Λος Άντζελες, 1969, κι ενώ το Χόλιγουντ ζει στον ρυθμό των χίπις. Δύο παλιόφιλοι, ο Ρικ Ντάλτον, πρώην αστέρι τηλεοπτικού γουέστερν, και ο Κλιφ Μπουθ, ο σταθερός κασκαντέρ του, παλεύουν να καταφέρουν, κι ενώ κανείς πλέον δεν τους αναγνωρίζει. Ο Ρικ, όμως, έχει μια πολύ διάσημη γειτόνισσα… τη Σάρον Τέιτ.

Σκηνοθεσία:

Quentin Tarantino

Κύριοι Ρόλοι:

Leonardo DiCaprio … Rick Dalton

Brad Pitt … Cliff Booth

Margot Robbie … Sharon Tate

Kurt Russell … Randy

Timothy Olyphant … James Stacy

Al Pacino … Marvin Schwartz

Dakota Fanning … Lynette ‘Squeaky’ Fromme

Luke Perry … Wayne Maunder

Margaret Qualley … Pussycat

Damian Lewis … Steve McQueen

Bruce Dern … George Spahn

Emile Hirsch … Jay Sebring

Scoot McNairy … ‘Business’ Bob Gilbert

Damon Herriman … Charles Manson

Austin Butler … Charles ‘Tex’ Watson

Lena Dunham … Catherine ‘Gypsy’ Share

Nicholas Hammond … Sam Wanamaker

Spencer Garrett … Allen Kincade

Clifton Collins Jr. … Ernesto ‘The Mexican’ Vaquero

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Quentin Tarantino

Παραγωγή: David Heyman, Shannon McIntosh, Quentin Tarantino

Φωτογραφία: Robert Richardson

Μοντάζ: Fred Raskin

Σκηνικά: Barbara Ling

Κοστούμια: Arianne Phillips

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Once Upon a Time in… Hollywood
  • Ελληνικός Τίτλος: Κάποτε στο… Χόλιγουντ
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Once Upon a Time in Hollywood

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου (Brad Pitt) και σκηνικών. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Leonardo DiCaprio), αυθεντικό σενάριο, φωτογραφία, κοστούμια, ήχο και ηχητικά εφέ.
  • Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ), δεύτερου αντρικού ρόλου (Brad Pitt) και σεναρίου. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Leonardo DiCaprio) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
  • Βραβείο Bafta δεύτερου αντρικού ρόλου (Brad Pitt). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Leonardo DiCaprio), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Margot Robbie), σενάριο, κάστινγκ, μοντάζ, σκηνικά και κοστούμια.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο Palm Dog.

Παραλειπόμενα

  • Ο Tarantino εργάστηκε χρόνια πάνω στο κείμενο (η ιδέα είχε γεννηθεί όταν γύριζε το Death Proof), με στόχο να φτάσει εδώ στο απόγειο της δημιουργίας του. Τα πέντε πρώτα χρόνια το δούλευε ως μυθιστόρημα, μην έχοντας αποφασίσει αν γίνει ποτέ σενάριο. Μια άλλη εκδοχή του ήταν να γίνει μονόπρακτο θεατρικό.
  • Για να χτίσει τον χαρακτήρα του Ντάλτον, ο Tarantino έγραψε πέντε επεισόδια από τη μυθοπλαστική σειρά Bounty Law (εμπνευσμένη από το Wanted Dead or Alive με τον Steve McQueen), αισθανόμενος πάθος για τις τηλεοπτικές σειρές γουέστερν των 1950.
  • Ανακοινωμένο τον Ιούλιο του 2017 ως ένα σχέδιο που αφορά τον Charles Manson, είναι το πρώτο φιλμ του Tarantino μακριά από τη The Weinstein Company, κόβοντας δεσμούς με το στούντιο μετά το σεξουαλικό σκάνδαλο του Harvey Weinstein.
  • Ήταν αρκετά τα στούντιο που πάλεψαν για τη διανομή, με τη νικήτρια Sony Pictures να κερδίζει υπό τους όρους πως ο Tarantino θα έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην ταινία, αλλά και ένα διαθέσιμο μπάτζετ 95 εκατομμυρίων δολαρίων.
  • Υποψήφιοι για ρόλους ήταν οι: Samuel L. Jackson, Jennifer Lawrence και Tom Cruise. Ο τελευταίος έχασε τη θέση στις οντισιόν από τον Brad Pitt.
  • Ως Τζορτζ Σπαν είχε αρχικά προσληφθεί ο Burt Reynolds, αλλά έφυγε από τη ζωή λίγες ημέρες πριν τα προγραμματισμένα του γυρίσματα.
  • Έσχατη ταινία για τον Luke Perry, που πέθανε τον Μάρτιο του 2019, με το φιλμ να αφιερώνεται στη μνήμη του. Ειρωνικά, ο αληθινός χαρακτήρας που ερμηνεύει, αυτός του Wayne Maunder, έφυγε κι αυτός από τη ζωή τον προηγούμενο χρόνο.
  • Tim Roth, Michael Madsen, James Marsden, James Remar και Danny Strong γύρισαν σκηνές, αλλά αυτές κόπηκαν στο τελικό μοντάζ.
  • Ο Macaulay Culkin είχε περάσει κι αυτός από οντισιόν, κάτι που δεν είχε κάνει επί 8 έτη.
  • Παρότι ο δημιουργός δεν ήθελε καθόλου ψηφιακή τεχνολογία στην αναπαράσταση της τότε εποχής, χρησιμοποιήθηκαν πάνω από 75 ψηφιακά πλάνα.
  • Έγινε, μετά το Django ο Τιμωρός, η εμπορικότερη ταινία του Tarantino. Το κόστος έμεινε στα 96 εκατομμύρια δολάρια, αλλά τα κέρδη έφτασαν στα 374,6.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Tarantino και ο Mary Ramos, ο υπεύθυνος του σάουντρακ, άκουσαν 14 ώρες αυθεντικού προγράμματος του ραδιοσταθμού KHJ-AM από το 1969, ώστε να καταλήξουν στις τελικές επιλογές. Κι ενώ προσεγγίσθηκε αρχικά η Lana Del Rey να γράψει κάτι ορίτζιναλ, αποφασίστηκε όλες οι επιλογές να είναι προ του 1970, αναζητούμενες από τη συλλογή δίσκων του σκηνοθέτη.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 21/8/2019

Ακόμη και στις σχετικά υποδεέστερες στιγμές της φιλμογραφίας του, ο Quentin Tarantino επιδεικνύει μια ρομαντική αφοσίωση στα παλιομοδίτικα γνωρίσματα της «μάρκας» σινεμά που έχει εγκαθιδρύσει κατά τη διάρκεια της ενεργής ενασχόλησής του με την έβδομη τέχνη, αφενός βασιζόμενος πολύ περισσότερο από τον μέσο όρο των φιλμ που γυρίζονται σήμερα στον διάλογο ως μέσο ανάπτυξης της ιστορίας και των χαρακτήρων, αφετέρου αναπαράγοντας την γκροτέσκ βία που παρακολούθησε πολλάκις στις άφθονες b-movies της δεκαετίας του 1970 που κατανάλωσε στα νεανικά του χρόνια. Εδώ βασίζεται τόσο πολύ στο πρώτο εκ των δύο συστατικών, που είναι πολύ πιθανό να απωθήσει τη μερίδα του κοινού του που έλκεται από το ύφος του, κυρίως επειδή απολαμβάνει περισσότερο την εκρηκτική του πλευρά. Κι όμως, παρά τη φαινομενική αντικινηματογραφικότητα κάποιων σκηνών που συμβάλλουν στη θηριώδη διάρκεια των 161 λεπτών, το «Κάποτε στο Χόλιγουντ» κατορθώνει να καθηλώσει, διότι έχει στο τιμόνι έναν δημιουργό που ξέρει να μανιπουλάρει τον θεατή με απίστευτη μαεστρία όσον αφορά το χτίσιμο μιας υποβόσκουσας έντασης, και τον χειρισμό (έκθεση ή απόκρυψη) των σχετικών με τους ήρωες πληροφοριών που γίνεται με τρόπο τέτοιο, ώστε αυτός που παρακολουθεί τα επί της οθόνης δρώμενα καταλήγει να κρέμεται από τα λεγόμενα, αποζητώντας εναγωνίως όλο και περισσότερα στοιχεία και ταυτόχρονα μπαίνοντας σε μια διαδικασία να αποκωδικοποιήσει όσα του σερβίρονται, προκειμένου να εξάγει σχετικά συμπεράσματα γύρω από το ποιόν και τα κίνητρα των προσώπων που μετέχουν στη δράση.

Σε επίπεδο σημειολογίας πολλά μπορούν και είναι απαραίτητο να ειπωθούν, μιας και κάτω από τα δεκάδες ροκ τραγούδια της δεκαετίας του 1960, τις κουλ ατάκες και την επίδειξη κινηματογραφικής τεχνικής υψηλού επιπέδου εκ μέρους του Tarantino (με την πάντα καλοδεχούμενη βοήθεια του Robert Richardson στη φωτογραφία) είναι πιθανό να χαθεί και το «ζουμί» του φιλμ από μια εστίαση που θα μείνει στην επιφάνεια. Ο στοχασμός που επιτελείται εδώ πάνω στο μέσο του σινεμά αποτελεί έναν στενό συγγενή του τύπου της προβληματικής των «Άδωξων Μπάσταρδων», διατυπωμένο όμως εδώ με μικρότερη δοσολογία αυθάδειας, η οποία όμως δεν απουσιάζει και παντελώς. Από τη μία είναι ευχάριστο γεγονός η φάση της ωριμότητας την οποία διασχίζει ο εκ του Τενεσί ορμώμενος σκηνοθέτης, από την άλλη γίνεται αισθητή η σχετική έλλειψη του χαρακτηριστικού δημιουργικού του θράσους, αφήνοντας έτσι ένα γλυκόπικρο συναίσθημα για έναν κινηματογραφιστή που σε βάθος χρόνου έχει αλλάξει, εγκαταλείποντας εν μέρει μια παρελθοντική αναίδεια που έβαλε το λιθαράκι της για να μετασχηματιστεί ο κινηματογράφος των τριών τελευταίων δεκαετιών. Η νοηματική εδώ δεν αποτελεί μια εύκολη επανάληψη όσων είχαν διατυπωθεί δέκα χρόνια πριν από τον ίδιο δημιουργό. Αυτό που προστίθεται εδώ είναι κάτι φαινομενικά απλό, που όμως δεν γίνεται εύκολα συνειδητό από μεγάλη μερίδα του κοινού, λόγω των σχημάτων που έχουν καθιερωθεί από τον εμπορικό κινηματογράφο: ότι το σινεμά δεν υποχρεούται να αποτελεί εξιδανίκευση για να μαγέψει και να κάνει την υπέρβαση. Οι χαρακτήρες τόσο του Leonardo DiCaprio όσο και του Brad Pitt διαθέτουν πολύ σκοτεινές, ακόμη και απεχθείς πλευρές, αλλά αυτό δεν στέκεται εμπόδιο όταν καλούνται από το σενάριο να εξυπηρετήσουν έναν ρόλο ανώτερο, ως και καθαρτικό, απέναντι στη θεματολογία με την οποία αναμετρούνται.

Μια τελευταία επεξήγηση ως προς το αν η στάση που παίρνει ο Tarantino απέναντι στους ακόλουθους του Manson είναι και μια πολεμική ενάντια στον χιπισμό εν γένει: η ίδια η Sharon Tate υπήρξε πραγματικό, και όχι ψευδεπίγραφο, ελευθεριακό σύμβολο για το τραγικά σύντομο χρονικό διάστημα που απασχόλησε τη δημόσια σφαίρα, και από τη στιγμή που το συγκεκριμένο φιλμ αποτελεί έναν γεμάτο τρυφερότητα φόρο τιμής προς το πρόσωπό της (που το αντιμετωπίζει με την ίδια προσοχή με την οποία κάποιος κουβαλάει ένα εύθραυστο αντικείμενο), το μόνο σίγουρο είναι πως η ταινία δεν επιχαίρει για το τέλος μιας εποχής που άλλαξε πολλά στον κατεστημένο τρόπο σκέψης σαν υπερήλικας οπαδός της εναλλακτικής δεξιάς. Έχοντας στο τιμόνι έναν πραγματικά έξοχο DiCaprio που πλάθει με δεξιοτεχνία έναν πολύπτυχο, άκρως ιντριγκαδόρικο χαρακτήρα (χαλάλι τα τέσσερα χρόνια απουσίας από τη μεγάλη οθόνη), το «Κάποτε στο Χόλιγουντ» είναι ακόμη μία πλούσια προσθήκη σε μια ζηλευτή φιλμογραφία εκ μέρους του ιθύνοντα νου της.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *