
The Substance: Το Ελιξήριο της Νιότης
- The Substance
- 2024
- ΗΠΑ, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Θρίλερ, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα, Τρόμου
- 31 Οκτωβρίου 2024
Έχεις ποτέ φανταστεί μία καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου; Θα είσαι εσύ. Απλώς θα είσαι καλύτερη από κάθε άποψη. Σοβαρά. Πρέπει να δοκιμάσεις αυτό το νέο προϊόν. Ονομάζεται η Ουσία (Substance). Άλλαξε τη ζωή μου. Δημιουργεί έναν άλλο εαυτό. Έναν καινούριο, πιο νέο, πιο όμορφο, πιο τέλειο εαυτό. Ισχύει μόνο ένας κανόνας: Πρέπει να μοιράζεστε τον χρόνο. Μία εβδομάδα για εσένα, μία εβδομάδα για τον νέο σου εαυτό. Επτά μέρες ο καθένας. Μία τέλεια ισορροπία. Εύκολο. Σωστά; Αν σέβεσαι την ισορροπία… τι μπορεί να πάει στραβά;
Σκηνοθεσία:
Coralie Fargeat
Κύριοι Ρόλοι:
Demi Moore … Elisabeth Sparkle
Margaret Qualley … Sue
Dennis Quaid … Harvey
Gore Abrams … Oliver
Hugo Diego Garcia … Diego
Joseph Balderrama … Craig Silver
Oscar Lesage … Troy
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Coralie Fargeat
Παραγωγή: Tim Bevan, Coralie Fargeat, Eric Fellner
Μουσική: Raffertie
Φωτογραφία: Benjamin Kracun
Μοντάζ: Jerome Eltabet, Coralie Fargeat, Valentin Feron
Σκηνικά: Stanislas Reydellet
Κοστούμια: Emmanuelle Youchnovski
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Substance
- Ελληνικός Τίτλος: The Substance: Το Ελιξήριο της Νιότης
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Demi Moore), αυθεντικού σεναρίου και μακιγιάζ/κομμώσεων.
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Demi Moore) σε κωμωδία/μιούζικαλ. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (κωμωδία/μιούζικαλ), σκηνοθεσία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Margaret Qualley) και σενάριο.
- Υποψήφιο για Bafta σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Demi Moore), σεναρίου, ήχου και μακιγιάζ/κομμώσεων.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο σεναρίου.
- Βραβείο κοινού για το τμήμα Midnight Madness του φεστιβάλ του Τορόντο.
- Βραβείο φωτογραφίας και οπτικών εφέ στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και σενάριο.
Παραλειπόμενα
- Η γαλλίδα Coralie Fargeat επιστρέφει μετά το 2017 και το ντεμπούτο της, Revenge.
- Η Universal Pictures είχε αρχικά τον ρόλο του διανομέα, αλλά κατά την πορεία αποχώρησε. Σύμφωνα με άρθρο, ανησυχούσε για τη θεματολογία του. Το Mubi πήρε τη θέση της λίγο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στις Κάνες.
- Ο Ray Liotta είχε αναλάβει τον ρόλο του Χένρι, πριν όμως φύγει από τη ζωή τον Μάιο του 2022.
- Η Margaret Qualley αποκάλυψε ότι δεν είναι τα δικά της στήθη που βλέπουμε στην ταινία, αλλά προσθετικό μακιγιάζ.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 10/10/2024
Η Ελίζαμπεθ, πάλαι ποτέ ντίβα του κινηματογράφου που διατηρεί ένα γυμναστικό ένθετο σε πρωινή εκπομπή, μαθαίνει ότι πρόκειται να αντικατασταθεί από μία νεώτερη παρουσιάστρια. Σε μια στιγμή απόλυτης ευαλωτότητας, πληροφορείται τυχαία την ύπαρξη ενός σκιώδους ελιξιρίου νεότητας που χορηγείται σε ενέσιμη μορφή και διακινείται σε σκοτεινά καταγώγια. Με τη λήψη της ουσίας, μέσα από το σώμα της Ελίζαμπεθ θα «γεννηθεί» μια εκδοχή του εαυτού της που θα διαθέτει αυτό που η μεσήλικη ηθοποιός/περφόρμερ ποθεί ολόψυχα: νιάτα.
Τα δύο σώματα θα μοιράζονται την ίδια συνείδηση και θα βρίσκονται εκ περιτροπής σε λειτουργία. Τη μία βδομάδα η νεαρή εκδοχή θα σταδιοδρομεί στις λεωφόρους της δόξας που αρμόζουν στην ηλικία και την εύρωστη εικόνα της, αφήνοντας σε κωματώδη κατάσταση την άλλη. Την επόμενη, η Ελίζαμπεθ, στην οποία βιολογική και σωματική ηλικία συνάδουν θα προσπαθεί να σηκώσει το αφόρητο βάρος της επαναφοράς στην προγενέστερη κατάσταση, ενώ το νεανικό κορμί θα ξαποσταίνει ανενεργό μέχρι να έρθει και πάλι η ώρα του. Το επιτελείο που προμήθευσε την ουσία προειδοποιεί την Ελίζαμπεθ, εν είδει τρομακτικής προοικονομίας, ότι η σειρά θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα, ειδάλλως θα υπάρξουν ανεξέλεγκτες επιπτώσεις και εκείνη, φυσικά, δεν θα ακολουθήσει τις οδηγίες.
Το Substance είναι ένα φιλμ υπερβολικό σε όλα του, ανά στιγμές αποκρουστικό μέχρις εξαντλήσεως, άκομψα ειρωνικό και φωνακλάδικο, το οποίο σκαλίζει το ίδιο θέμα με ολοένα και αυξανόμενη μανία. Στην εσωτερική του λογική, όμως, υπακούει άψογα, καθότι εξαρχής προμηνύει μια gore εξτραβαγκάνζα και την υπηρετεί με κάθε του πλάνο. Από τη σωρεία των κινηματογραφικών αναφορών του, που εκτείνονται από το ιταλικό giallo και την Κάρι του Ντε Πάλμα μέχρι τον Ντέιβιντ Λιντς και τη Λάμψη του Κιούμπρικ, αναδύεται κάτι που μοιάζει με το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι δια χειρός πρώιμου Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ένα body horror που εναλλάσσει τη φανταχτερή ποπ αισθητική των εκτυφλωτικών φώτων και των τηλεοπτικών πλατό με την πλέον εφιαλτική εικονοποιία.
Σε πρώτο πλάνο τίθενται τα μισογυνικά πρότυπα ομορφιάς που απειλούν με μαρασμό ψυχικά και σωματικά ακμαίες γυναίκες που έχουν περάσει ένα συγκεκριμένο ηλικιακό κατώφλι, όπως εσωτερικεύονται από την Ελίζαμπεθ. Το νέο κορμί που τίκτει εκείνη μοιάζει βγαλμένο από τις επιταγές μιας αμάραντης νεότητας, του μοναδικού αποδεκτού τρόπου εμφάνισης του γυναικείου σώματος. Είναι δημιουργημένο, στη θεωρία, με τις περγαμηνές μιας βέλτιστης εκδοχής της ίδιας, αλλά ουσιαστικά συνιστά μια ενσαρκωμένη εικόνα ενός στερεοτύπου που παρουσιάζει μια κάποια φυσιογνωμική ομοιότητα με εκείνη. Τα πρότυπα, άλλωστε, λειτουργούν ως ιδεώδεις ψυχαναγκασμοί και ως τέτοιοι εκφράζονται στο Substance.
Το εύρημα του σωματικού διχασμού που οδηγεί νομοτελειακά σε καταστροφική ψυχική ανισορροπία επιτρέπει στη Φαρζά να εμπλουτίσει το κείμενό της με ευφάνταστες ιδέες. Τα δύο σώματα σύντομα αρχίζουν να αλληλοπληγώνονται, διεκδικούν την ίδια συνείδηση τόσο μανιωδώς ώστε εντέλει την εξουδετερώνουν, εξαναγκάζοντάς τη σε μια απάνθρωπη διάσπαση. Η νιότη της Σου, όπως ονομάζεται η νεανική βερσιόν, είναι η επίγεια κόλαση της Ελίζαμπεθ, μια συνεχής υπενθύμιση των δικών της ορίων, ενώ το σώμα και η ηλικία τής δεύτερης θέτει φραγμούς στις φιλοδοξίες της πρώτης. Μοιραία, η αντιπαλότητά τους, όπως μπολιάζεται από τον τρόμο της ανασφάλειας μπροστά στο στρεβλό είδωλο, θα εξαλείψει αμφιπλεύρως κάθε λογική και θα οδηγήσει την Ελίζαμπεθ/Σου στη δίνη της αυτοκαταστροφής, η οποία θα έρθει σαρωτική, σαν αποτέλεσμα μιας μάχης απέναντι στον χρόνο που δεν έπρεπε ποτέ να δοθεί.
Υπό την αδηφάγο παρατήρηση του ανδρικού βλέμματος που οριοθετεί τα δύο γυναικεία σώματα, το ένα ως εν δυνάμει σκεύος ηδονής και το άλλο ως τοξικό απόβλητο, η Φαρζά θέτει συχνά την πρωταγωνίστριά της, σε αμφότερες τις εκδοχές, εντός φαιδρών συνθηκών. Οι ακραίες εκδηλώσεις μίσους της Ελίζαμπεθ προς τη μεσουρανούσα Σου και η αδυναμία της τελευταίας να δεχτεί τις συνέπειες που επιφέρει η φαουστιανή συμφωνία με τον διάβολο πασπαλίζουν τον εκτροχιασμό της γυναίκας/των γυναικών με τη σκόνη της γελιοποίησης. Μόνο που, εν προκειμένω, ο τρόμος έχει εγκαθιδρυθεί τόσο εμφατικά στην αφήγηση, που κάθε γελοία συμπεριφορά τοποθετείται εντός ενός τερατώδους πλαισίου που δημιουργήθηκε από τις εξουθενωτικές κοινωνικές απαιτήσεις απέναντι στο γυναικείο σώμα. Έτσι, χωρίς να αποστρέψει το βλέμμα της από τις πλέον σαχλές επιλογές και αποκρίσεις των γυναικών, η Φαρζά τους προσδίδει μια οδυνηρή απόχρωση, αντί να τις καταδικάσει μονοδιάστατα.
Όπως και στο πρωτόλειό της, το δυναμικό Revenge, έτσι και εδώ, η γαλλίδα δημιουργός ωθεί στα άκρα τη σχέση της απεικόνισης της αντικειμενοποίησης με την καταδίκη αυτής ως κινηματογραφικής νόρμας. Πληθώρα πλάνων ακολουθούν ηδονοβλεπτικά το σώμα της Μάργκαρετ Κουάλι, επαναληπτικά και επίμονα, υπερτονίζοντας την κινηματογραφική εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος ως έναν μηχανισμό διαιώνισης των σεξιστικών βάσεων που συγκροτούν την τοξική ανασφάλεια της Ελίζαμπεθ. Άλλωστε, στο πλαίσιο του σκληρού κόσμου του θεάματος στο οποίο τοποθετείται η πλοκή, ένα καλλίγραμμο γυναικείο κορμί είναι κυρίως ένα ευπώλητο προϊόν. Καθοριστικός παράγοντας για την τύχη της Σου, όπως και της Ελίζαμπεθ, είναι ο φορέας του ανδρικού βλέμματος εντός της ταινίας, ο γλοιώδης παραγωγός που υποδύεται ο Ντένις Κουέιντ, με τον οποίο η Φαρζά υπονοεί ότι ο μέσος άνδρας θεατής έχει περισσότερα κοινά από όσα θα ήθελε να παραδεχτεί.
Κινητήρια δύναμη της ταινίας, βέβαια, είναι η αφοσιωμένη ερμηνεία της Ντέμι Μουρ, βουτηγμένη σε ένα πέλαγος μίσους προς τον εαυτό της που απαλύνεται μόνο στη σκέψη της επαναφοράς μιας περασμένης εποχής. Σαν μια διεστραμμένη εκδοχή της Μάργκο του Όλα για την Εύα, η Μουρ είναι ικανή να γεμίσει όλες τις αιματηρές εκρήξεις, αλλά και τη μία σεκάνς στην οποία τα λόγια περιττεύουν. Εκείνη δηλαδή τη στιγμή που η Ελίζαμπεθ, προτού παραδοθεί στην οριστική διχοτόμηση του νου της, ματαιώνει ένα βραδινό ραντεβού όταν αντικρίζει μπροστά της την υπερμεγέθη φωτογραφία που δοξάζει τη ζωντάνια της Σου στην κορυφή ενός κτιρίου.
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα
Κριτικός: Γιώργος Σπανός
Έκδοση Κειμένου: 13/11/2024
Καταρχάς, ας δώσουμε τα εύσημα που αναλογούν στην αναμφίβολα ιδιαίτερα ταλαντούχα τεχνίτρια Coralie Fargeat. Έφτιαξε (ακόμα) μια στιλιζαρισμένη στην εντέλεια ταινία, που είτε την αγαπήσεις είτε την αντιπαθήσεις, δεν μπορείς να αρνηθείς την δύναμή της να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον και να παρασύρει τον θεατή στον ξέφρενα «διασκεδαστικό» ρυθμό της, με σπιντάτο σενάριο και δεξιοτεχνική σκηνοθεσία. Και βέβαια με τις τολμηρές πρωταγωνίστριες Demmy Moore και Margaret Qualley. Εκεί όμως που πάσχει καταφανέστατα η Γαλλίδα είναι οτιδήποτε έχει να κάνει με την… ουσία. Πράγμα ήδη κραυγαλέο από την πρώτη της κιόλας ταινία, το «ταραντινίζον» “Revenge” (2017), μια νεοφεμινιστική φαντασίωση γυναικείας «ενδυνάμωσης» (α λα Ράμπο) και εκδίκησης, ένα διαρκές, «ψυχαγωγικότατο» αιματοκύλισμα. Το «Ελιξίριο της Νιότης» δυστυχώς δεν αποτελεί ωρίμανση για τη Fargeat, κι ας έφτασε να βραβευτεί στο διαγωνιστικό πρόγραμμα των φετινών Καννών.
Έτσι λοιπόν και η νέα ταινία της, με ελάχιστη σεναριακή λογική και με τη λεπτότητα ελέφαντα τσαλαβουτάει σε λουτρά αίματος, ισχυριζόμενη φεμινιστικές προθέσεις, που μένουν σε επιφανειακό επίπεδο. Η πλοκή, σε μια παραλλαγή του Dorian Gray, ακολουθεί την τηλεπερσόνα Elizabeth (Demy Moore), η οποία έχοντας περάσει την «ημερομηνία λήξης» της στην κυνική βιομηχανία του θεάματος που θέλει τις γυναίκες νεαρές και γεμάτες sex-appeal, καταφεύγει σε ένα μυστηριώδες σκεύασμα που της υπόσχεται έναν νεότερο, «βέλτιστο» εαυτό. Και εγένετο Sue (Margaret Qualley). Φυσικά και τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν καλά για τις Elizabeth/Sue, αλλά εδώ, στον πυρήνα της ιδέας του σεναρίου, βρίσκεται και το πρώτο μεγάλο ελάττωμα της ταινίας (ας πούμε spoiler-alert): τι κερδίζει η Elizabeth από το ελιξίριο και επιμένει να συνεχίζει τη χρήση του, αφού η νεαρή Sue είναι ένα εντελώς άλλο άτομο, με δική του ξεχωριστή συνείδηση και δημόσιο προφίλ; Αυτή η ελαττωματική πλοκή αθροίζεται σε όλη τη διάρκεια, και ολοκληρώνεται σε ένα εξωφρενικό τελευταίο μισάωρο όπου το γκροτέσκο καταπίνει κάθε σοβαρή πρόθεση για ανάδειξη της τραγικότητας της πρωταγωνίστριας. Μιας πρωταγωνίστριας έτσι κι αλλιώς τόσο μονοδιάστατης που μόνο ως σχηματικό εργαλείο της αλληγορικής πλοκής μπορεί να εκληφθεί.
Από την άλλη, σε ιδεολογικό επίπεδο, ακόμα κι αν κανείς προσπεράσει την ισοπεδωτική μισανδρία της Fargeat (όλοι ανεξαιρέτως οι άντρες της ταινίας παρουσιάζονται από «λιγούρια» έως αποκρουστικές καρικατούρες τύπου Harvey Weinstein -στο “Revenge” ήταν ακόμα χειρότεροι), δεν μπορεί να μη σταθεί στην αισθητικοποίηση της αποτρόπαιης βίας που παρακολουθούμε στην ταινία. Βίας στιλιζαρισμένης προς τέρψη και «διασκέδαση» του φιλοθεάμονος κοινού, κενής βίας για το σοκ. Μια συγκεκριμένη σεκάνς χορογραφημένου, ακραία βάναυσου ξυλοδαρμού ηλικιωμένης που εκτυλίσσεται στην ταινία, στον γράφοντα προκάλεσε ντροπή. Συνειρμικά το μυαλό πήγε στα “Funny Games” του Haneke και στο ερώτημα περί συνενοχής του θεατή… Αλλά και ως προς την προσέγγιση των θεμάτων που πραγματεύεται, πέρα από την -προφανή- καταγγελία για τα καταπιεστικά γυναικεία πρότυπα ομορφιάς, σε βασικά ζητήματα το «Ελιξίριο της Νιότης» φαίνεται να βρίσκεται σε σύγχυση: για παράδειγμα, τι σχόλιο για την αποδοχή της ηλικίας μπορεί να είναι μια ταινία που αντιμετωπίζει το γερασμένο σώμα ως τέρας; Τι σχόλιο για την υπερσεξουαλικοποίηση της εικόνας του γυναικείου σώματος μπορεί να είναι μια ταινία που η ίδια υπερσεξουαλικοποιεί το λάγνο ημίγυμνο κορμί της Margaret Qualley; Και άραγε τι θα λέγαμε αν ο σκηνοθέτης της ήταν άνδρας; Διασκεδαστικό ή όχι, το “The Substance” δεν είναι παρά μια ταινία exploitation, κυνική απέναντι στους χαρακτήρες της, και ακόμα πιο κυνική προς τους ίδιους τους θεατές της.
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα