόκκος του φιλμ. Είναι λες και κατά καιρούς η πιο σύγχρονη στιγμή συναντιέται με πολύ παλαιότερα στρώματα του χρόνου. Ο κίνδυνος μπορεί να συνυπάρχει με την ομορφιά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *