
Ο Κορσικανός
- Une Vie Violente
- A Violent Life
- 2017
- Γαλλία
- Γαλλικά
- Γκανγκστερική, Δραματικό Θρίλερ, Εποχής, Πολιτική
- 02 Μαΐου 2019
Κορσική, δεκαετία 1990, ένα πεδίο πολύ βίαιων εθνικιστικών συγκρούσεων, που στόχο είχαν την αυτονόμηση του νησιού από τον έλεγχο της Γαλλίας. Δεκάδες νεκροί και ένα νησί παραδομένο στη βία. Παρά τις απειλές κατά της ζωής του, ο Στεπάν αποφασίζει να επιστέψει στην Κορσική για να παραστεί στην κηδεία ενός παιδικού φίλου, ο οποίος δολοφονήθηκε την προηγούμενη ημέρα. Αυτό θα του δώσει και μια ευκαιρία να ανακαλέσει στη μνήμη του τα γεγονότα αυτά που τον οδήγησαν από έναν μορφωμένο αστό της μέσης τάξης στην Μπαστιά, σε μια ζωή γεμάτη εγκληματικότητα και πολιτική ριζοσπαστικοποίηση, ως και μια ζωή στο περιθώριο.
Σκηνοθεσία:
Thierry de Peretti
Κύριοι Ρόλοι:
Jean Michelangeli … Stephane
Henri-Noel Tabary … Christophe
Cedric Appietto … Michel
Marie-Pierre Nouveau … Jeanne
Delia Sepulcre-Nativi … Raphaelle
Dominique Colombani … Francois
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Guillaume Breaud, Thierry de Peretti
Παραγωγή: Frederic Jouve
Φωτογραφία: Claire Mathon
Μοντάζ: Marion Monnier
Σκηνικά: Manon Lutanie
Κοστούμια: Rachel Raoult
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Une Vie Violente
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Κορσικανός
- Διεθνής Τίτλος: A Violent Life
Παραλειπόμενα
- Ελεύθερα εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία του νεαρού αυτονομιστή Nicolas Montigny, που το 2001 σε ηλικία 28 ετών δολοφονήθηκε με 11 σφαίρες.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 30/4/2019
Γιατί ενώ το θέμα, το οποίο έχει εξερευνηθεί από ελάχιστα ως καθόλου στον κινηματογράφο γενικότερα, προσφερόταν για ένα πραγματικά δυνατό αποτέλεσμα και με δεδομένες κάποιες υπαρκτές αναλαμπές έμπνευσης που δίνουν μια γεύση ως προς τη δυναμική του όλου εγχειρήματος, τελικά ο «Κορσικανός» μοιάζει να μην απογειώνεται ποτέ; Για μια σειρά διάφορων λόγων, με σημαντικότερο όλων ίσως το ότι ενώ πολλά από τα γεγονότα που αποτυπώνονται στην κάμερα είναι φύσει βίαια και συνταρακτικά, ο Thierry de Peretti λίγες φορές κατορθώνει να μεταδώσει το στρες και την ένταση που πηγάζουν από αυτές στο χαρτί του σεναρίου, με συνέπεια το σύνολο να φαντάζει απρόσμενα επίπεδο σε συναισθηματικό επίπεδο.
Και είναι κρίμα, γιατί τουλάχιστον σε ένα μέρος του το φιλμ φαίνεται να πηγαίνει πέρα από την επιδερμίδα όσον αφορά την ανάλυση των θεματικών του, που εκτείνονται και μακρύτερα από το πεδίο των αποσχιστών της Κορσικής και αγγίζουν γενικότερα πλαίσια όπως τον φαύλο κύκλο της εκδίκησης, τη διαπλοκή, τον άτυπο κώδικα τιμής του οργανωμένου εγκλήματος και την αντίρροπη σχέση μεταξύ εξουσίας και ιδεαλισμού. Αν όλα αυτά φέρνουν στο μυαλό το «Νονό» μόνο τυχαίο δεν είναι, καθώς ο σκηνοθέτης και συνσεναριογράφος αποτίει σε ουκ ολίγες σκηνές φόρο τιμής στο κλασικό αριστούργημα του Coppola, ακόμη κι αν τα μεγέθη είναι σαφέστατα μικρότερα και ο τρόπος κινηματογράφησης χαρακτηριστικά γαλλικός. Αν μη τι άλλο πρόκειται για μια ταινία με φιλοδοξίες και ακόμη και αν η στόχευσή της πηγαίνει μακρύτερα από εκεί που τελικά μπορεί να φτάσει, σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι δεν προσπαθεί για την υπέρβαση σε αρκετά σημεία.
Σίγουρα χρειαζόταν κι ένας πιο ενδιαφέρων πρωταγωνιστής από το γνωστό κουρασμένο σχήμα του άβγαλτου νέου που ξεκινάει ελπιδοφόρα και σταδιακά διαφθείρεται όλο και περισσότερο από ένα περιβάλλον που του ασκεί κακή επιρροή. Αν και όσο εξελίσσεται η πλοκή αποκτά κι άλλες πτυχές πέραν αυτού του γενικού χαρακτηρισμού κι ευτυχώς αναπτύσσεται ξεκάθαρα ως ένας αντιήρωας κι όχι απλώς σαν ένας παραστρατημένος παραλίγο ήρωας όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτά τα βήματα δεν ολοκληρώνονται σε έναν βαθμό επαρκώς σχηματισμένο ώστε ο χαρακτήρας αυτός να καταστεί αρκούντως μαγνητικός για τον θεατή. Η σκηνοθετική γραφή ήθελε επίσης μια πιο καλλιτεχνίζουσα και λιγότερο στεγνή προσέγγιση από αυτήν που τελικά ακολουθείται ακόμη και με το ρεαλιστικό πλαίσιο που υπάρχει μιας και το γκανγκστερικό δράμα στις μεγάλες του στιγμές διέπεται σχεδόν πάντα από μια αίσθηση μπαρόκ και υπερβολής. Οπωσδήποτε δεν είναι αδιάφορη η δουλειά που γίνεται πίσω από την κάμερα, ειδικά κάποια απρόσμενα στατικά μονοπλάνα θεατρικής λογικής που αναδεικνύουν τη φυσικότητα των ηθοποιών εκπλήσσουν με τη διακριτική δεξιότητά τους, η προαναφερθείσα όμως απουσία μεγαλείου κρατάει την ιστορία κάπως καθηλωμένη, δεν υπάρχει αποθέωση.
Οι σκηνές γυρισμένες σε βίντεο και αναλογία 4:3, αν και βρίσκονται αιτιολογημένα μέσα στο σύνολο με σκοπό να προσθέσουν κι άλλο νατουραλισμό, αποπροσανατολίζουν ελαφρώς και θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ως όχι απολύτως απαραίτητες. Εκεί που έχει γίνει πολύ προσεκτική δουλειά είναι στο κάστινγκ: οι περισσότεροι εκ των δευτεραγωνιστών πείθουν σχεδόν αβίαστα για την ιδιότητά τους εντός του σύμπαντος του φιλμ ως κοινωνοί του υποκόσμου, και με σιωπηλή αποτελεσματικότητα χτίζουν έναν περίγυρο χαρακτήρων εξαιρετικά αληθοφανή. Το ότι κάποιοι τομείς είναι ομολογουμένως προσεγμένοι δεν ακυρώνει το ότι είναι παρούσες κρίσιμες αδυναμίες που αποδυναμώνουν ένα υλικό που θα μπορούσε να φτάσει με μια κατάλληλη διαχείριση τα ύψη του «Ένας Προφήτης» του Audiard (του οποίου η επιρροή είναι επίσης εμφανής εδώ, ειδικά στις σκηνές στη φυλακή). Κατά τη διάρκεια όλου του ξετυλίγματος του κουβαριού της πλοκής ο «Κορσικανός» σίγουρα κρατάει το ενδιαφέρον λόγω και της εγγενούς γοητείας που ασκεί το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνεται, δεν αξιοποιεί όμως στο έπακρο τον καμβά που του προσφέρεται ενώ είναι ολοφάνερο πως θέλει να αγγίξει κάτι παραπάνω από αυτό που επιτυγχάνει να πλησιάσει.
Βαθμολογία: