Το παιδί θαύμα από την Ελλάδα κατά την Παγκόσμια Ομοσπονδία Πυγμαχίας μάς μυεί στο μοναδικό στυλ πυγμαχίας, το οποίο πατέρας και υιός έχουν δημιουργήσει. Η ιστορία του πυγμάχου Αλέξανδρου Τσανικίδη, στην πορεία ανάκαμψης έπειτα από ένα σοβαρό τραυματισμό, με στόχο τους Ολυμπιακούς του Ρίο. Ο πρόεδρος της παγκόσμιας Ομοσπονδίας Πυγμαχίας ΑΙΒΑ σε μια άπω τις λίγες συνεντεύξεις του, σχετικά με τη μνημειώδη απόφαση να ιδρύσει η ΑΙΒΑ το δικό της επαγγελματικό πρωτάθλημα, αλλάζοντας το πυγμαχικό τοπίο για πάντα.

Σκηνοθεσία:

Γιώργος Παντελεάκης

Κύριοι Ρόλοι:

Αλέξανδρος Τσανικίδης … ο ίδιος

Κεντρικό Επιτελείο:

Παραγωγή: Γιώργος Παντελεάκης

Μουσική: Δημήτρης Κλωνής, Χάρης Χαραλάμπους

Φωτογραφία: Γιώργος Παντελεάκης

Μοντάζ: Γιώργος Παντελεάκης

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: The Wonder Kid

Διεθνής Τίτλος: The Wonder Kid

Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Το Παιδί Θαύμα

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 12/12/2017

Η πυγμαχία αποτελεί, αν όχι το πλέον αγαπημένο, σίγουρα ένα από τα δημοφιλέστερα αθλήματα με τα οποία επιλέγουν να ασχοληθούν διαχρονικά οι κινηματογραφικοί δημιουργοί. Ο γεμάτος ένταση γεωγραφικός περιορισμός του ρινγκ, η σχηματοποίηση της πάλης καλού και κακού που ενσαρκώνεται μέσα από την αναμέτρηση ήρωα κι εχθρού (αν και υπάρχουν οι φορές που έχει γίνει η υπέρβαση και η σύγκρουση αυτή συμβολίζει κάτι βαθύτερο, με πιο προφανές παράδειγμα όλες σχεδόν τις αναμετρήσεις του πραγματικού αντιήρωα Jake LaMotta στο μνημειώδες σκορσεζικό αριστούργημα “Raging Bull”), η πατρική φιγούρα του προπονητή που συμβουλεύει κι ενθαρρύνει κατά τη διάρκεια του αγώνα, όλα αυτά τα συστατικά κουβαλούν τόσο πολλά πλούτη συγκινήσεων που το περίεργο θα ήταν να μην αξιοποιούνταν στο βαθμό που γίνεται όλες αυτές τις δεκαετίες στο πανί.

Το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Παντελεάκη που έχει καταπιαστεί ξανά με το θέμα τέσσερα χρόνια πριν στο “Boxer” είναι ένα ερωτικό γράμμα στο άθλημα κι ένας φόρος τιμής στο πνεύμα του αγνού αθλητή το οποίο εδώ ενσαρκώνεται από τον ταλαντούχο Αλέξανδρο Τσανικίδη. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος συναρπάζεται από την ενέργεια και την τεχνική του νεαρού πυγμάχου αλλά και γενικότερα από τη φύση του αθλήματος (διόλου λίγες δεν είναι οι φορές που γίνεται λόγος για το πως πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα «καθαρά» σπορ που έχουν απομείνει, αλλά και για το ρόλο που παίζει το μυαλό και η στρατηγική σε αυτό). Ταιριαστή με τη θεματολογία και η κινηματογράφηση, άμεση, δυναμική, με κοφτό μοντάζ, και τις εικόνες πάντα να βρίσκονται σε αρμονία με τα ντραμς και το μπάσο του σάουντρακ, πολλάκις μάλιστα στιγμιότυπα προπονήσεων ή ματς εναλλάσσονται με το jamming των μουσικών, σαν να παραλληλίζονται αυτοί οι δύο διαφορετικοί τρόποι έκφρασης και σωματικού (αλλά και πνευματικού) μόχθου. Εικόνα και ήχος αλληλοσυμπληρώνονται με έναν τρόπο που θυμίζει βίντεο κλιπ.

Με αυτά τα δεδομένα, το “The Wonder Kid” δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ με την κλασική έννοια του όρου όπου οι πληροφορίες συσσωρεύονται και πρωταρχικός στόχος είναι η ενημέρωση του θεατή, αλλά περισσότερο μια εμπειρία για τις αισθήσεις. Αν και το αποτέλεσμα δεν είναι τόσο φορμαλιστικά συναρπαστικό όσο θα επιθυμούσε ο δημιουργός του, η μοντέρνα εικονογραφία και ο γοργός ρυθμός λειτουργούν σε επαρκή βαθμό για να «ρουφήξουν» την προσοχή αυτού που παρακολουθεί για το μεγαλύτερο τουλάχιστον κομμάτι της διάρκειας του φιλμ. Αν επιτυγχάνεται κάτι εδώ αυτό είναι να χαράξει η ταινία έναν ξεχωριστό δρόμο από την τηλεοπτική πεπατημένη που ακολουθούν τα περισσότερα εγχώρια ντοκιμαντέρ ανεξαρτήτως της ποιότητάς τους η οποία κυμαίνεται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σε καλά επίπεδα και να δημιουργηθεί κάτι που πάλλεται κι έχει την αίσθηση του κινηματογραφικού.

Παρόλο που το αποτέλεσμα τέρπει το μάτι, δεν αποτελεί δυστυχώς και μια μεγάλη δημιουργία. Ο σημαντικότερος λόγος για αυτό είναι η ματιά του Παντελεάκη επάνω στο θέμα του. Η μεγάλη αγάπη που τρέφει για αυτό και ο θαυμασμός με τον οποίο κοιτάει τις διάφορες φιγούρες που παρελαύνουν και κυρίως τον Τσανικίδη θολώνει το οπτικό του πεδίο. Δεν υπάρχουν εδώ ψιλά γράμματα ή κρυφές ατζέντες έτσι όπως παρουσιάζονται τα δεδομένα, κάτι που δείχνει ότι η ματιά που υπάρχει εδώ έχει μια ιδεαλιστική αφέλεια κι εξιδανικεύει τον ανταγωνιστικό αθλητισμό που και σαν σύλληψη μονάχα έχει αγκάθια στον τρόπο λειτουργίας του. Είναι κατανοητοί οι δημιουργικοί περιορισμοί που επιβάλλονται για να αποτελέσει το ντοκιμαντέρ αυτό απλά μια άδολη έκφραση θαυμασμού ως προς το σπορ αυτό, όμως η προσέγγιση ηθελημένα αποφεύγει τη φιλοσοφία του ρητού «δεν γίνεται ομελέτα αν δε σπάσεις αυγά». Έτσι όσο αξιοπρεπής κι αν είναι η δουλειά που έχει γίνει κι έχει ένα προσωπικό ύφος στην ουσία η σκοπιά που υπάρχει εδώ είναι άκρως επιδερμική.

Αυτό δεν συνεπάγεται αναγκαστικά κακό κινηματογράφο, οδηγεί όμως σε φιλότιμα μεν, περιορισμένου καλλιτεχνικού εύρους δε αποτελέσματα. Ειδικά όμως ο τρόπος παρουσίασης είναι σίγουρα προσεγμένος και μένει να δείξει αν στο τρίτο φιλμ κατά σειρά της τριλογίας με αντικείμενο το μποξ που σχεδιάζεται από το δημιουργό αυτό θα συνοδευτεί από μια πιο βαθιά θεματολογική θεώρηση.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

5 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *