Οι Εραστές της Σάρκας
- Thérèse Raquin
- Τερέζα Ρακέν
- 1953
- Γαλλία
- Γαλλικά
- Αισθηματική, Δραματικό Θρίλερ, Νουάρ
Η Τερέζ είναι δυστυχισμένη στον γάμο της με τον ξάδελφο της, έναν έμπορο με άστατη υγεία. Μοιράζονται το σπίτι τους με την καταπιεστική του μητέρα, κάτι που κάνει ακόμα πιο αξιοθρήνητη τη ζωή της Τερέζ. Θα προσπαθήσει να το σκάσει με έναν φορτηγατζή που ερωτεύεται έντονα, αλλά ο σύζυγος θα αντισταθεί.
Σκηνοθεσία:
Marcel Carne
Κύριοι Ρόλοι:
Simone Signoret … Therese Raquin
Raf Vallone … Laurent LeClaire
Jacques Duby … Camille Raquin
Sylvie … μαντάμ Raquin
Roland Lesaffre … Henri ‘Riton’
Maria Pia Casilio … Georgette
Marcel Andre … Κος Michaud
Paul Frankeur … ελεγκτής τρένου
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Marcel Carne, Charles Spaak
Παραγωγή: Raymond Hakim, Robert Hakim
Μουσική: Maurice Thiriet
Φωτογραφία: Roger Hubert
Μοντάζ: Henri Rust
Σκηνικά: Paul Bertrand
Κοστούμια: Mayo
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Therese Raquin
- Ελληνικός Τίτλος: Οι Εραστές της Σάρκας
- Εναλλακτικός Διεθνής Τίτλος: The Adultress [ΗΠΑ]
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Τερέζα Ρακέν [επανέκδοσης]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Η Δις Υπαστυνόμος (1928)
- Τερέζα Ρακέν: Παράνομο Πάθος (2013)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Therese Raquin του Emile Zola.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Αργυρός Λέοντας.
Παραλειπόμενα
- Η λιγότερη πιστή από τις πέντε διασκευές του διάσημου έργου του Emile Zola στη μεγάλη οθόνη, αλλά θεωρείται η κυριότερη. Η κεντρική της διαφορά με την αρχική πηγή είναι πως τοποθετείται σε σύγχρονο ντεκόρ, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά ενός νουάρ, αλλά και η προσθήκη του ρόλου του εκβιαστή.
- Οι αδελφοί Hakim έκαναν την πρόταση στη Simone Signoret για τον κεντρικό ρόλο, κι εκείνη αρχικά αρνήθηκε. Όταν όμως πληροφορήθηκε ότι σκηνοθέτης ήταν ο Marcel Carne, τον πήρε η ίδια τηλέφωνο και του δήλωσε πως ήθελε να παίξει. Παρά τον φόβο της πως ο σκηνοθέτης θα είχε θυμώσει με την αρχική της άρνηση, εκείνος τη θεωρούσε εξαρχής ως την ιδανική Ρακέν.
- Πρώτη γαλλική παραγωγή για τον ιταλό Raf Vallone, που αρνήθηκε να ντουμπλαριστεί από κάποιον γάλλο ηθοποιό. Το μόνο που χρειάστηκε να γίνει για αυτό ήταν να προστεθεί μια ιταλική καταγωγή στον χαρακτήρα επί του σεναρίου ώστε να καλυφθεί η προφορά.
- Τα εσωτερικά γυρίσματα έγιναν στο Παρίσι και συγκεκριμένα στα Neuilly Studios, ενώ τα εξωτερικά στη Λυών.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 13/11/2023
Μερικές από τις πιο συγκλονιστικές ταινίες της «χρυσής εποχής» του γαλλικού κινηματογράφου είναι σκηνοθετημένες από τον τότε νεότατο Marcel Carné (γεννημένο το 1906): «Το Λιμάνι των Αποκλήρων» (1938), «Το Ξενοδοχείο του Βορρά» (1938), «Ξημερώνει» (1939). Αυτά τα μοιρολατρικά μελοδράματα, βουτηγμένα σε μια καταπιεστική αύρα καταστροφής, αντανακλούσαν απτά τη διάθεση στη Γαλλία μετά την αποτυχία της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, και την ορατή απειλή από τον φασισμό καθώς η Ευρώπη γλιστρούσε στον ολοκληρωτικό πόλεμο. Ήταν κατά τη διάρκεια του πολέμου που ο Marcel Carné έκανε το κορυφαίο αριστούργημα του, «Τα Παιδιά του Παραδείσου» (1945), ένα έργο απαράμιλλης γοητείας και ομορφιάς που δίκαια θεωρείται μία από τις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών.
Όμως, μετά το τέλος του πολέμου, για ανεξήγητους λόγους τα επιτεύγματα του Carné υποτιμήθηκαν, κυρίως από τους κριτικούς του επιδραστικού περιοδικού «Les Cahiers du cinema». Αυτή η αδυσώπητη επίθεση, σε συνδυασμό με μια σειρά εμπορικών αποτυχιών, σταδιακά περιόρισε τον Carné σε περιθωριακή φιγούρα στη γαλλική κινηματογραφική σκηνή ως αποτέλεσμα και της αλλαγής των προτιμήσεων και των στάσεων. Η ελευθερία και ο αυθορμητισμός του Νέου Κύματος στις αρχές της δεκαετίας του 1960, έκανε τις δικές του προσεκτικά σχεδιασμένες ταινίες να φαίνονται ψυχρές και παλιομοδίτικες.
Ωστόσο ακόμη και σε αυτή τη λιγότερο πετυχημένη περίοδο του, ο Carné εξακολουθούσε να έχει απήχηση στο κοινό και το μεταγενέστερο έργο του δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο ασήμαντο όσο η φανατική ομάδα των «Cahiers» παρουσίαζε, με την ειρωνική μάλιστα ετικέτα «παράδοση της ποιότητας». Η έωλη θέση του Truffaut ότι η δύναμη των καλύτερων ταινιών του Carné πηγάζει κυρίως από τa σενάρια του Jacques Prévert καταρρίπτεται εύκολα, όπως και ο αβάσιμος ισχυρισμός τού ότι ο Carné δεν ήταν ποτέ «auteur». Στο διχαστικά αφοριστικό «ΝΑΙ» στον Renoir-«ΟΧΙ» στον Carné που ουσιαστικά προέβαλαν τα -μετά Bazin- «Cahiers», η προφανής απάντηση είναι : «NAI» και στους δυο.
Είναι πάντως γεγονός ότι μετά το 1945 το έργο του Carné αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση. Είναι αλήθεια ότι ο σκηνοθέτης αντιμετώπισε πολλές αποτυχίες στο δεύτερο μισό της καριέρας του, όπου φιλόδοξα έργα όπως η «Juliette ou la Clé des songes» (1951) ή «La Merveilleuse Visite» μπορούν δικαιολογημένα να εμπνεύσουν απόρριψη και αμηχανία. Αλλά από την άλλη ταινίες όπως τα «Η Παρθένα του Λιμανιού» (1950), «Οι Εραστές της Σάρκας» (1953), «Κουρέλι της Ζωής» (1954) ή το «Οι Δολοφόνοι της Τάξεως» (1971) απέχουν πολύ από το να θεωρούνται επαίσχυντες.
Η «Thérèse Raquin» (σε απόδοση στα ελληνικά με το μάλλον ανούσιο «Οι Εραστές της Σάρκας») αποτελεί μια αρκετά ελεύθερη προσαρμογή του ομώνυμου νατουραλιστικού μυθιστορήματος του Zola που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1867. Ο Carné και ο σεναριογράφος Charles Spaak μεταφέρουν τη δράση από το Παρίσι του 1867 στη Λυών της δεκαετίας του 1950. Απεικονίζουν την Thérèse (Simone Signoret) ως νεαρή γυναίκα, αποξενωμένη από τον ζοφερό έγγαμο βίο της που περνά ανάμεσα σε έναν άρρωστο σύζυγο και μια καταπιεστική πεθερά. Η ζωή της Thérèse παίρνει δραματική τροπή όταν γνωρίζει τον Laurent (Raf Vallone), έναν αρρενωπό ιταλό φορτηγατζή, με τον οποίο ξεκινούν μια παθιασμένη σχέση. Οι εραστές σκοτώνουν τον σύζυγο σε μια βίαιη φιλονικία σε ένα τρένο. Όμως η μοίρα τούς προλαβαίνει με τη μορφή ενός νεαρού ναύτη που συμπτωματικά είδε τη σκηνή και τώρα αυτοσχεδιάζει ως εκβιαστής.
Σίγουρα η «Thérèse Raquin» δεν ανήκει στα μεγάλα αριστουργήματα του Carné, αλλά είναι ίσως η ταινία όπου η σκηνοθετική του μαεστρία φτάνει στην πιο απογυμνωμένη τελειότητα της. Ο Carné επιστρέφει στον «ρομαντικό εξπρεσιονισμό» ή αν προτιμάτε στον «ποιητικό ρεαλισμό» των πρώιμων έργων του, δημιουργώντας μια πνιγηρή ατμόσφαιρα για τους αρχετυπικούς χαρακτήρες του. Ο σύζυγος της Thérèse είναι άρρωστος και αδύναμος, ενώ το όνομα του, Cammile, υποδηλώνει την έλλειψη ανδρισμού. Είναι πιο κοντός από τη γυναίκα του, σωματικά «φτερό στον άνεμο» -ο Laurent τον μεταφέρει χωρίς καμία προσπάθεια σχολιάζοντας ότι δεν ζυγίζει τίποτα. Χωρίς κακόβουλη πρόθεση, η Thérèse αναφέρεται στον Laurent ως «πραγματικό άντρα», επιβεβαιώνοντας τη θηλυκοποίηση του Camille. Όταν συνειδητοποιεί ότι η Thérèse πρόκειται να τον εγκαταλείψει, την απειλεί πρώτα με αυτοκτονία και μετά την ικετεύει για λίγες μόνο μέρες, μαζί με το ύπουλο σχέδιο να την κλείσει σε σπίτι συγγενών μέχρι να «θεραπευτεί» από τις σεξουαλικές ενορμήσεις της.
Από την πλευρά της, η Thérèse πέρασε μια ζωή υποταγμένη, πρώτα στη θεία της και μετά στον σύζυγό της. Η σωματική και συναισθηματική της παθητικότητα είναι αποκαρδιωτική και εξοργιστική. Δεν περιμένει τίποτα για τον εαυτό της και δεσμεύεται από αυτό που περιγράφει ως «αλυσίδες» ενοχής και οίκτου στους ανθρώπους στους οποίους αισθάνεται υποχρέωση -για την εκπαίδευσή της, για τη στέγη πάνω από το κεφάλι της, για το φαγητό στο τραπέζι της. Ο ερχομός του Laurent αλλάζει εντελώς τη ζωή της, απλώς υπενθυμίζοντάς της ότι υπάρχει και ότι έχει το δικαίωμα να έχει προσωπικές επιθυμίες. Με την τραχιά του εμφάνιση και την αθλητική σωματική του διάπλαση, ο Laurent του Vallone μεταφέρει στην οθόνη ωμή σεξουαλική γοητεία σε συνδυασμό με έντονη μελαγχολική παρουσία και μια συμπαθητική καθημερινή περσόνα.
Η «Thérèse Raquin» είναι ένα μεταβατικό έργο που διατηρεί την καταπιεστική διάθεση και τα μοιρολατρικά θέματα των προηγούμενων ταινιών του Carné, με τον ρομαντισμό να υποτάσσεται στη ζωώδη λαγνεία, το κακό να γίνεται κοινότοπο και σχεδόν συγχωρήσιμο από τα ήθη της εποχής. Ακριβώς όπως είχε κάνει ο Jean Renoir με την εμπνευσμένη προσαρμογή του «Le Bête Humaine» (1938), ο Carné παίρνει την ουσία του κλασικού μυθιστορήματος του Zola και την εκφράζει εκ νέου με έναν τρόπο άμεσα αντιληπτό από το κοινό. Η ταινία είναι τόσο ένα σχόλιο για τα κοινωνικά δεινά και την ηθική παρακμή της εποχής της, όσο και μια άξια προσαρμογή του Zola, βουτηγμένη στο είδος της ηθικής ασάφειας που χαρακτηρίζει το φιλμ νουάρ. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ταινία είναι πολύ πιο αποτελεσματική στις πρώτες σκηνές που αναδεικνύουν τη δυστυχία της Therese και τη σεξουαλική της αφύπνιση από τον Laurent, από τις μεταγενέστερες θορυβώδεις ανατροπές, με την επίκληση ενός από «μηχανής θεού» εκβιαστή. Τότε οι εραστές γίνονται λιγότερο σύνθετοι ψυχολογικά, καθώς δένονται μεταξύ τους για να αντιμετωπίσουν μια κοινή νέμεση, ενώ η Therese παραχωρεί κάπως παθητικά ξανά τον έλεγχο της σε έναν άντρα.
Αν η ταινία έχει μια αδυναμία, αυτή βρίσκεται στο σενάριο του Charles Spaak, το οποίο βασίζεται κάπως υπερβολικά στη μηχανική επινόηση της πλοκής. Εκτός από την τοποθεσία και τη χρονική περίοδο, υπάρχουν και άλλες αλλαγές σε σχέση με το μυθιστόρημα, με σημαντικότερη τη δημιουργία ενός νέου χαρακτήρα -του εκβιαστή (τον οποίο ομολογουμένως ερμηνεύει υπέροχα ο Roland Lesaffre, στενός φίλος και προστατευόμενος του σκηνοθέτη). Στο μυθιστόρημα, οι εραστές παντρεύονται και ζουν με τη θεία που έχει πληγεί από εγκεφαλικό, αλλά η ενοχή και ο φόβος τούς κάνει να στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου με τραγική κατάληξη. Στην ταινία το τέλος είναι εντελώς διαφορετικό.
Όλες αυτές οι αλλαγές μετατοπίζουν την εστίαση από την πολύ πιο απαισιόδοξη και ζοφερή απεικόνιση της ανθρώπινης φύσης του Zola στην περιοχή του κλασικού νουάρ. Έτσι η ταινία θυμίζει έντονα τον James M. Cain του «The Postman Always Rings Twice» και ειδικότερα την εκδοχή του Visconti, «Διαβολικοί Εραστές» (1943).
Έτσι απομένει για πάντα αναπάντητο το ερώτημα, αν η ταινία θα ήταν ακόμη καλύτερη στη περίπτωση που ο Carné έμενε πιστός στο μυθιστόρημα. Όμως, ποιος μπορεί να το ξέρει;
Βαθμολογία: