Το Μερίδιο των Αγγέλων
- The Angels' Share
- 2012
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραμεντί, Σάτιρα
- 20 Δεκεμβρίου 2012
Όταν ο Ρόμπι, ένας νεαρός από τη Γλασκόβη, αγκαλιάζει για πρώτη φορά τον νεογέννητο γιο του, ορκίζεται να του εξασφαλίσει μια καλύτερη μοίρα από τη δική του. Τα πράγματα όμως είναι δύσκολα, καθώς ο νεοφώτιστος πατέρας εκτός από καταδικασμένος σε 300 ώρες κοινωνικής εργασίας για διάφορες αξιόποινες πράξεις, είναι εγκλωβισμένος στον κλοιό της ανεργίας και του περιθωρίου. Για καλή του τύχη όμως ανακαλύπτει ότι διαθέτει μια χαρισματική όσφρηση, που του επιτρέπει να διακρίνει την υφή και τα αρώματα του ουίσκι, κι έτσι του δίνεται η ευκαιρία που ζητούσε για να αλλάξει τη ζωή του.
Σκηνοθεσία:
Ken Loach
Κύριοι Ρόλοι:
Paul Brannigan … Robbie
John Henshaw … Harry
Gary Maitland … Albert
Jasmin Riggins … Mo
William Ruane … Rhino
Roger Allam … Thaddeus
David Goodall … Angus Dobie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paul Laverty
Παραγωγή: Rebecca O’Brien
Μουσική: George Fenton
Φωτογραφία: Robbie Ryan
Μοντάζ: Jonathan Morris
Σκηνικά: Fergus Clegg
Κοστούμια: Carole Fraser
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Angels’ Share
- Ελληνικός Τίτλος: Το Μερίδιο των Αγγέλων
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο επιτροπής.
- Υποψήφιο για μουσική στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
Παραλειπόμενα
- Ο τίτλος είναι αναφορά στην ποσότητα του κρασιού που εξατμίζεται κατά την παραμονή του στα δρύινα βαρέλια.
- Ο πρωτοεμφανιζόμενος Paul Brannigan ήταν, όπως και ο χαρακτήρας που ερμηνεύει, πρώην τρόφιμος φυλακής. Ο εντοπισμός του έγινε μέσω του σεναριογράφου Paul Laverty, που αναζητούσε πληροφορίες από νεαρούς πάνω στον τρόπο ομιλίας και σκέψης στη Σκοτία. Παρόλα αυτά, παραλίγο να αποτύχει να εμφανιστεί στο κάστινγκ.
- Στο φιλμ εμφανίζονται ως ηθοποιοί δύο πρώην παίκτες της ποδοσφαιρικής ομάδας Dundee United: Charlie Miller και Andy McLaren.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 12/12/2012
Στη Γλασκόβη, ο Ρόμπι γλυτώνοντας για δεύτερη φορά τη φυλακή και αναλαμβάνοντας να αποδώσει 300 ώρες κοινωφελούς εργασίας, γίνεται πατέρας και θέλει πάση θυσία να ξεφύγει από τη ζωή στους δρόμους και να προκόψει με την καλή του. Οι συμμορίες και οι βεντέτες παραμένουν μια μόνιμη απειλή, αλλά ο επόπτης της ομάδας των ομοίως τιμωρημένων προσπαθεί, πέρα από τις ώρες εργασίας, να τους κοινωνικοποιήσει με ομαδικές εκδρομές και μορφωτικές επισκέψεις όπως σε μια μονάδα παραγωγής ουίσκι ή μια γευσιγνωσία του ποτού, όπου ο Ρόμπι αποδεικνύεται σταδιακά ότι διαθέτει ευαίσθητο ουρανίσκο και μύτη. Μαζί με τους φίλους του, συλλαμβάνει ένα σχέδιο κλοπής μιας ποσότητας από ένα πανάκριβο παλαιό βαρέλι ουίσκι που ανακαλύφθηκε πρόσφατα και πρόκειται να δημοπρατηθεί.
Ο Κεν Λόουτς, όπως και ο Μάικ Λι, ίσως καμιά φορά κουράζονται και οι ίδιοι να κολυμπάνε στα βαθιά της σκληρής πραγματικότητας και να κοιτάνε τη ζωή λίγο πιο ανάλαφρα, χωρίς ποτέ βέβαια να παρεκκλίνουν από τον κοινωνικό στοχασμό και τον ρεαλισμό. Πάντα έχουν κάτι να υποδείξουν, να παρατηρήσουν. Στην εδώ περίπτωση, ο Λόουτς, μαζί με τον τακτικό συνεργάτη του, σεναριογράφο Πολ Λάβερτι, επιστρέφουν στους ήπιους τόνους του Looking for Eric (2009) από μια διαφορετική σκοπιά. Στο «Eric» είχαν τη θαυμάσια ιδέα της κοινωνικής ομάδας που συσπειρώνεται κι επιβάλλει την τάξη, όπως δεν μπορεί η αστυνομία. Είμαστε πολύ κοντά στην «αυτοδιάθεση» του Καστοριάδη.
Εδώ, έχουμε άλλες ιδέες. Πρόκειται για τη σχετικότητα της κλοπής και τη σχετικότητα του κύρους, ανάλογα το τερέν και τους ανθρώπους που αφορούν οι καταστάσεις. Οι ίδιοι οι «κύριοι» που διαχειρίζονται την υπεραξία ενός βαρελιού ουίσκι, κάνουν κρυφές παράνομες συμφωνίες και στο τέλος ο νεαρός μας ήρωας βρίσκεται να διαπραγματεύεται μαζί τους, ανοίγοντας ολόκληρο μέλλον, χωρίς επιπτώσεις, εφόσον κρατάει έναν άσο στο μανίκι. Επομένως, ο όρος κλοπή είναι άλλος στο δικαστήριο και άλλος στις «επιχειρήσεις», στις διαπραγματεύσεις εν κρυπτώ. Και τι του δίνει πασαπόρτι να βρεθεί ανάμεσα σε ένα κύκλο ανθρώπων που ακόμη και μέσω κινητών νεύουν στον διοργανωτή της δημοπρασίας «800 χιλιάδες λίρες!», «1 εκατομμύριο λίρες!» κ.λπ.; Ένα ταλέντο όσφρησης και γεύσης μαζί με τη συγκυρία του να βρεθεί ανάμεσά τους. Πίσω λοιπόν από την «ελαφρά» δραμεντί με τον ρεαλισμό της εργατικής τάξης που παραπαίει άνεργη και αναλώνεται σε καυγάδες και μεθύσια, πίσω από το γλυκόπικρο δράμα ενός νέου που ωριμάζει από το παιδί που αποκτά και κάνει όνειρα για μια ειρηνική οικογενειακή ζωή, πίσω από το χιούμορ της αξιαγάπητης παλιοπαρέας του (μια κλέφτρα, ένας τσαντίλας, ένας κομμάτι ηλίθιος γκαφατζής) υπάρχει σε δεύτερο επίπεδο και μια σάτιρα για τις αξιολογήσεις στην κοινωνία μας.
Βαθμολογία: