Όχι μακριά από το Τιμπουκτού, τώρα πια υπό τον έλεγχο φανατικών μουσουλμάνων, ο Κιντάν ζει μια φιλήσυχη ζωή στους αμμόλοφους κοντά στη σύζυγο του, Σατιμά, την κόρη του, Τόγια, και τον Ισάν, τον 12χρονο βοσκό τους. Στην πόλη ο τρόμος βασιλεύει από τους ανθρώπους της Τζιχάντ, ενώ η μουσική, το τσιγάρο ή το ποδόσφαιρο είναι πλέον απαγορευμένα. Οι γυναίκες είναι μια σκιά, ενώ τα ειδικά δικαστήρια βγάζουν παράλογες καταδίκες. Ο Κιντάν και η οικογένεια του έχουν αποφύγει αυτό το χάος. Αλλά η μοίρα τους αλλάζει όταν ο Κιντάν σκοτώνει από ατύχημα τον Αμαντού, τον άντρα που σφαγίασε την αγαπημένη αγελάδα τους. Πλέον, θα έρθει αντιμέτωπος με τους νέους νόμους της πόλης.
Σκηνοθεσία:
Abderrahmane Sissako
Κύριοι Ρόλοι:
Ibrahim Ahmed … Kidane
Toulou Kiki … Satima
Layla Walet Mohamed … Toya
Mehdi A.G. Mohamed … Issan
Kettly Noel … Zabou
Abel Jafri … Abdelkerim
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Abderrahmane Sissako, Kessen Tall
Παραγωγή: Etienne Comar, Sylvie Pialat
Μουσική: Amin Bouhafa
Φωτογραφία: Sofian El Fani
Μοντάζ: Nadia Ben Rachid
Σκηνικά: Sebastien Birchler
Κοστούμια: Ami Sow
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Timbuktu
- Ελληνικός Τίτλος: Timbuktu
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Τιμπουκτού [φεστιβάλ]
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (Μαυριτανία).
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο οικουμενικής επιτροπής.
- Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, μουσική, φωτογραφία, μοντάζ και ήχο στα Cesar. Υποψήφιο για σκηνικά.
- Καλύτερη ταινία στα Αφρικανικά Βραβεία.
Παραλειπόμενα
- Ο βετεράνος Abderrahmane Sissako εμπνεύστηκε το σενάριο από μια αληθινή ιστορία.
- Ο σκηνοθέτης ήθελε αρχικά να κάνει μια ταινία πάνω στη δουλεία στη Μαυριτανία, αλλά αυτό δεν εγκρίθηκε από τον πρόεδρο της αφρικανικής χώρας. Δεν του αρνήθηκαν όμως τη χρηματοδότηση αλλά και ανθρώπινο δυναμικό, όταν παρουσίασε το στόρι που έχει στο επίκεντρο τον τζιχαντισμό.
- Αρχικά ήταν να γυριστεί στο Τιμπουκτού (Μάλι), αλλά εντέλει προτιμήθηκε η Μαυριτανία μετά από μια τρομοκρατική ενέργεια με βομβιστή αυτοκτονίας κοντά στο αεροδρόμιο του Τιμπουκτού.
- Η ταινία κατάφερε να γίνει η πλέον πολυβραβευμένη από την Αφρική στα Cesar.
- Πρώτη επίσημη πρόταση της Μαυριτανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Παρόλα αυτά, έφτασε ως και την τελική πεντάδα.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 15/1/2015
Η τραυματισμένη χώρα του Μάλι και ειδικότερα η πόλη του Τιμπουκτού πλανοθετούνται αρκετά σχηματικά μεν, με λυρισμό δε, στην καινούρια ταινία του Αμπντεραμάν Σισακό, ο οποίος μας μεταφέρει στην χωρά που μεγάλωσε (γεννήθηκε στη Μαυριτανία). Η πλοκή θέλει τον Κιτανέ έναν νομάδα βοσκό, να ζει φιλήσυχα στην σκηνή του μαζί με την γυναίκα, την μικρή του κόρη Τόγια και τον περίπου συνομήλικό της Ισάν, που τον βοήθα με το μικρό του κοπάδι. Λίγο μακρύτερα, στην πρωτεύουσα Τιμπουκτού, οι ζηλωτές Ισλαμιστές έχουν επιβάλλει το δικό τους νόμο που απαγορεύει σχεδόν τα πάντα. Ντύνει τις γυναίκες ακόμη και με γάντια και κάλτσες και περιορίζει αθώες απολαύσεις όπως η μουσική και το ποδόσφαιρο. Οι γυναίκες, αιώνια θύματα των φονταμενταλιστικών καθεστώτων, αντιστέκονται με όλα τα μέσα, επιδεικνύοντας τόλμη, θράσος και αποφασιστικότητα. Ο τοπικός ιμάμης, αντιπροσωπεύοντας το επιεικές Ισλάμ, προσπαθεί με όποιο μέσο μπορεί να αποτρέψει τις κτηνώδεις ποινές που επιβάλλονται από τους Τζιχαντιστές, οι οποίοι βλέπουν τα πάντα ως αμαρτία που ξεπλένεται μονό με αίμα.
Η υπόθεση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, όταν σε μια αψιμαχία ο Κιτανέ σκοτώνει κατά λάθος έναν ψαρά, που με τη σειρά του είχε θανατώσει την αγαπημένη αγελάδα του με το ιδιόμορφο όνομα “GPS” (εμφανής αλληγορία για μια χώρα που έχει χάσει τον προσανατολισμό της). Ο σκηνοθέτης παραδίδει ένα οπτικά υπέροχο αποτέλεσμα, με ποιητικές πανοραμικές εικόνες της ερήμου και του ποταμού που τη διασχίζει και επενδύει το εγχείρημα με καταπληκτικές μελωδικές μουσικές, οι οποίες αποτελούν ίσως το δυνατότερο σημείο του.
Δημιουργώντας συσχετισμένους χαρακτήρες γύρω από τη βασική πλοκή (η οποία όμως αρχίζει ουσιαστικά να παίρνει μπρος μετά το δεύτερο μισό του φιλμ) στέκεται πάνω στις πλούσιες παραδόσεις της χώρας που ποδοπατούνται από το θρησκευτικό φανατισμό, ισορροπώντας παράλληλα ανάμεσα στην ελπίδα που υπομένει και την απόγνωση που γκρεμίζει. Η βασική αστοχία αυτού του δημιουργήματος πάντως, παραμένει ο κατάφωρος διδακτισμός και η προφανής μελοδραματική φόρμα του. Για ένα μεγάλο μέρος της ταινίας οι Τζιχαντιστές κατακτητές, μοιάζουν με αδύναμες καρικατούρες, ανίκανες να επιβάλλουν την υποτιθέμενη βούληση του Αλλάχ. Ωστόσο, παρόλη την ελαφρώς στιλιζαρισμένη εικονογράφηση, είναι εύκολο να βρει κάνεις εμπνευσμένες σκηνές, όπως για παράδειγμα η φροϊδική εικόνα των παλλόμενων από τον άνεμο, γεμάτων καμπύλες αμμόλοφων και ο στρατηγικά τοποθετημένος θάμνος ανάμεσά τους.
Βαθμολογία: