Κβο Βάντις Άιντα;
- Quo Vadis, Aida?
- 2020
- Βοσνία & Ερζεγοβίνη
- Βοσνιακά, Σερβικά, Αγγλικά, Κροατικά, Ολλανδικά
- Δραματική, Δραματικό Θρίλερ, Εποχής, Ιστορική, Πολεμικό Δράμα
- 21 Οκτωβρίου 2021
Βοσνία, Ιούλιος του 1995. Η ντόπια Αΐντα χρησιμοποιείται στη μικρή πόλη της Σρεμπρένιτσα ως μεταφράστρια των δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών. Όταν ο σερβικός στρατός εισβάλει και καταλαμβάνει την πόλη, η οικογένεια της είναι αμέσα στους χιλιάδες που αποζητούν καταφύγιο από τα ΗΕ. Όντας μέσα στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται, η Αΐντα έχει πρόσβαση σε κρίσιμες πληροφορίες όπου και χρειάζεται να μεταφράζει. Τι να κάνει όμως με αυτές, όταν στον ορίζοντα των συνανθρώπων της δεν είναι ξεκάθαρο αν βρίσκεται η σωτηρία ή ο θάνατος.
Σκηνοθεσία:
Jasmila Zbanic
Κύριοι Ρόλοι:
Jasna Djuricic … Aida Selmanagic
Izudin Bajrovic … Nihad
Boris Isakovic … στρατηγός Ratko Mladic
Johan Heldenbergh … συνταγματάρχης Thom Karremans
Raymond Thiry … ταγματάρχης Rob Franken
Emir Hadzihafizbegovic … Joka
Edita Malovcic … Vesna
Ermin Bravo … ο δήμαρχος
Luna Zimic Mijovic … Lejla
Ermin Sijamija … Lalovic
Alban Ukaj … Tarik
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jasmila Zbanic
Παραγωγή: Damir Ibrahimovich, Jasmila Zbanic
Μουσική: Antoni Lazarkiewicz
Φωτογραφία: Christine A. Maier
Μοντάζ: Jaroslaw Kaminski
Σκηνικά: Hannes Salat
Κοστούμια: Malgorzata Karpiuk, Ellen Lens
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Quo Vadis, Aida?
- Ελληνικός Τίτλος: Κβο Βάντις Άιντα;
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Βοσνία & Ερζεγοβίνη)
- Υποψήφιο για Bafta ξενόγλωσσης ταινίας και σκηνοθεσίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
- Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και γυναικεία ερμηνεία (Jasna Djuricic) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για σενάριο.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 6/4/2021
Σε επίπεδο πολιτικής συζήτησης, η οποία είναι αναπόφευκτο να ανοίξει στην περίπτωση ενός φιλμ σαν το συγκεκριμένο, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα της κοινής γνώμης παγκοσμίως που δεν αποδέχεται ως πραγματικότητα τα εγκλήματα πολέμου της σερβικής πλευράς στον πόλεμο της Βοσνίας, που εκτυλίχθηκε κατά τη δεκαετία του 1990, αποδίδοντας κρυφά ύπουλης φύσεως κίνητρα σε όσους τα επισημαίνουν, ταυτισμένα συνήθως με σενάρια περί «νέας τάξης πραγμάτων». Διευκρινιστικά, όσο κι αν η Δύση μπορεί να είχε τη δική της, όχι και τόσο αθώα, ατζέντα γύρω από τα συγκεκριμένα γεγονότα, αρχικά μην παρεμβαίνοντας και αργότερα προχωρώντας σε βομβαρδισμούς που οδήγησαν και σε απώλειες αμάχων, και όσο κι αν υπάρχει και η διάσταση παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη μεριά του βοσνιακού στρατοπέδου σε μικρότερο αναλογικά βαθμό, η ίδια η ιστορία έχει καταγράψει τον ρόλο που δυστυχώς έπαιξε η Σερβία στα γεγονότα εκείνων των ημερών. Και η οδύνη των γεγονότων αυτών είναι ισοπεδωτική, τόσο που δεν γίνεται κανείς να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά από αυτά.
Για αυτό και το «Quo Vadis, Aida?» είναι ένα φιλμ με πολύ μεγάλη ποσότητα θυμού, και δικαιολογημένα. Πρόκειται όμως για έναν θυμό που μοιάζει να μην εκδηλώνεται ποτέ φωναχτά, είναι σαν μια βουβή κραυγή, από σεβασμό υποθέτει κανείς προς όλες εκείνες τις ψυχές της Σρεμπρένιτσα που χάθηκαν και δεν γίνεται με τίποτε να γυρίσουν πίσω, ή που υπέφεραν, και ακόμη και μετά το πέρασμα τόσων ετών, δεν έχουν φτάσει στην κάθαρση. Σε αυτή την περίπτωση, μια συγκρατημένη κινηματογραφικά προσέγγιση απέναντι στη βία σίγουρα είναι πιο ταιριαστή καλλιτεχνικά, αλλά και ηθικά. Η γυναικοκεντρική προσέγγιση του σεναρίου δίνει μια ξεχωριστή απόχρωση στο σύνολο, καθώς «πιάνει» συχνότητες που σχεδόν πάντα διαφεύγουν της προσοχής των πιο ανδροκρατούμενων σε νοοτροπία αντιπολεμικών φιλμ. Καταγράφεται με ανατριχιαστική ακρίβεια η αβεβαιότητα και ο τρόμος της εμπόλεμης κατάστασης για τον άμαχο πληθυσμό, με τη Zbanic να «ενορχηστρώνει» το χάος των πραγματικών περιστατικών με σκοπό να βγάλει τον θεατή από τη ζώνη άνεσής του, μεταφέροντας όσο μπορεί μέσω της κάμερας κάτι από την απόγνωση αυτού του βιώματος.
Ταυτόχρονα, η νοηματική είναι απλή, όχι όμως απλοϊκή. Γιατί όσο ξεκάθαρη είναι η εικόνα μιας διεθνούς κοινότητας που κοιτάζει από την άλλη ενώ λαμβάνουν χώρα αποτρόπαια γεγονότα, και μιας εθνικιστικής έξαρσης που οδήγησε σε απερίγραπτες φρικαλεότητες, άλλο τόσο λιγότερο αυτονόητο είναι για έναν κοινό νου να τη συλλάβει ως κάτι απτό, ως μια ιστορική πραγματικότητα, όχι μόνο τότε αλλά και διαχρονικά. Εξίσου αυτονόητα, η φόρμα είναι άκρως προσβάσιμη, όπως αρμόζει σε καταγγελτικό σινεμά που επιθυμεί να διαδοθεί όσο περισσότερο μπορεί, χωρίς όμως λαϊκίστικες επιλογές που θα έκαναν το τελικό αποτέλεσμα πιο ευτελές κινηματογραφικά, ενώ η πολιτική ανάλυση που επιχειρείται, ακριβώς επειδή ο στόχος είναι μια σχετικά ευρεία απήχηση, είναι περισσότερο γενικευμένα ουμανιστικού χαρακτήρα παρά ξεκάθαρα στρατευμένη ιδεολογικά.
Ειδικό βάρος έχει και ο επίλογος της Jasmila Zbanic. Ουσιαστικά διατυπώνει πως μπροστά σε ένα τόσο επώδυνο τραύμα, άραγε μπορεί κάποιος να πει πως «η ζωή συνεχίζεται»; Λειτουργεί ο χρόνος ως γιατρός ή απλά επιτείνει το εσωτερικό μαρτύριο ενός πένθους που είναι αδύνατον να σταματήσει; Υπάρχουν στοιχεία στα τελευταία λεπτά του φιλμ που θα μπορούσε κάποιος να ερμηνεύσει ως νότες ελπίδας, αλλά αυτό προϋποθέτει να αγνοήσει κανείς τα συντετριμμένα πρόσωπα και τη διάχυτη έλλειψη δικαίωσης, ή τουλάχιστον να υποτιμήσει τη βαρύτητά τους. Για να μη γίνει εκτεταμένη αναφορά σε μια πραγματικά συγκλονιστική σκηνή που προηγείται των προαναφερθέντων πινελιών, η οποία μέσα σε λίγα λεπτά και σε μόλις δύο λήψεις μεταδίδει με σπαρακτικό τρόπο το συναίσθημα της απώλειας. Είναι τόσο προσωπική η φύση της ταινίας και τόσο ευαίσθητη η θεματολογία, που η επισήμανση αδυναμιών αναλυτικά ίσως να είναι άστοχη, αν και υπάρχουν. Ίσως η μοναδική σοβαρή ένσταση να έγκειται στο πώς δίνεται έμφαση στο ατομικό δράμα έναντι του συλλογικού, με έναν τρόπο που μοιάζει να υπονομεύει άδικα το δεύτερο (ένα συχνό κινηματογραφικό ατόπημα που έχει εμφανιστεί διαχρονικά σε πολλές παραλλαγές κι έχει αναλυθεί αξέχαστα από το φινάλε του «Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία»).
Πολύ ισχυρό χαρτί αποτελεί σίγουρα η εξαιρετική πρωταγωνιστική ερμηνεία της Jasna Djuricic, τέτοιας εμβέλειας που κατά κάποιον τρόπο υπαγορεύει και καθοδηγεί το ύφος ολόκληρου του φιλμ. Είναι από αυτές τις ερμηνείες που διαθέτουν μια στωικότητα που φαντάζει εντελώς απροσποίητη, και που δύσκολα θα μπορούσε να επιτευχθεί με την ίδια γνησιότητα με ένα πιο αναγνωρίσιμο παγκοσμίως όνομα. Ως αντίπαλο δέος, εκπροσωπώντας το πώς το σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης μπορεί να αντικατοπτριστεί σε μια αυταρχική ηγεσία, είναι ανατριχιαστικό το πορτρέτο του στρατηγού Ratko Mladic από τον Boris Isakovic, αποτυπώνοντας ένα κακό που είναι τρομακτικό στο πόσο αποτελεσματικά χτίζει ένα ομοίωμα ορθολογισμού για να δώσει μια νομιμοποιητική βάση στην κτηνωδία. Οι δύο αυτές παρουσίες επισφραγίζουν και την κεντρική διαμάχη μεταξύ συμπόνιας και βαρβαρότητας που εντοπίζεται στη συλλογιστική της Zbanic και δίνουν το στίγμα σε μια ταινία που λειτουργεί τόσο ως μια απαραίτητη εισαγωγή στους αμύητους σε μία από τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας, όσο και ως μια υπενθύμισή της, σε καιρούς που οι διάφορου τύπου εντάσεις εξακολουθούν να ελλοχεύουν.
Βαθμολογία: