Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται σε ένα one-night stand που σύντομα θα εξελιχθεί σε ένα αιματηρό κυνηγητό…

Σκηνοθεσία:

JT Mollner

Κύριοι Ρόλοι:

Willa Fitzgerald … η κυρία

Kyle Gallner … ο δαίμονας

Giovanni Ribisi … Art Pallone

Barbara Hershey … Genevieve

Ed Begley Jr. … Frederick

Madisen Beaty … Gale

Steven Michael Quezada … Pete

Eugenia Kuzmina … Beth

Jason Patric … αφηγητής εκπομπής (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: JT Mollner

Παραγωγή: Bill Block, Chris Ivan Cevic, Roy Lee, Giovanni Ribisi, Steven Schneider

Μουσική: Craig DeLeon

Φωτογραφία: Giovanni Ribisi

Μοντάζ: Christopher Robin Bell

Σκηνικά: Priscilla Elliott

Κοστούμια: Rudy Rojas

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Strange Darling
  • Ελληνικός Τίτλος: Strange Darling

Παραλειπόμενα

  • Δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους για τον JT Mollner, με το ντεμπούτο του να είναι πριν 7 χρόνια.
  • Ο Giovanni Ribisi εμφανίζεται για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη με την ιδιότητα του διευθυντή φωτογραφίας, κι ενώ την είχε εξασκήσει σε μουσικά βίντεο. Στην ταινία χρησιμοποίησε μόνο φιλμ 35mm.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 4/9/2024

Το #MeToo έχει πυροδοτήσει μια έκρηξη ταινιών που επαναπροσδιορίζουν τη γυναικεία απεικόνιση στον κινηματογράφο, αφήνοντας επιτέλους τις σκηνοθέτριες να κατακτήσουν ένα σημαντικό κομμάτι της εμπορικής πίτας με ταινίες που κυμαίνονται σε ένα ευρύ φάσμα ειδών, από αυτές που πατούν σε μια αυστηρή ακαδημαϊκή λογική όπως το “Κάποια Μίλησε” μέχρι το παρεξηγημένο exploitation, όπως τα “Revenge” και “Ματωμένος Δεσμός”.

Το “Strange Darling” είναι μια ταινία που παρόλες τις φαινομενικές αρετές της αφήνει μια άχαρη επίγευση, καθώς αντιλαμβάνεσαι ότι η διαλεκτική που υπαινίσσεται είναι ως επί το πλείστον ανύπαρκτη και τα ψήγματα της λογικής πίσω από το στυλιζάρισμα ευκόλως παρεξηγήσιμα. Πολύς λόγος έχει γίνει για την κινηματογράφηση του σώματος στην οθόνη από την έναρξη της χιλιετίας και έπειτα, αλλά ο ηδονοβλεπτικός χαρακτήρας εξακολουθεί να εντοπίζεται ακόμα και σε δημιουργίες αναδεδειγμένες ως σοβαρές, καθώς και στην κριτική που τις συνοδεύει. O JT Mollner υπογράφει την πρώτη του υπερβατική σκηνοθετική δημιουργία με μια λογική μανιφέστου που δεν επιτρέπει ενστάσεις: είτε την αποδέχεσαι είτε όχι. Οι ιδέες του δεν είναι καινούριες. Από τη διαίρεση της ταινίας σε κεφάλαια και τη μη-γραμμική αφήγηση, μέχρι το νοσταλγικό κάστινγκ των Ed Begley Jr. και Barbara Hershey και την τάση για ακραία απεικόνιση της βίας, ο Mollner καυχιέται μια ολοκληρωτική αποδόμηση των κανόνων και τη μετάλλαξή τους προς άλλες αφηγηματικές δυνατότητες, κάτι που στα μάτια ενός έμπειρου θεατή μεταφράζεται ως ένας ακόμα μιμητής του Tarantino αλλά χωρίς την απαραίτητη αυτογνωσία. Η πρόθεση της σκόπιμης αποδόμησης της άποψης του θεατή σε σχέση με όσα εκτυλίσσονται στην οθόνη αλλά και το ξεγύμνωμα της ανύποπτης ηδονοβλεπτικής του διάθεσης γίνεται εμφανής πολύ πιο γρήγορα από όσο πιστεύει.

Αν η ταινία παραμένει εντός των αποδεκτών ορίων θετικής πρόσληψης από το κοινό, οφείλεται στο ότι ο Mollner φαίνεται πραγματικά να πιστεύει ότι η ανατρεπτική του διάθεση γίνεται υπέρ της ενδυνάμωσης, και στο γεγονός ότι ο διάχυτος ερωτισμός προκαλείται χωρίς τη χρήση ολοκληρωτικά γυμνών σωμάτων. Το περιεχόμενό του δεν είναι ιδιαίτερα βαθύ αλλά υπάρχουν αρκετές στιγμές οπτικών συγκινήσεων, ακόμα και στη ρηχή τους διάσταση. Το μεγαλύτερο μέρος της απόλαυσης προέρχεται από την πρωταγωνίστρια Willa Fitzgerald, η οποία δεσμεύεται ολόψυχα στις συναισθηματικές εναλλαγές διαθέσεων του χαρακτήρα της, δίνοντας μέσα από τη θαρραλέα ερμηνεία της περισσότερο εύρος προσωπικότητας από ό,τι αξίζει στον άντρα που τη δημιούργησε στο σενάριο.

Αυτό που μετράει όμως περισσότερο, προκαλώντας περαιτέρω τα αδιάκριτα βλέμματά μας, είναι η επαφή. Η ταινία ταλαντεύεται γαργαλιστικά μεταξύ της έρευνας του serial-killer χαρακτήρα της και της διεστραμμένα ερωτικής συνάντησής του με μια γυναίκα καθώς συναινούν και οι δύο σε αυτό το αλλόκοτο παιχνίδι γάτας και ποντικού. Παρακολουθούμε δύο ψυχές σε αναταραχή καθώς προσπαθούν να ενωθούν σε ένα παζλ ανεμπόδιστης σεξουαλικότητας, με τον Mollner να προσπαθεί να οριοθετήσει σε αυτό το σκηνικό τις προεκτάσεις και τα κενά που συμπληρώνει το μυαλό μας ως θεατές.

Εκεί που η ταινία αστοχεί μεγαλοπρεπώς είναι η υπολανθάνουσα ενίσχυση μισογυνιστικών πεποιθήσεων μέσα από μια ανατροπή, για την οποία ο Mollner φαίνεται τόσο πολύ περήφανος που τη σκέφτηκε, επιτρέποντάς την να παρουσιαστεί χωρίς καμία πρόθεση οριοθέτησής της. Αυτό επιτρέπει αντίστοιχα σε μια υπερβολικά ελεύθερη παρερμήνευσή της από το κοινό, χωρίς τον ιδανικό χειρισμό της που μετέτρεψε το “Κορίτσι που Εξαφανίστηκε” του David Fincher να κάνει μια ανάλογη χρήση.

Σε τεχνικό επίπεδο, μια απρόσμενα αποτελεσματική λειτουργία της ταινίας έρχεται μέσα από την οπτική ομορφιά της φωτογραφίας, την οποία πραγματοποιεί ο ηθοποιός Giovanni Ribisi κάνοντας χρήση φιλμ 35mm -το ότι η ταινία το δηλώνει αυτό με χρήση καρτέλας στους τίτλους ανήκει και αυτό μέσα στα πλαίσια της γενικής αυτοϊκανοποίησης- με τις σεκάνς δράσης να είναι αρκούντως ικανοποιητικές και το αίμα να λαμποκοπά στην οθόνη. Αυτό όμως ελάχιστη σημασία έχει σε μια ταινία που ηχεί τόσο κούφια μπροστά στην πλειάδα θεμάτων που ισχυρίζεται ότι καλύπτει. Δεν διαθέτει κάποια διορατική γνώση πάνω στις σχέσεις των φύλων ή την έμφυλη βία, πόσω μάλλον στην απεικόνισή της μέσω της ωμής σεξουαλικότητας. Το ότι αφιερώνει όλη της τη διάρκεια με το να εκμεταλλεύεται ακριβώς αυτά τα στοιχεία, μοιάζει το λιγότερο ειρωνικό.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

8 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *