Μέσα δεκαετίας του 1980. Οι δρόμοι του Κόμπτον της Καλιφόρνιας είναι από τους πλέον επικίνδυνους της χώρας. Πέντε άνθρωποι μεταφράζουν τη ζωή τους εκεί σε βίαιη μουσική που τα βάζει με την εξουσία και δίνουν φωνή σε μια σιωπηλή γενιά. Αυτή είναι η ιστορία του χιπ-χοπ συγκροτήματος των N.W.A,, ενός γκρουπ που είπε την αλήθεια για τη ζωή σε τέτοιες γειτονιές και έγινε έναυσμα για πολιτισμικό πόλεμο.
Σκηνοθεσία:
F. Gary Gray
Κύριοι Ρόλοι:
O’Shea Jackson Jr. … O’Shea ‘Ice Cube’ Jackson
Jason Mitchell … Eric ‘Eazy-E’ Wright
Corey Hawkins … Andre ‘Dr. Dre’ Young
Aldis Hodge … Lorenzo ‘MC Ren’ Patterson
Neil Brown Jr. … Antoine ‘DJ Yella’ Carraby
Paul Giamatti … Jerry Heller
Marlon Yates Jr. … Tracy ‘D.O.C.’ Curry
Alexandra Shipp … Kimberly ‘Kim’ Woodruff
Carra Patterson … Tomica Woods-Wright
Corey Reynolds … Lonzo Williams
Tate Ellington … Bryan Turner
LaKeith Stanfield … Calvin ‘Snoop Dogg’ Broadus
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jonathan Herman, Andrea Berloff
Στόρι: S. Leigh Savidge, Alan Wenkus, Andrea Berloff
Παραγωγή: Matt Alvarez, Scott Bernstein, Dr. Dre, F. Gary Gray, Ice Cube, Tomica Wright
Μουσική: Joseph Trapanese
Φωτογραφία: Matthew Libatique
Μοντάζ: Billy Fox, Michael Tronick
Σκηνικά: Shane Valentino
Κοστούμια: Kelli Jones
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Straight Outta Compton
- Ελληνικός Τίτλος: Straight Outta Compton
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ αυθεντικού σεναρίου.
Παραλειπόμενα
- Straight Outta Compton ονομάζονταν το πρώτο άλμπουμ των NWA (Niggaz With Attitude) και είχε βγει το 1988.
- Πριν μπει μπρος η παραγωγή, είχαν προσεγγισθεί για να το αναλάβουν σκηνοθετικά οι: Craig Brewer, Peter Berg και John Singleton.
- Ο F. Gary Gray είχε στο παρελθόν συνεργαστεί με τον Ice Cube (Friday) αλλά και τον Dr. Dre (Set It Off). Είχε επίσης σκηνοθετήσει κάποια μουσικά τους βίντεο.
- Ο γιος του ιδρυτικού μέλους Ice Cube, ο O’Shea Jackson Jr., ερμηνεύει εδώ τον πατέρα του, σε έναν ρόλο που προετοίμαζε επί δύο έτη.
- Τα γυρίσματα σημαδεύτηκαν από περιστατικά βίας. Ανάμεσα σε αυτά, κάποιος μέσα από αυτοκίνητο πυροβόλησε προς το συνεργείο και τους ηθοποιούς.
- Αρκετές είναι οι ιστορικές ανακρίβειες, κάτι που δεν πέρασε ασχολίαστο.
- Με το κόστος να φτάνει τα 50 εκατομμύρια δολάρια, οι εισπράξεις επέφεραν 201,6.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Πριν το επίσημο σάουντρακ, κυκλοφόρησε το Compton: A Soundtrack by Dr. Dre, εμπνευσμένο από την ταινία, και έφτασε στο νούμερο 2 των ΗΠΑ. Το ορίτζιναλ σάουντρακ πήγε ως το νούμερο 39.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 8/10/2015
Στην Αμερική του 1993, το Λος Άντζελες φλέγεται για μια εβδομάδα από οργισμένες διαδηλώσεις, μετά από την προκλητική αθώωση τεσσάρων αστυνομικών που ξυλοκόπησαν άγρια και απρόκλητα τον αφροαμερικανό Rodney King, ο οποίος παρέβη τα επιτρεπόμενα όρια ταχύτητας. Το ντροπιαστικό περιστατικό είχε καταγραφεί σε ερασιτεχνικό βίντεο, το οποίο έδειχνε την απάνθρωπη βία που άσκησαν τα όργανα του νόμου, σε μια κορύφωση ρατσιστικής υπέρβασης της εξουσίας στην γη των ευκαιριών. Στην ουσία του, όμως, ήταν μία ακραία εμφάνιση της καθημερινής φυλετικής ανισότητας που υφίσταντο οι μειονότητες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ήταν επόμενο να γεννηθούν κοινωνικοί εκφραστές όπως οι N.W.A.. Περιγράφοντας τη μουσική τους ως ρεαλιστική rap, σε αντιδιαστολή με τον όρο Gangster rap που εφευρέθηκε από τα μέσα, ήρθαν ως ώριμο τέκνο της ανισότητας να καταγγείλουν από πρώτο χέρι την αδικία και τη βία που είχαν αισθανθεί και οι ίδιοι στο πετσί τους. Ξεκινώντας από τις λούμπεν γειτονιές του Compton, οι νεαροί αυτοί αφροαμερικοί εκκινούν από το μηδέν να πραγματοποιήσουν τα μουσικά τους όνειρα, βγάζοντας τη δικαιολογημένη οργή τους σε ευφάνταστες ρίμες, που απέκτησαν σταδιακά την αναπόφευκτη επαναστατική χροιά. Όπως είναι φυσικό, όλα αυτά οδήγησαν –πού αλλού– σε ξαφνική και αδιανόητη συσσώρευση πλούτου στα χέρια των άμαθων νεαρών, που δεν είχαν την παραμικρή δυνατότητα να τον διαχειριστούν. Έτσι, η ομήγυρη του Dr. Dre, του Easy-E, του Ice Cube και των υπολοίπων, οδηγήθηκε ταχύτατα στα αναπόδραστο σχίσμα, έχοντας ήδη όμως εφεύρει εκ νέου τη Rap μουσική, δίνοντάς της κοινωνικοπολιτικό πρόσημο.
Τηρώντας απαρέγκλιτα τη γραμμικότητα στη αφήγηση, ο F. Gary Gray δοκιμάζει να εισάγει μια πληθώρα θεματικών αξόνων, πέραν του φυλετικού, αναφερόμενος σε όλους από λίγο. Έτσι, ερείδονται έξυπνα ζητήματα κοινωνικής υφής, τα οποία όμως επισκιάζονται ελαφρώς από την προσωπική χροιά που αποφάσισε να προσδώσει ο σκηνοθέτης στο έργο του, μιας και οι N.W.A. αποτελούν το δίχως άλλο ένα μουσικό φαινόμενο του 20ου αιώνα. Το αποτέλεσμα είναι σ` ένα βαθμό αποπροσανατολισμένο, αφού η απουσία της εμβάθυνσης στις διάφορες πτυχές προδίδει την αγχωμένη διάθεση να χωρέσουν τα πάντα, το στιβαρό όμως μοντάζ, τα εύστοχα πλάνα και η εξαιρετική χρήση της μουσικής, που αναδεικνύεται σε σημείο κλειδί καθώς επιτρέπει στον Gray να συνοψίσει κομψά την πλοκή, δεν επιτρέπουν στο θεατή να χάσει επί μακρόν το ενδιαφέρον του.
Δυστυχώς, στο πεδίο της ανάπτυξης των χαρακτήρων εντοπίζεται η μόνη σημαντική αδυναμία της ταινίας. Αν και είχε απολύτως πρόσφορο έδαφος για μια πολυεπίπεδη παρουσίαση των ηρώων του και των αντιθέσεων που γεννώνται κατά την πορεία τους, ο Gray επιλέγει να δημιουργήσει μια σειρά από ακραίους χαρακτήρες που ήδη στα πολύ αρχικά στάδια της ταινίας, έχουν φανερώσει τι πρόκειται να εκπροσωπήσουν στη μετέπειτα διαμάχη της μπάντας: άλλος την απληστία, άλλος την ανάγκη για απόλυτη ισότητα των μερών και άλλος τη φωνή της λογικής. Μοιάζει δηλαδή να έχει δοθεί πολύ περισσότερο βάρος στην εξωτερική ομοιότητα των ηθοποιών με τους «εικονιζόμενους», η οποία είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή σε επίπεδα πλάνων αρχείου, παρά στη φυσικότητα της εξέλιξης των κινηματογραφικών χαρακτήρων. Η έλλειψη αυτή οδηγεί το φιλμ σ` ένα φλερτ με το μελό, καθώς στα σημεία που η ένταση αμβλύνεται, οι ήρωες φαντάζουν ανακόλουθοι και εκτός πραγματικότητας και ως εκ τούτου αφήνεται έκθετο το πολύ φιλότιμο επιτελείο των O’Shea Jackson Jr., γιου του Ice Cube, που υποδύεται τον πατέρα του, Corey Hawkins στο ρόλο του Dr. Dre και Jason Mitchell σε αυτόν του Easy-E. Η παρουσία του έτι μία φορά εξαιρετικού Paul Giamatti αποτελεί ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της ταινίας, καθώς φέρνει εις πέρας με μεστό τρόπο τον απαιτητικό ρόλο του μικροαπατεώνα λευκού μάνατζερ της μπάντας. Πάντως, αρνητική εντύπωση προκαλεί η ηχηρή απουσία διαβόητων πτυχών των μελών της μπάντας, όπως η σωματική βία που ασκούσε ο Dr. Dre κατά των συντρόφων του, πιθανό αποτέλεσμα της συμμετοχής της μπάντας στην παραγωγή.
Αυτό που πέραν πάσης αμφιβολίας καταφέρνει η ταινία είναι να πιάσει τον παλμό της εποχής, με τρόπο ολοκληρωμένο και σαφή. Από τις διάσπαρτες σκηνές αστυνομικής βίας με θύματα τους πρωταγωνιστές, μέχρι την μετατροπή τους σε θεατές του ίδιου επονείδιστου φαινομένου, μετά την ιλιγγιώδη επιτυχία τους, η ταινία τοποθετεί την αιχμή του δόρατός της. Ο Gray αντιλαμβάνεται και παραθέτει με εξαιρετική ενάργεια την πραγματική υφή της φυλετικής ανισότητας, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από την πιο χυδαία, απάνθρωπη και αισχρή έκφανση της ταξικής ανισότητας στη Αμερική του 1990, κατά της οποίας στην πραγματικότητα έρχεται να βάλλει. Το Compton, το γκέτο από όπου κατάφεραν οι νεαροί να ξεφύγουν χάρη στη μουσική τους σταδιοδρομία, είναι ένα σύμβολο της κοινωνικής ανισότητας, ένας μέρος για όσους δε χωράει ο «νέος κόσμος», που φαντάζει πιο σάπιος από ποτέ. Στα μάτια του Gray, η φυλετική αδικία έρχεται ως εξειδίκευση της ταξικής, είναι πρωτίστως βία πολιτική κι αποτελεί ένα μέσο του συστήματος να συντηρεί το τέρας του. Μέρη σαν το Compton παραμένουν και σήμερα κρυμμένα από τον ήλιο, με μοναδική τους θέα τα γκλομπ και τις κάννες των όπλων των αστυνομικών, που έρχονται ως μακρύ χέρι του καπιταλισμού να διασφαλίσουν ότι τίποτα δε θα αλλάξει. Το ερώτημα είναι πόσα ακόμα «Ferguson» μπορεί να αντέξει μια κοινωνία; Σε μια χώρα που δύναται να εκλέξει αφροαμερικανό πρόεδρο αλλά όχι να επιτρέψει στις μειονότητές της να ξεφύγουν από την επίγεια κόλαση, τα πράγματα μάλλον παραμένουν ίδια και ίσως χειρότερα από την εποχή στην οποία αναφέρεται η ταινία, με την ατιμώρητη αστυνομική βία σε πρώτο πλάνο και το αδιέξοδο της εργατικής τάξης για φόντο.
Η συνολική εικόνα μαρτυρά ένα έργο καλοδουλεμένο που διατηρεί μια σταθερή ικανοποιητική ατμόσφαιρα, παρά την αρκετά μεγάλη διάρκεια και το περιορισμένο ρυθμικό έλλειμμα που εμφανίζεται περίπου στη μέση. Δεν αποδρά από τα στενά όρια της μουσικής βιογραφίας, αλλά δεν καταντά και κουραστικό. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί κάποιες από τις ευκαιρίες που του παρέχει η αληθινή ιστορία για να επεκτείνει την ουσία της σ` ένα βαθύτερο πολιτικό επίπεδο. Αν είχε σαφέστερη στόχευση, θα πετύχαινε ποιοτικά περισσότερα. Σε κάθε περίπτωση, είναι μια αξιοπρεπής ταινία σε τόνους «8 Mile» που δεν αποκλείεται να γεννήσει πολλές συναφείς προσπάθειες στο μέλλον.
Βαθμολογία: