
Η Θεωρία του Σύμπαντος
- Die Theorie von Allem
- The Universal Theory
- 2023
- Γερμανία
- Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραματικό Θρίλερ, Εποχής, Θρίλερ, Μυστηρίου, Νουάρ, Σινεφίλ
- 26 Δεκεμβρίου 2024
1962. Σε ένα επιστημονικό συνέδριο φυσικής στις Άλπεις, ένας νεαρός φοιτητής προσπαθεί να ολοκληρώσει τη διπλωματική του γύρω από μια προκλητική θεωρία για την ύπαρξη παράλληλων πραγματικοτήτων, ενώ σύντομα παράξενα φαινόμενα γύρω του μοιάζουν να την επιβεβαιώνουν: δυσοίωνες φιγούρες, αλλόκοτοι σχηματισμοί νεφών στον ουρανό, ανεξήγητοι θάνατοι και σωσίες… και μια μυστηριώδης πιανίστρια την οποία ερωτεύεται σφόδρα.
Σκηνοθεσία:
Timm Kroger
Κύριοι Ρόλοι:
Jan Bulow … Johannes Leinert
Olivia Ross … Karin Honig
Hanns Zischler … Δρ Julius Strathen
Gottfried Breitfuss … καθηγητής Blumberg
David Bennent … επίτροπος Arnold
Philippe Graber … επίτροπος Amrein
Imogen Kogge … Anna Leinert
Dominik Graf … αφηγητής (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Roderick Warich, Timm Kroger
Παραγωγή: David Bohun, Sarah Born, Tina Borner, Heino Deckert, Lixi Frank, Rajko Jazbec, Timm Kroger, Dario Schoch, Viktoria Stolpe
Μουσική: Diego Ramos Rodriguez, David Schweighart
Φωτογραφία: Roland Stuprich
Μοντάζ: Jann Anderegg
Σκηνικά: Cosima Vellenzer
Κοστούμια: Pola Kardum
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Die Theorie von Allem
- Ελληνικός Τίτλος: Η Θεωρία του Σύμπαντος
- Διεθνής Τίτλος: The Universal Theory
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Theory of Everything
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
- Ειδική μνεία στο φεστιβάλ Αθηνών.
Παραλειπόμενα
- Πολυποίκιλη η συμμετοχή του Timm Kroger στην 7η τέχνη, κυρίως ως διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ, αλλά σκηνοθετικά είχε να υπογράψει μια ταινία από το 2014.
- Η ταινία γυρίστηκε σε παραδοσιακό CinemaScope.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 7/10/2023
Είναι όμορφη στην όψη η «Θεωρία του Σύμπαντος», και ας μην είναι τόσο πιστός φόρος τιμής στο νουάρ και στον Hitchcock όσο διατείνεται (η κάμερα κινείται με έναν υπερβολικά σύγχρονο τρόπο). Εύχεται όμως κανείς μετά το πέρας της θέασης πίσω από τις ομολογουμένως εντυπωσιακές εικόνες να κρυβόταν και περισσότερη ουσία…
Είναι αλήθεια πως μέρος του προβλήματος βρίσκεται και στην ασάφεια των προθέσεων του σεναρίου. Ποιος είναι ο κύριος στόχος; Μια καταραμένη ιστορία αγάπης με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας; Ένα σκοτεινό αίνιγμα με ολίγη από πολιτικό σχόλιο (προσοχή στον διάλογο μεταξύ πανεπιστημιακών στη δεξίωση); Οι δύο αυτές ιδιότητες δεν μοιάζουν να αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά συχνά συγκρούονται η μία εις βάρος της άλλης, και το αποτέλεσμα που προκύπτει δεν είναι στον δέοντα βαθμό ιντριγκαδόρικο, είτε από τη ρομαντική είτε από τη μυστηριώδη πλευρά. Η μεν πρώτη κουβαλάει μια κλινική ψυχρότητα που αποτρέπει και το να παρασυρθεί κανείς από τον υποτιθέμενο ανεμοστρόβιλο πάθους του πρωταγωνιστή. Η δε δεύτερη φαντάζει να έχει αναπτυχθεί ελλιπώς, κάτι ελαφρώς περίεργο με μια χρονική διάρκεια που αγγίζει τις δύο ώρες παρά κάτι, και μάλιστα λόγω του ότι έχει επιλεχθεί το μονοπάτι της σχετικά αποστασιοποιημένης άσκησης ύφους δεν παράγεται ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα σασπένς. Από την άλλη μεριά, για να αναγνωρίζονται όλα, το ότι δεν εξηγούνται πλήρως όλες οι πτυχές γύρω από την κεντρική συνθήκη της ιστορίας προσθέτει έναν αέρα γοητείας στο σύνολο. Υπό αυτό το πρίσμα, ο θεατής θα απολαύσει περισσότερο αυτό που ξεδιπλώνεται επί της οθόνης αν απλά αφεθεί στην ατμόσφαιρα και δεν αναγκάσει τον εαυτό του να ενδιαφερθεί για τους αδρά σκιαγραφημένους χαρακτήρες. Έτσι γίνεται πιο ανεκτή και μια σεναριακή δομή που όσο προχωράει στο φινάλε τόσο πιο πολύ θυμίζει ανέκδοτο που επίτηδες τελειώνει αντικλιμακτικά.
Ίσως το τελικό αποτέλεσμα να ήταν καλύτερο αν αποφάσιζε να παίξει πιο πρωτότυπα και ορεξάτα με τις σινεφίλ αναφορές του, να ήταν ένα πλήρως απενοχοποιημένο ποτ-πουρί ειδών κι επιρροών, που αυτό θα είχε ως συνέπεια και μια μικρότερη ποσότητα σοβαροφάνειας, η οποία ειδικά στον (εξαιρετικά μακροσκελή) επίλογο καταλήγει να κουράζει σε συνδυασμό με έναν γυμνασιακού επιπέδου πεσιμισμό.
Από τα καλά στοιχεία το κάστινγκ, το οποίο σε επίπεδο αξιομνημόνευτων προσώπων προς ενσάρκωση ρόλων έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Δύο εκ των δευτεραγωνιστών μάλιστα δίνουν ιδιαίτερα πολύχρωμες ερμηνείες που εμπλουτίζουν το φιλμ, και πιο συγκεκριμένα οι David Bennent (με απολαυστικά τονισμένους μανιερισμούς προς εμπέδωση του σκληροτράχηλου του χαρακτήρα του) και Gottfried Breitfuss (σε μια δύσκολη αλλά απολύτως επιτυχημένη εξισορρόπηση πολλών και αντιφατικών μεταξύ τους συναισθημάτων και συμπεριφορών).
Διακρίνει κανείς εδώ έναν κινηματογραφιστή με αυτοπεποίθηση λόγω προϋπηρεσίας, που τεχνικά έχει αρκετούς άσους στο μανίκι του, αλλά που αδυνατεί ταυτόχρονα να χτίσει μια ολοκληρωμένη πλοκή και να βάλει μπροστά την ωριμότητα από τον ενθουσιασμό. Σαν μια φορμαλιστική δοκιμή έχει δημιουργηθεί αρκετά προσεκτικά, έτσι ώστε να μην αποκλείει και τον αμύητο, αλλά μόλις σκαλιστεί η επιφάνεια εύλογα κάποιος θα θέσει το ερώτημα του γιατί να νοιαστεί για την τύχη ενός κεντρικού ήρωα σαν τον συγκεκριμένο. Γενικά πάντως εδώ υπάρχουν οι βάσεις που μπορεί να βάλουν τον σινεφίλ στη διαδικασία να ακολουθήσει και τα επόμενα βήματα του Kroger, με την αρκετά πιθανή ελπίδα να βελτιωθεί.
Βαθμολογία: