Μια γυναίκα, διψασμένη για αγάπη και επικοινωνία αλλά παγιδευμένη στη δυστυχία ενός καταπιεστικού γάμου, βρίσκει καταφύγιο σε έναν φανταστικό κόσμο εκδικητικής βίας. Σύντομα, πραγματικότητα και φαντασία συγχέονται.

Σκηνοθεσία:

Τώνια Μισιαλή

Κύριοι Ρόλοι:

Στέλα Φυρογένη … Ελπίδα

Αντρέας Βασιλείου … Κώστας

Πόπη Αβραάμ … Ελευθερία

Μάριος Ιωάννου … ο γιατρός

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Τώνια Μισιαλή, Άννα Φωτιάδου

Παραγωγή: Άντρος Αχιλλέως, Στελάνα Κληρή, Τώνια Μισιαλή

Μουσική: Julian Scherle

Φωτογραφία: Γιώργος Ραχματούλιν

Μοντάζ: Αιμήλιος Αβραάμ

Σκηνικά: Λυδία Μανδρινού

Κοστούμια: Κρίστη Πολυδώρου

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Παύση
  • Διεθνής Τίτλος: Pause

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο ένωσης κριτικών στο φεστιβάλ Πανόραμα.
  • Συμμετοχή στο τμήμα Ανατολικά της Δύσης του φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.
  • Βραβείο FIPRESCI και βραβείο της ΕΡΤ στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
  • Υποψήφιο για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη και πρώτο γυναικείο ρόλο (Στέλα Φυρογένη) στα βραβεία Ίρις.

Παραλειπόμενα

  • Πρωτόλεια μεγάλου μήκους ταινία για την Τώνια Μισιαλή.
  • Ο αρχικός τίτλος ήταν Εμμηνόπαυση (Menopause), αλλά άλλαξε όταν η ταινία μπήκε στο στάδιο παραγωγής.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 7/3/2019

Παρά τρίχα να έβγαινε εδώ ένα μοναδικό παράδειγμα για τα εγχώρια δεδομένα (αν και τυπικά πρόκειται για συμπαραγωγή με την Κύπρο). Αν μονάχα το πρώτο μισό χαρακτηριζόταν από τη δαιμόνια αμφισημία και την υπόκωφη απειλητικότητα των όσων ακολουθούν αργότερα… Η Τώνια Μισιαλή, εδώ στην πρώτη μεγάλου μήκους σκηνοθετική της απόπειρα, είναι εμφανές ότι τρέφει μια μεγάλη εκτίμηση προς την πολανσκική «Αποστροφή» και στο αποστασιοποιημένο ψυχογράφημα τύπου Haneke υιοθετώντας μια δύστροπη, αυστηρή αφήγηση με ελάχιστο διάλογο και πολλή υπόνοια. Ξέρει πως να στηρίξει το ύφος που ακολουθεί, μεταδίδοντας με τη σύνθεση των κάδρων της μια κλειστοφοβία τόσο έντονη που ενδέχεται να πετάξει κάποιους μη μυημένους θεατές εκτός. Κρίμα λοιπόν που η επιτυχία στη δημιουργία ενός κλίματος δεν είναι αντίστοιχη της δημιουργικότητας των ιδεών που εξερευνούνται, δίνοντας συχνά την εντύπωση της επανάληψης. Μέχρι τουλάχιστον να έρθει σε μια κορύφωση η συνθήκη που περιγράφεται, τα περισσότερα από τα σχήματα που εμφανίζονται είναι τετριμμένα για τα δεδομένα της ευρωπαϊκής κινηματογραφίας και καταλήγουν σε ελαφρώς προφανείς διαπιστώσεις. Ώσπου να έρθει η υπέρβαση από πλευράς πλοκής, αυτό που κάνει το όλο εγχείρημα να είναι δεμένο είναι η προαναφερθείσα ατμόσφαιρα που χτίζεται, που εκπέμπει μια αίσθηση τύπου ηρεμίας πριν από την καταιγίδα υποβάλλοντας αυτόν που παρακολουθεί σε μια κατάσταση άγχους που λίγα αντίστοιχα παραδείγματα έχει σε ελληνική περίπτωση.

Η σκηνοθέτις ευτύχησε όσον αφορά την πρωταγωνίστριά της: η Στέλα Φυρογένη, κατά βάση θεατρική ηθοποιός, αποδίδει άψογα μια οριακή προσωπικότητα στο μεταίχμιο της ολοκληρωτικής κατάρρευσης μεταβαίνοντας με εξαιρετική ομαλότητα και άνεση από το ένα στάδιο στο επόμενο πλησιάζοντας τα άκρα της λογικής, πλαισιωμένη μεν από ένα ως επί το πλείστον ικανό επιτελείο δευτεραγωνιστών (ξεχωρίζει ο Ανδρέας Βασιλείου) χωρίς όμως ποτέ να αφήνει κανέναν να της πάρει το «τιμόνι» από τα χέρια. Ακόμη κι όταν το σενάριο δεν σκιαγραφεί το άτομο που βρίσκεται στο επίκεντρο τόσο οξυδερκώς όσο νομίζει η ίδια σχεδόν πάντοτε θα βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά με την ικανότητά της να συμπληρώνει τα κενά που υπάρχουν στο κείμενο. Αυτό το γεγονός δεν μειώνει τη συνεισφορά της Μισιαλή, όσο κι αν είναι γεγονός ότι εδώ τα καταφέρνει καλύτερα στο πως θα χρησιμοποιήσει την κάμερα από το τι θα γράψει στο χαρτί. Δείχνει επίσης μια ατολμία ανά στιγμές που δεν τη βοηθάει να εκμαιεύσει το μέγιστο από τις δυνατότητες του υλικού της. Αυτά τα μειονεκτήματα δεν γίνεται να μην παρατηρηθούν, από την άλλη δικαιολογούνται λόγω του ότι πρόκειται περί ντεμπούτου, και δη ενός ανθρώπου που φαίνεται πως έχει κάτι να δώσει, απλά θέλει λίγο «ζέσταμα» ακόμη.

Τηρείται μια ενδιαφέρουσα ισοστάθμιση καθόλη τη διάρκεια: ποτέ το φιλμ δεν ξεπέφτει στον φτηνό εντυπωσιασμό και στην εύκολη λύση της θριλερικής ματιάς προκειμένου να καταστεί πιο ευκολοχώνευτο, δεν γίνεται όμως ταυτόχρονα και υπερβολικά απαιτητικό ή δύστροπο για να κερδίσει περισσότερους καλλιτεχνικούς πόντους μόνο και μόνο για αυτόν τον λόγο. Έχει βρεθεί περίπου η χρυσή τομή, το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι δεν υπάρχουν στοιχεία αρκούντως δυνατά για να απογειώσουν την εκτέλεση. Σωστή επιλογή πάντως να μην αποσυνδεθούν τα δρώμενα από ένα υπαρκτό κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της τρέχουσας επικαιρότητας στην Κύπρο, να μην απομονωθεί η όλη προσπάθεια σε ένα νοητό κάστρο απομακρυσμένο από την τοπική πραγματικότητα με αυτοσκοπό τις ποιοτικές δάφνες. Ακόμη κι αν το σύνολο σίγουρα επιδεχόταν βελτιώσεων, είναι ένα αξιόλογο τόλμημα ειδικά για τα δεδομένα της χώρας παραγωγής που επιβεβαιώνει συνάμα μια ευπρόσδεκτη τάση που εξαπλώνεται το τελευταίο χρονικό διάστημα για ένα διαφορετικής θεώρησης από το σύνηθες γυναικοκεντρικό σινεμά που ομιλεί την ελληνική. Κοινώς, πρόκειται για μυθοπλασία που στέκεται και δεν μοιάζει να προέκυψε από μια τρόπον τινά εργοστασιακή διαδικασία παρασκευής ή δίχως ολοκληρωμένο όραμα όπως γίνεται δυστυχώς με τόσες περιπτώσεις από Ελλάδα. Απλά ήθελε το κάτι παραπάνω για να αποτελέσει πραγματικά σημείο αναφοράς…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

6 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *