Η Μαρί, πρίμα μπαλαρίνα στην όπερα της Στοκχόλμης, εγκαταλείπει για λίγο τις πρόβες, κι έρχεται στην εξοχή για να βυθιστεί στις αναμνήσεις της, στο καλοκαίρι εκείνο που γνώρισε κι ερωτεύτηκε τον Χένρικ, τον πρώτο της εφηβικό έρωτα. Όμως, με τον ερχομό του φθινοπώρου ο Χένρικ σκοτώνεται σε δυστύχημα, και η Μαρί, ύστερα από 13 χρόνια, καταξιωμένη καλλιτέχνης πλέον, πρέπει να πάρει μεγάλες αποφάσεις για τη ζωή της.

Σκηνοθεσία:

Ingmar Bergman

Κύριοι Ρόλοι:

Maj-Britt Nilsson … Marie

Birger Malmsten … Henrik

Alf Kjellin … David Nystrom

Annalisa Ericson … Kaj

Georg Funkquist … θείος Erland

Stig Olin … διευθυντής μπαλέτου

Mimi Pollak … Κα Calwagen

Renee Bjorling … θεία Elisabeth

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ingmar Bergman, Herbert Grevenius

Παραγωγή: Allan Ekelund

Μουσική: Erik Nordgren

Φωτογραφία: Gunnar Fischer

Μοντάζ: Oscar Rosander

Σκηνικά: Nils Svenwall

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Sommarlek
  • Ελληνικός Τίτλος: Έρωτες Εφήβων [αυθεντικός]
  • Διεθνής Τίτλος: Summer Interlude
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Illicit Interlude
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Summerplay
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Καλοκαιρινά Παιχνίδια [επανέκδοσης]

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Με αυτή την ταινία ο Bergman κατάφερε να κερδίσει για πρώτη φορά την παγκόσμια κριτική καταξίωση, παίρνοντας διανομή και σε χώρες που δεν είχαν δει ως τότε ταινία του. Θεωρείται μαζί ως η πρώτη ώριμη δημιουργία του.
  • Ο Ingmar Bergman βάσισε το στόρι πάνω σε διήγημα που έγραψε νέος το 1931 και είχε τον τίτλο Marie. Το έργο όμως αυτό παρέμεινε αδημοσίευτο.
  • Η σκηνή κινουμένων σχεδίων ανήκει στον Rune Andreasson, που αργότερα θα κάνει μεγάλη επιτυχία στη Σουηδία στον συγκεκριμένο τομέα.
  • Στις ΗΠΑ η ταινία προβλήθηκε το 1954 με τον άτοπο τίτλο “παράνομο ιντερλούδιο”. Το χειρότερο όμως ήταν ότι ο διανομέας είχε παρεισφρήσει στο φιλμ εικόνες από γυμνιστές που κάνουν μπάνιο, και που στην πραγματικότητα είχαν τραβηχτεί στο Λονγκ Άιλαντ.
  • Ο Jean-Luc Godard είχε χαρακτηρίσει το φιλμ ως την “πιο όμορφη ταινία του κόσμου”.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 13/11/2022

«Μέρες σαν στρογγυλά, γυαλιστερά μαργαριτάρια, πάνω σε χρυσές κλωστές, γεμάτες παιχνίδια και χάδια. Νύχτες φτιαγμένες από ξύπνια όνειρα, όπου δεν υπήρχε χρόνος για ύπνο».

Η Μαρί είναι κορυφαία μπαλαρίνα σε ομάδα μπαλέτου στη Στοκχόλμη. Μια μέρα, λαμβάνει ένα μυστηριώδες δέμα -ένα παλιό ημερολόγιο που έγραψε ο Χένρικ, η πρώτη της αγάπη. Μετά από μια ψυχρή συνομιλία με τον σημερινό της φίλο, επιβιβάζεται σε ένα πλοίο και κατευθύνεται προς το αρχιπέλαγος όπου πέρασε το πιο χαρούμενο καλοκαίρι της, πάνω από δέκα χρόνια πριν. Θυμάται την πρώτη της συνάντηση με τον Χένρικ, πώς έγιναν φίλοι και μετά εραστές και πώς η μοίρα παρενέβη σκληρά για να τους χωρίσει για πάντα…

Η παροδικότητα όλων των όμορφων πραγμάτων -της αγάπης, της ευτυχίας και της ίδιας της ζωής- είναι ένα κυρίαρχο θέμα στο έργο του σουηδού σκηνοθέτη. Εκτός από την ανθρώπινη διάσταση -πώς μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε την απώλεια και να αποδεχόμαστε τη δική μας θνητότητα- υπάρχουν μεταφυσικές ανησυχίες -ποιος Θεός επιτρέπει να δημιουργείται η ομορφιά και στη συνέχεια να εξαφανίζεται τόσο τραγικά και τόσο προφανώς χωρίς σκοπό; Τα «Καλοκαιρινά παιχνίδια» είναι η πρώτη ταινία στην οποία ο Bergman δείχνει βαθύ ενδιαφέρον για αυτά τα θέματα. Πράγματι, είναι ένα είδος μανιφέστου, που καθορίζει την πορεία για τη μελλοντική του καριέρα, εισάγοντάς μας στα φιλοσοφικά και ψυχολογικά θέματα που θα υποστήριζαν μεγάλο μέρος του κινηματογράφου του.

Από αυτή την άποψη είναι μια ιδιαίτερα σημαντική ταινία στην οποία πρωτοφανερώθηκε η ιδιοφυΐα του Bergman. Οι δέκα περίπου προηγούμενες ταινίες του έδειξαν ένα πολλά υποσχόμενο ταλέντο, αλλά και μια ανησυχητική έλλειψη αυτοπεποίθησης και οράματος. Τα «Καλοκαιρινά Παιχνίδια» είναι ένα αισθητά διαφορετικό έργο από αυτό που προηγήθηκε -μια πολύ πιο ώριμη, στοχαστική ταινία, με πιο πειστικούς χαρακτήρες, μεγαλύτερη αίσθηση λυρισμού και  εκπληκτική φωτογραφία. Ο Bergman είχε την τύχη να έχει ως κινηματογραφιστή τον Gunnar Fischer, ο οποίος είχε τη σπάνια ικανότητα να αποτυπώνει την ομορφιά στη φύση και να την καθιστά ακόμα πιο εκθαμβωτική σε ασπρόμαυρη φωτογραφία. Το φυσικό φως φαίνεται να καίει με μια εξωπραγματική ένταση, ενώ οι σκιές είναι τόσο έντονες, τόσο συμπαγείς, που έχουν τον χαρακτήρα μιας δαιμονικής δύναμης -φως και σκιά, όπως η ζωή και ο θάνατος, δύο αντίθετες πλευρές σε μια κοσμική παρτίδα σκακιού. Ο Fischer αποτυπώνει αποτελεσματικά τη γαλήνια ομορφιά του νησιού, και μέσα από μια σειρά από υπέροχα κοντινά πλάνα του προσώπου της Marie επιτρέπει στον θεατή να κατανοήσει τα συναισθήματα με τα οποία παλεύει.

Υπάρχουν ομοιότητες με το προγενέστερο «Προς τη Χαρά» (1950), το οποίο αφηγείται επίσης μια ιστορία ενός τραγικού ρομάντζου μέσω μιας εκτεταμένης αναδρομής. Η ηθοποιός Maj-Britt Nilsson παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και στις δύο ταινίες, ενισχύοντας την αίσθηση της δυαδικότητας (άλλο ένα βασικό μπεργκμανικό μοτίβο). Τα «Καλοκαιρινά Παιχνίδια» είναι ωστόσο μια πολύ πιο εκλεπτυσμένη ταινία, καλύτερα δομημένη, γυρισμένη πιο ευφάνταστα, και σκηνοθετημένη με πολύ περισσότερη δεξιοτεχνία και αυτοπεποίθηση. Αποτελεί μια από τις πιο ποιητικές ταινίες του Bergman, χωρίς εμπόδια από το ψυχολογικό βάθος και τον σκληρό συναισθηματικό ρεαλισμό που θα εμφανιστεί στο μεταγενέστερο έργο του. Ειδικότερα το μεσαίο τμήμα της -που διηγείται το ειδύλλιο της Μαρί και του Χένρικ- επιτυγχάνει ένα επίπεδο ελεγειακής έκφρασης, τρυφερής αφής και απλότητας που ο Bergman σπάνια ξεπέρασε, με αποτέλεσμα να είναι φανερό πως είναι μία από τις πιο προσωπικές του ταινίες, κάτι που ισχύει αφού η ιστορία βασίστηκε χαλαρά σε μια καλοκαιρινή ρομαντική σχέση που είχε ο έφηβος Bergman. Όπως παρατήρησε ο ίδιος, έφτιαξε την «Έβδομη Σφραγίδα» με το μυαλό του, αλλά τα «Καλοκαιρινά Παιχνίδια» με την καρδιά του.

Αυτό το πρωτοποριακό αριστούργημα θυμίζει ηλιόλουστο ελεγειακό ερωτικό ποίημα που στο κέντρο του κατοικεί η μελαγχολική θεώρηση του χρόνου: το παρελθόν είναι χαρά, αλλά χάνεται ανεπανόρθωτα, το μέλλον είναι μοναξιά, ανακουφισμένο και ταυτόχρονα ακονισμένο από τη μνήμη. Το αλληγορικό καλοκαίρι που περνά η πρωταγωνίστρια στο νησί αποτελεί προοίμιο για έναν μακρύ, ήσυχο χειμώνα. Η νεανική αγάπη και το σουηδικό καλοκαίρι, και ό,τι τα συνοδεύει: joie-de-vivre , ο απαλός παφλασμός των κυμάτων, το πάθος και η ζεστασιά του ήλιου, αλλά κι ένα συνεχές υπόγειο ρεύμα άγχους, άγχος για τον θάνατο και το άγνωστο, το φθινόπωρο και το σκοτάδι.

Στην τελευταία σκηνή παρακολουθούμε ρεαλιστικές αλλά ταυτόχρονα άκρως ονειρικές εικόνες της ηρωίδας που αντιμετωπίζει στα παρασκήνια του θεάτρου έναν άντρα με γκροτέσκο μακιγιάζ κλόουν, που της διατυπώνει την άποψη του: να ζεις σημαίνει να αγαπάς. Στο συμβολικό τελικό πλάνο η Μαρί αφήνει πίσω το βασανιστικό παρελθόν συμφιλιώνοντας τη ζωή με την τέχνη της, καθώς μια νέα αγάπη και η καλλιτεχνική δημιουργία θριαμβεύουν απέναντι στη σκοτεινιά του θανάτου.

Ο Jean-Luc Godard χαρακτήρισε κάποτε τα «Καλοκαιρινά Παιχνίδια» ως «την πιο όμορφη ταινία», στην οποία «ο παράδεισος χάθηκε και ο χρόνος ξανακερδήθηκε».

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *