
A Dame to Kill For: Ο Ντουάιτ ΜακΚάρθι καλείται από την πρώην φίλη του, Άβα Λορντ, που θέλει βοήθεια για να γλυτώσει από τον βάναυσο σύζυγο της, τον δισεκατομμυριούχο Ντάμιεν Λορντ. Σύντομα, όμως, ο Ντουάιτ θα ανακαλύψει πως οι προθέσεις της Άβα είναι πολύ πιο σκοτεινές από ό,τι δείχνουν. Just Another Saturday Night: Τη νύχτα που ο Τζον Χάρτιγκαν συναντιέται ξανά με τη Νάνσυ στο κλαμπ «Yellow Bastard», ο Μαρβ ανακτά τις αισθήσεις του καταμεσής της λεωφόρου, τριγυρισμένος από νεκρά σώματα και χωρίς να γνωρίζει πώς βρέθηκε εκεί. The Long Bad Night: Ο Τζόνι, ένας τζογαδόρος, καταστρώνει ένα σχέδιο για να καταστρέψει τον μεγαλύτερο κακοποιό της Σιν Σίτι, μέσα στο δικό του παιχνίδι. Όταν κερδίζει τον λάθος άνθρωπο, τα πράγματα παίρνουν αρνητική στροφή. Μέσα σε όλα, γνωρίζει τη στρίπερ Μάρσι.
Σκηνοθεσία:
Frank Miller
Robert Rodriguez
Κύριοι Ρόλοι:
Mickey Rourke … Marv
Jessica Alba … Nancy Callahan
Josh Brolin … Dwight McCarthy
Eva Green … Ava Lord
Joseph Gordon-Levitt … Johnny
Rosario Dawson … Gail
Bruce Willis … John Hartigan
Powers Boothe … γερουσιαστής Roark
Dennis Haysbert … Manute
Ray Liotta … Joey
Stacy Keach … Alarich Wallenquist
Jaime King … Goldie/Wendy
Christopher Lloyd … Kroenig
Jamie Chung … Miho
Jeremy Piven … Bob
Christopher Meloni … Mort
Juno Temple … Sally
Marton Csokas … Damien Lord
Julia Garner … Marcie
Lady Gaga … Bertha
Alexa PenaVega … Gilda
Frank Miller … Sam
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Frank Miller
Παραγωγή: Sergei Bespalov, Aaron Kaufman, Stephen L’Heureux, Mark C. Manuel, Alexander Rodnyansky, Robert Rodriguez
Μουσική: Robert Rodriguez, Carl Thiel
Φωτογραφία: Robert Rodriguez
Μοντάζ: Robert Rodriguez
Σκηνικά: Caylah Eddleblute, Steve Joyner
Κοστούμια: Nina Proctor
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Sin City: A Dame to Kill For
- Ελληνικός Τίτλος: Αμαρτωλή Πόλη: Η Κυρία Θέλει Φόνο
- Εναλλακτικός Τίτλος: Frank Miller’s Sin City: A Dame to Kill For
- Εναλλακτικός Τίτλος: Sin City 2 [ανεπίσημος]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Αμαρτωλή Πόλη (2005)
Σεναριακή Πηγή
- Κόμικς: Sin City και A Dame to Kill For του Frank Miller.
Παραλειπόμενα
- Με το που βγήκε το πρώτο μέρος στις αίθουσες, ο Rodriguez ανακοίνωσε πως θα υπάρχει σίκουελ. Το 2007, ο Frank Miller δήλωσε πως το σενάριο ήταν ήδη έτοιμο, και οι καθυστερήσεις οφείλονταν στους παραγωγούς αδελφούς Weinstein. Παρόλα αυτά, ο Rodriguez το 2011 είπε ότι το σενάριο είναι απλά έτοιμο να τελειώσει.
- Για τον ρόλο της Άβα Λορντ, υποψήφιες ήταν οι: Salma Hayek, Rose McGowan, Angelina Jolie, Rachel Weisz, Michelle Williams, Helena Bonham Carter, Scarlett Johansson, Anne Hathaway και Jennifer Lawrence.
- Ο νέος βασικότερος ρόλος δόθηκε πρώτα στον Johnny Depp, αλλά αυτός τον απέρριψε. Ο Rodriguez ήθελε τον Depp και στο πρώτο μέρος το 2006 για τον ρόλο του Γουάλας.
- Ανάμεσα στα χρόνια που πέρασαν από το πρώτο μέρος, η Brittany Murphy κι ο Michael Clarke Duncan έχασαν τη ζωή τους κι ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να τους αντικαταστήσει.
- Τα δύο μέρη της ιστορίας, το A Dame to Kill For και το Just Another Saturday Night, είναι πρίκουελ της πρώτης ταινίας.
- Η ταινία είναι τρισδιάστατη.
- Καταρράκωση στα ταμεία. Ενώ κόστισε 65 εκατομμύρια δολάρια, έβγαλε μόλις 39,4.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 9/9/2014
Η ρυπαρή, μοιραία Basin «Sin» City, τυλιγμένη στο αιώνιο σκοτάδι, γεμάτη στενούς αδιέξοδους δρόμους, πνιγμένη στον καπνό και την καταστροφή, αποζήτα νέα θύματα, ή έχει παλιούς λογαριασμούς ανολοκλήρωτους με κάποιους από τους θαμώνες των άθλιων καταγωγίων της. Έτσι, σχεδόν 10 χρόνια μετά την πρώτη μεταφορά του graphic-novel του κύριου εκφραστή της DC Comics Φρανκ Μίλερ, ο ίδιος ο δημιουργός σκηνοθετεί, με τη σύμπραξη του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ (όπως έξαλλου και την πρώτη φορά), το σίκουελ ίσως της οπτικά πιο ευρηματικής ταινίας των τελευταίων χρόνων. Ένα μείγμα ποπ κουλτούρας και νέο νουάρ ύφους, άρρηκτα συνδεδεμένο με το ίδιο το κόμικ, του οποίου τις σελίδες μοιάζει να ξεφυλλίζεις καθώς ο κόσμος της «Αμαρτωλής Πόλης» ξεδιπλώνεται μπροστά σου με όλη του την μεγαλοπρέπεια. Εκεί που οι αντιήρωες έχουν πιάσει πάτο, το αλκοόλ ρέει άφθονο, οι γυναίκες μπορούν να σε πάνε στον παράδεισο ή την κόλαση και το αίμα αποχρωματισμένο (και απενοχοποιημένο) θυμίζει πηχτό λιωμένο πλαστικό.
Χρησιμοποιώντας την ίδια τεχνική επεξεργασία των χώρων και των πρόσωπων (γυρισμένο σε blue-screen), οι σκηνοθέτες επιχειρούν να πιάσουν το νήμα από εκεί που το άφησαν το 2005. Το σενάριο βασίζεται στις γνωστές πια επικαλυπτόμενες υποθέσεις διαφθοράς βασανισμού και βίας, οι οποίες προσπαθούν να κινηθούν στον χρόνο με αναδρομές. Κατά τα άλλα, η εξέλιξη της πλοκής συντηρείται κυρίως από την ατέλειωτη αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο των πρωταγωνιστών των τριών βασικών ιστοριών. Εδώ, όμως, σε σχέση με την πρώτη ταινία (είναι πρακτικά αδύνατο σε εγχειρήματα τέτοιας καλλιτεχνικής και τεχνικής ομοιότητας να μην γίνονται συγκρίσεις), οι αρμοί μοιάζουν πιο χαλαροί, οι χρονικές συνδέσεις με το παρελθόν λιγότερο σημαντικές, ενώ φαίνεται να λείπει το απαραίτητο βάθος και η πολυπλοκότητα. Οι ήρωες δεν αναπτύσσουν όσο θα ήθελαν τα κίνητρα τους και η κόμικ αισθητική δείχνει να υπερισχύει της νουάρ εσωτερικότητας, καθώς η αδιαμφισβήτητη καινοτομία αρχίζει σιγά σιγά και ξεθωριάζει. Πολύ μικρές η πρώτη και η τρίτη πράξη και αρκετά μεγάλης διαρκείας η μεσαία ιστορία (από την οποία πήρε και το όνομα ο τίτλος του φιλμ), η οποία όμως φαντάζει και η πιο αδύναμη, βασίζοντας τη ροή της μόνο στην ερμηνεία της κεντρικής ηρωίδας, καθώς οι δευτερεύουσες νοηματικές έκτροπες δείχνουν να μην εξυπηρετούν σε τίποτε. Οι καυστικές ατάκες και οι βίαιοι διάλογοι γεμάτοι υπονοούμενα αναδίδουν λιγότερη απόγνωση και κυνισμό, καθώς όλα μεταφέρονται τόσο καταφανώς, τόσο επεξηγημένα, που εντέλει χάνουν ένα σημαντικό κομμάτι της μαγείας και της υποβλητικότητας του νουάρ: το μυστήριο. Τον λαβύρινθο που ωθεί τον πρωταγωνιστή σε συνεχόμενες λάθος επιλογές και τελικά αναπόφευκτα εγκλωβίζει σωματικά, άλλα κυρίως ψυχικά.
Η πόλη ως μεγάλη πρωταγωνίστρια πανταχού παρούσα, εικονογραφείται με το γνωστό παλπ ύφος δείχνοντας ίσως περισσότερο στιλιζαρισμένη από όσο θα έπρεπε, αφού ακόμη και οι ίδιοι οι χαρακτήρες που κατοικούν σ` αυτή φαίνεται να υπηρετούν πρωτίστως τη θεατρικότητα πάρα την εσωτερική τους απαξίωση. Ωστόσο, το φιλμ αν και μερικώς ανολοκλήρωτο είναι εντυπωσιακό οπτικά, καταφέρνοντας να εμφυσήσει πνοή σε μια πόλη που ζει, που αναπνέει μονό τη νύχτα, που είναι γεμάτη παραβατικές επιθυμίες, που ζήτα συνεχώς νέες, καθαρές, ανυποψίαστες ψυχές για να κινήσει τα γρανάζια της. Εκεί οπού οι άκρες των μαχαιριών ακόμη σχηματίζουν λεύκες γραμμές καθώς χαράζουν το μόνιμο σκοτάδι και το κραγιόν, η σειρήνα του περιπολικού, η φωτιά και τα καταραμένα πράσινα ματιά προσθέτουν χρώμα σε έναν δυστοπικό κόσμο καλυμμένο από μαύρο μελάνι. Μπορεί να μην πλαισιώνεται από τη μεγάλη οικονομική κρίση ή τον μεσοπόλεμο, εντούτοις οι ευκαιρίες είναι μηδαμινές, η βία και η διαφθορά παραμένουν κυρίαρχες και «ο θάνατος είναι το ίδιο με τη ζωή στη Sin City: ένα τίποτα…»
Κεντρική φιγούρα στο φιλμ, σε αντίθεση ίσως με τον προκάτοχο του, είναι η γυναίκα. Αυτή που παίρνει το παιχνίδι στα χέρια της, που μεθοδεύει τις εξελίξεις, που παύει πια να είναι μόνο το θύμα, το αντικείμενο του πόθου. Στο φιλμ συναντάμε γυναίκες που αναλαμβάνουν να κυνηγήσουν το όνειρο, ή να λιώσουν κάτω από τα χτυπήματα της μοίρας. Η Τζέσικα Άλμπα ως Νάνσυ, παρόλο που συνεχίζει να χορεύει σαγηνευτικά ως στρίπερ, αποκτά υπόσταση και βαρύτητα. Καταδιώκεται από τα φαντάσματα του παρελθόντος (μικρή και ουσιαστική η εμφάνιση του Μπρους Γουίλις μέσα από πρίσματα και στρεβλώσεις της εικόνας) και μεταλλάσσεται σταδιακά, διψασμένη για αλκοόλ και εκδίκηση. Η Εύα Γκριν, ως το νέο οπτικό κέντρο της βασικής ιστορίας (Άβα Λορντ) άλλα και ολόκληρου του φιλμ, αναλαμβάνει τον ρόλο της γυναικάς αράχνης που σκορπά δηλητήριο στο πέρασμά της και εγκλωβίζει τους άνδρες στην ερωτική παράνοια και τον πόθο. Ακόμη και αυτοί που τη γνωρίζουν (ο Ντουάιτ για παράδειγμα, εδώ υποδυόμενος από τον Τζος Μπρόλιν, αντικαθιστώντας τον Κλάιβ Όουεν) δεν μπορούν να της αντισταθούν και, πολλοί εν γνώση τους, οδηγούνται προς την καταστροφή. Δείχνοντας ότι κατανοεί την ερμηνεία με το σώμα όσο κάνεις άλλος στο φιλμ, επιδίδεται σε προκλητικές πόζες σαγηνεύοντας ως κλασική φαμ-φατάλ, εκθέτοντας περισσότερο τους άλλους παρόλη τη δική της γύμνια. Δυστυχώς, η επιτήδευση κι ο ακαδημαϊσμός μετατρέπουν την ερμηνεία, παρότι στέκεται σε επιθυμητό επίπεδο, σε κάτι το τελείως χειροπιαστό, δίχως να υπονοείται τίποτα. Όσον άφορα τις ανδρικές ερμηνείες, ο Μίκι Ρουρκ αναπαράγει σχεδόν αυτούσια τον ρόλο της πρώτης ταινίας, ενώ ευπρόσδεκτος είναι πάντα ο Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, ο οποίος ερμηνεύει έναν αλαζόνα και τυχερό τζογαδόρο που αντιμετωπίζει τον πιο διεφθαρμένο πολίτικο της πόλης (απολυτά πειστικός ο Πάουερς Μπουθ) στο πιο ενδιαφέρον σεναριακά σκετς.
Συνοψίζοντας, το νέο «Sin City», παραφράζοντας τον τίτλο του, μοιάζει να μην είναι μια ταινία για την οποία «αξίζει να σκοτώσεις». Οι ήρωες δείχνουν πιο ρηχοί και καρτουνίστικοι, τα κίνητρα πιο αδύναμα, απουσιάζει πλήρως οποιαδήποτε εξπρεσιονιστική διάθεση και η δεδομένα ιδιαίτερη σουρεαλιστική αισθητική μοιάζει να γίνεται αυτοσκοπός. Παρόλα αυτά, η ταινία σε στιγμές κατορθώνει να διατηρήσει την επιθετική της δύναμη και τη ματαιότητα, καθώς η κάθαρση δεν έρχεται ποτέ, η κατάχρηση της σεξουαλικής χειραγώγησης φτάνει στο ζενίθ και οι ήρωες, όσο ανικανοποίητοι και καταραμένοι κι αν φαίνονται, μοιάζουν ακόμη με σκοτεινούς αγγέλους κάτω από το οπίσθιο ηλεκτρικό ημίφως.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 9/9/2014
Χωρίς να είμαι σίγουρος αν η πρώτη ταινία είχε πράγματι κάτι να προσφέρει πέρα από την εντυπωσιακή, κόμικ εικαστική πρωτοτυπία της και τη σαγηνευτική νουάρ ατμόσφαιρά της, δεν υπάρχει αμφιβολία πως, πίσω στο 2005, το «Sin City» έκανε εκπληκτική αίσθηση και γοήτεψε δίκαια το κοινό. Οι φήμες υπήρχαν χρόνια τώρα, αλλά φέτος, σχεδόν μία δεκαετία μετά το πρώτο φιλμ, η δεύτερη ταινία γίνεται όντως πραγματικότητα και… αποτυγχάνει παταγωδώς στο αμερικανικό box-office! Ίσως απλά να καθυστέρησε περισσότερο απ` όσο έπρεπε, μα ούτως ή άλλως θα ήταν πολύ δύσκολο να προσθέσει κάτι καινούριο σε ό,τι έχουμε ήδη δει και πραγματικά αδύνατον να εντυπωσιάσει αισθητικά όπως πρώτα. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως στο μεταξύ προηγήθηκε και το παρόμοιας τεχνοτροπίας, μα απολύτως αποτυχημένο από κάθε άλλη πλευρά «The Spirit». Το «Η Κυρία Θέλει Φόνο», λοιπόν, καταφτάνει εν έτει 2014 εξ ορισμού ξεπερασμένο…
Είναι αισθητό πως εδώ δεν υπάρχει η αίγλη του πρωτότυπου. Η ταινία θα μπορούσε να διαθέτει μια γοητευτικότερη νουάρ ατμόσφαιρα, αν οι Rodriguez και Miller μείωναν λίγο τους ρυθμούς και δεν εστίαζαν τόσο έντονα στη δράση και στη χάρτινη βία, από την οποία μάλιστα λείπει ένα ανατριχιαστικό περίβλημα διαστροφής που μπορούσε κανείς να διακρίνει στο πρώτο φιλμ. Η απουσία ενός απόκοσμα απειλητικού Elijah Wood ή κάποιου αποκρουστικά γλοιώδους κίτρινου τύπου με μεγάλα αυτιά είναι επίσης φανερή…
Αυτό που δε χάνεται μέσα στην κινηματογραφική επανάληψη είναι η ένοχη απόλαυση και η άρτια αισθητική προσέγγιση που την επιτείνει. Και με αυτήν τη σχετικά περίεργη αίσθηση διασκέδασης να υποβόσκει παντού, η αναπόφευκτη ανισότητα των ιστοριών του φιλμ στρέφεται, υπό μία έννοια, προς όφελός του. Γιατί, ενώ ως φινάλε έχουμε μια απερίγραπτα αδιάφορη ιστορία εκδίκησης με πρωταγωνίστρια την Jessica Alba, που κλείνει το φιλμ με τον πλέον άψυχο κι ανέμπνευστο τρόπο, το κεφάλαιο του Josh Brolin ανεβάζει σημαντικά το συνολικό επίπεδο και κερδίζει επάξια το ενδιαφέρον μας. Κάθε έπαινος για το επίτευγμα αυτό -που σώζει ολόκληρο το φιλμ- πηγαίνει στην τολμηρή στις κινηματογραφικές της εμφανίσεις Eva Green. Με μια φλογερά ερωτική ερμηνεία, η Green σε καθηλώνει, ερμηνεύοντας απολύτως πειστικά την «κυρία που για χάρη της αξίζει να σκοτώσεις», τη θανατηφόρα femme-fatale που ελκύει σαν μαγνήτης τους άντρες, για να αποδειχθεί μια από κάθε άποψη γοητευτική κι αληθινά αξιομνημόνευτη κινηματογραφική «κακιά». Η ιστορία του Joseph Gordon-Levitt, από την άλλη, παρακολουθείται με ενδιαφέρον, χωρίς όμως να προσφέρει κάτι το αξέχαστο.
Βαθμολογία: