Στην Ταϊτή, ένα νησί της Γαλλικής Πολυνησίας, ο ύπατος αρμοστής της δημοκρατίας και στέλεχος της γαλλικής κυβέρνησης Ντε Ρολέ (ένας ευφυής άνδρας με άψογους τρόπους, ο οποίος κινείται στα υψηλότερα κλιμάκια της πολιτικής ενώ παράλληλα συναναστρέφεται και με συμπολίτες του από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα) καλείται να διαχειριστεί τις συνέπειες της εξάπλωσης μιας είδησης που φημολογείται εντόνως. Ακούγεται πως στην περιοχή εθεάθη ένα υποβρύχιο, του οποίου η απόκοσμη παρουσία θα μπορούσε να προαναγγέλλει την επιστροφή των γαλλικών πυρηνικών δοκιμών.

Σκηνοθεσία:

Albert Serra

Κύριοι Ρόλοι:

Benoit Magimel … De Roller

Pahoa Mahagafanau … Shannah

Marc Susini … ο ναύαρχος

Sergi Lopez … Morton

Matahi Pambrun … Matahi

Alexandre Melo … ο Πορτογάλος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Albert Serra

Παραγωγή: Pierre-Olivier Bardet, Dirk Decker, Joaquim Sapinho, Andrea Schutte, Albert Serra, Marta Vieira Alves

Μουσική: Joe Robinson, Marc Verdaguer

Φωτογραφία: Artur Tort

Μοντάζ: Ariadna Ribas, Albert Serra, Artur Tort

Σκηνικά: Sebastian Vogler

Κοστούμια: Praxedes de Vilallonga

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Pacifiction
  • Ελληνικός Τίτλος: Πασιφίξιον
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Pacifiction – Tourment sur les Iles

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
  • Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου (Benoit Magimel) και φωτογραφίας στα Cesar. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, μουσική, σκηνικά, κοστούμια, ήχο και ειδικά εφέ.

Παραλειπόμενα

  • Ο Albert Serra άντλησε για την ταινία κεφάλαια από Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία και Πορτογαλία.
  • Ο ισπανός σκηνοθέτης αρχικά ήθελε να γυρίσει μια ταινία στη Γαλλία αλλά όχι στο Παρίσι. Τότε ήρθε σε επαφή με αφηγήσεις της Tarita, της συζύγου του Marlon Brando από τη Γαλλική Πολυνησία, και εμπνεύστηκε το στόρι του.
  • Τα γυρίσματα στην Ταϊτή ολοκλήρωναν μέσα σε 25 μέρες, κι ενώ το νησί ήταν υπό καθεστώς απόλυτου lockdown λόγω της πανδημίας (αυτό είχε ανακοινωθεί ενώσω εξελίσσονταν ήδη τα γυρίσματα).
  • Σε κάθε λήξη υπήρχαν ανοιχτές τρεις κάμερες Blackmagic, ώστε οι ηθοποιοί να έχουν μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης στον χώρο. Οι τρεις αυτές κάμερες κατέγραψαν 180 ώρες η καθεμία, συνολικά δηλαδή 540 περίπου ώρες υλικού.
  • Πρώτη ταινία για τη συμπρωταγωνίστρια Pahoa Mahagafanau.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 10/8/2024

Ο σκηνοθέτης Albert Serra είναι γνωστός για την πρωτοποριακή και συχνά προκλητική του προσέγγιση στον κινηματογράφο. Οι ταινίες του χαρακτηρίζονται από μινιμαλιστική αισθητική, αργό ρυθμό, μεγάλες λήψεις και αραιούς διαλόγους. Συχνά δίνει έμφαση στο οπτικό και ατμοσφαιρικό στοιχείο έναντι των παραδοσιακών αφηγηματικών δομών. Αρκετές από τις ταινίες του Serra βασίζονται σε ιστορικές ή λογοτεχνικές πηγές: το «Honor de Cavalleria» (2006) είναι μια επανερμηνεία της ιστορίας του Δον Κιχώτη, ενώ το «La Mort de Louis XIV» (2016) απεικονίζει τις τελευταίες ημέρες του «Βασιλιά Ήλιου», Λουδοβίκου XIV.

Η πιο πρόσφατη ταινία του Serra, το «Pacifiction» (2022), εξερευνά θέματα αποικιοκρατίας, πολιτικής ίντριγκας και υπαρξιακού τρόμου, με φόντο το καταπράσινο, παραδεισένιο σκηνικό της Γαλλικής Πολυνησίας. Η ιστορία επικεντρώνεται στον De Roller (Benoît Magimel), τον γάλλο ύπατο αρμοστή που σταθμεύει στην Ταϊτή, ο οποίος ταξιδεύει στα θολά νερά της πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Μια σημαντική σεναριακή επιπλοκή είναι η άφιξη ενός γάλλου ναυάρχου και μερικών πεζοναυτών, που πυροδοτούν φήμες για ύπαρξη γαλλικού υποβρύχιου στα τοπικά ύδατα, και με την πιθανότητα επανέναρξης των πυρηνικών δοκιμών. Αυτή η φημολογία δημιουργεί ένταση και ανησυχία στους ντόπιους, καθώς στο παρελθόν η περιοχή είχε γίνει χώρος πυρηνικών δοκιμών με καταστροφικά αποτελέσματα για τους ανθρώπους και τη φύση.

Ο De Roller, του οποίου η δουλειά είναι να διατηρεί την τάξη και να επιβλέπει τα γαλλικά συμφέροντα, βρίσκεται μπλεγμένος σε έναν ιστό εξαπάτησης, ασάφειας και αβεβαιότητας καθώς προσπαθεί να καθησυχάσει τον τοπικό πληθυσμό, ενώ αντιμετωπίζει την αινιγματική παρουσία ξένων δυνάμεων και σκιωδών μορφών. Οι αλληλεπιδράσεις του με τον τοπικό πληθυσμό και την ελίτ του νησιού αναδεικνύουν τις περίπλοκες, συχνά εκμεταλλευτικές σχέσεις που καθορίζουν τις μετα-αποικιακές κοινωνίες.

Η αφηγηματική προσέγγιση του Serra τονίζει την ασάφεια, αφήνοντας το κοινό να αναρωτηθεί τι είναι πραγματικό και τι κατασκευασμένο. Πέρα από τα πολιτικά του θέματα, το «Pacifiction» εμβαθύνει στην προσωπική απομόνωση και τον υπαρξιακό τρόμο που βιώνει ο De Roller. Παρά τη θέση εξουσίας του, παρουσιάζεται ως μια μοναχική φιγούρα, αποκομμένη τόσο από τους ντόπιους όσο και από τη δική του κυβέρνηση. Το καταπράσινο, τροπικό σκηνικό έρχεται σε αντίθεση με τη βαθιά αίσθηση της αποξένωσης που διαπερνά την ταινία, υπογραμμίζοντας την ιδέα ότι ο παράδεισος μπορεί επίσης να είναι ένας τόπος υπαρξιακής απόγνωσης.

Το σκηνοθετικό στυλ του Serra χαρακτηρίζεται από μακριές, διαλογιστικές λήψεις και μια ονειρική ατμόσφαιρα. Ο αργός ρυθμός και η μαγεία των εικόνων τραβούν τον θεατή στον κόσμο της Ταϊτής, δημιουργώντας μια αίσθηση βύθισης που αντικατοπτρίζει την παγίδευση του ίδιου του De Roller στο περιβάλλον του. Η χρήση του φυσικού φωτός και η προσεκτική σύνθεση των πλάνων συμβάλλουν στη στοιχειωτική, απόκοσμη ποιότητα της ταινίας.

Ο De Roller απεικονίζεται ως ένας πολύπλοκος, πολύπλευρος χαρακτήρας. Στην επιφάνεια είναι ευγενικός, σίγουρος και έγκυρος, αλλά κάτω από αυτό το εξωτερικό κρύβεται ένας άντρας που παλεύει με την αβεβαιότητα και την απώλεια ελέγχου. Οι αλληλεπιδράσεις του με διάφορους χαρακτήρες, από τοπικούς ηγέτες μέχρι μυστηριώδεις ξένους, αποκαλύπτουν την εύθραυστη φύση της εξουσίας του. Η ταινία υποδηλώνει ότι ο De Roller, όπως και το αποικιακό σύστημα που εκπροσωπεί, δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου. Η ερμηνεία του Benoît Magimel είναι εξαιρετική χάρη στην ικανότητά του να μεταδίδει την περίπλοκη εσωτερική ζωή του χαρακτήρα μέσω χαρακτηριστικών εκφράσεων και μανιερισμών. Ωστόσο τις εντυπώσεις κλέβει η σαγηνευτική  φιγούρα της Pahoa Mahagafanau, σε μια απίστευτα συναρπαστική ερμηνεία ως πληροφοριοδότρια και ερωμένη του De Roller.

Μια τόσο ενδιαφέρουσα υπόθεση και ένα σύνολο επιρροών που μοιάζει με έναν συνδυασμό John Le Carré και Graham Greene, θα μπορούσε να καταστήσει το «Pacifiction» ένα εξαιρετικό πολιτικό θρίλερ. Όμως ο Serra υιοθετεί μια νωχελική, σχεδόν υπνωτική αφήγηση, χωρίς ένταση και νεύρο, που δεν ταιριάζει στο είδος. Εγκαταλείπει γρήγορα την ανάπτυξη μιας ελκυστικής πλοκής που θα έδινε αφηγηματική ώθηση και παραδίδεται χωρίς μέτρο σε έναν οπτικό διαλογισμό και καλλιγραφική ενατένιση. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία με μονότονο αφηγηματικό βηματισμό, χωρίς συνοχή και εξάρσεις, με αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια σε σχέση με την ελάχιστη δράση, ενώ ταυτόχρονα αγγίζει επιφανειακά σοβαρά ζητήματα χωρίς να εμβαθύνει σε αυτά. Ο ληθαργικός ρυθμός και η ασάφεια της ταινίας μπορεί να μην αρέσει σε όλους τους θεατές, καθιστώντας την ένα έργο που είναι πιο πιθανό να εκτιμηθεί περισσότερο από τους λάτρεις του κινηματογράφου τέχνης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *