Η Νύχτα και η Πόλη
- Night and the City
- 1950
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Γκανγκστερική, Δραματικό Θρίλερ, Νουάρ
Ο Χάρι Φέιμπιαν, ένας ευφυής μικροαπατεώνας, φιλοδοξεί να πιάσει την καλή επενδύοντας στην ελληνορωμαϊκή πάλη, πηγαίνοντας κόντρα στο μονοπώλιο του γκάνγκστερ Κρίστο. Παγιδεύεται όμως σ’ έναν κύκλο ανταγωνισμών κι εκβιασμών, συνέπεια και της υπέρμετρης φιλοδοξίας του.
Σκηνοθεσία:
Jules Dassin
Κύριοι Ρόλοι:
Richard Widmark … Harry Fabian
Gene Tierney … Mary Bristol
Googie Withers … Helen Nosseross
Hugh Marlowe … Adam Dunn
Francis L. Sullivan … Philip Nosseross
Herbert Lom … Hermes Kristo
Stanislaus Zbyszko … Gregorius Kristo
Mike Mazurki … ο στραγγαλιστής
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jo Eisinger
Παραγωγή: Samuel G. Engel
Μουσική: Benjamin Frankel, Franz Waxman
Φωτογραφία: Mutz Greenbaum
Μοντάζ: Nick DeMaggio, Sidney Stone
Σκηνικά: C.P. Norman
Κοστούμια: Ivy Baker
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Night and the City
- Ελληνικός Τίτλος: Η Νύχτα και η Πόλις [αυθεντικός]
- Εναλλακτικός Τίτλος: The Night and the City
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Η Νύχτα και η Πόλη [επανέκδοσης]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Η Νύχτα & η Πόλη (1992)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Night and the City του Gerald Kersh.
Παραλειπόμενα
- Το 1948 και το 1949, το όνομα του Jules Dassin εμπλέκεται με τουλάχιστον τρεις κομουνιστικές οργανώσεις. Ο Darryl F. Zanuck τον κάλεσε στο γραφείο του για να τον προειδοποιήσει για την επικείμενη συμπερίληψη του στη μαύρη λίστα, αλλά και να του πει ότι προλάβαινε να κάνει ακόμα μία ταινία για την 20th Century-Fox. Του έδωσε στο χέρι μια κόπια από το μυθιστόρημα του Gerald Kersh, και τον έστειλε να γυρίσει την ταινία στο Λονδίνο, μακριά από πιθανές ανακρίσεις. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του, είχε ήδη ανεπίσημα μπει στη λίστα, και δεν επιτρέπονταν στο στούντιο να επεξεργαστεί υπό οποιοδήποτε τρόπο την ταινία.
- Ένας από τους λόγους που ο Zanuck επέλεξε το Λονδίνο ήταν επειδή εκεί η εταιρία του είχε “παγωμένα” κεφάλαια που δεν μπορούσαν λόγω των τοπικών νόμων να χρησιμοποιηθούν εκτός Βρετανίας.
- Μέρος των γυρισμάτων πραγματοποιήθηκαν στα Shepperton Studios, αλλά ο κύριος όγκος όσων βλέπουμε είναι σε διάφορες τοποθεσίες του Λονδίνου.
- Η θρυλική τζαζ ερμηνεύτρια Adelaide Hall εμφανίζονταν σε μια σκηνή, η οποία όμως κόπηκε στο μοντάζ.
- Ο Dassin θα δηλώσει μετά από χρόνια ότι η συμμετοχή της Gene Tierney ήρθε μετά από παράκληση του Zanuck, ο οποίος ανησυχούσε για τις αυτοκτονικές της τάσεις.
- Ο Dassin θα αποκαλύψει ότι δεν διάβασε το βιβλίο του Gerald Kersh, τουλάχιστον πριν την πρεμιέρα της ταινίας.
- Η βρετανική βερσιόν είναι 6 λεπτά μεγαλύτερη από την αμερικανική, ενώ υπάρχουν αρκετές επιμέρους διαφορές ακόμα και σε διαλόγους. Για τον αμερικανό σκηνοθέτη ήταν η αμερικανική που βρίσκονταν πιο κοντά στο όραμα του.
- Το 1992 θα έρθει ένα ριμέκ από τον Irwin Winkler με τον Robert De Niro και την Jessica Lange.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στη βρετανική εκδοχή ακούγεται η μουσική του Benjamin Frankel, αλλά στην αμερικανική αυτή του Franz Waxman.
- Η Maudie Edwards υποκαθιστά την Gene Tierney στο τραγούδι Here’s to Champagne.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 25/5/2008
Πολύ σπάνια στον κινηματογράφο ένας τίτλος κατατοπίζει σε τόσο μεγάλο βαθμό την καρδιά μιας ταινίας. Η νύχτα σημαδεύει τη δημιουργία του Dassin αφού είναι γυρισμένη κατά καταλυτικό ποσοστό στα σκοτάδια της, ενώ η πόλη είναι το Λονδίνο, που ψυχογραφείται σαν να είναι ένας ζωντανός χαρακτήρας. Και τα δύο είναι φυσικά αποτελέσματα του κυνηγιού μαγισσών που έδιωξε τον σκηνοθέτη από τις ΗΠΑ. Το σκοτάδι της επικείμενης εξορίας στην ψυχή του, και η πόλη που απλά υποκαθιστά την πατρίδα του που φαντάζει πιο απειλητική από ποτέ.
Η Νύχτα και η Πόλη είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα και καλύτερα φιλμ-νουάρ που βγήκαν ποτέ σε σελιλόιντ. Ο Jules Dassin το βλέπει σαν ένα ξαναδιάβασμα του Ο Δράκος του Ντίσελντορφ, μόνο που αυτή τη φορά ο ήρωας είναι αθώος, όπως ένοιωθε κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης μετά τον διωγμό του από τις ΗΠΑ. Το λαϊκό δικαστήριο είναι πλέον στημένο και οι χίλιες λίρες της αμοιβής αντιστοιχούν σε τριάντα αργύρια. Ο Richard Widmark αναπαράγει μια τραγική φυσιογνωμία βγαλμένη τόσο από τα σημεία των καιρών του, όσο κι από την αρχαία ελληνική τραγωδία. Είναι ένα πιόνι μιας προγεγραμμένης μοίρας, τόσο σκληρής όσο και άδικης.
Το Λονδίνο σκιαγραφείται σαν ένας σκοτεινός ήρωας, με τους δικούς του νόμους, τους δικούς του ανθρώπους, την κρυμμένη του μιζέρια. Εδώ δεν επικρατεί το αμερικανικό όνειρο, κι ο καθένας ξέρει τη λούμπεν θέση του. Μονάχα ο κεντρικός ήρωας βρίσκεται σε λάθος μέρος, ένας καλλιτέχνης χωρίς τέχνη, ένας ονειροπόλος… που δεν κοιμάται τα βράδια ώστε να ονειρευτεί σωστά. Και ένας δικός μας Έλληνας (μια σύμπτωση σε σχέση με το μέλλον του αμερικανού δημιουργού) διοικεί τον υπόκοσμο κι εφαρμόζει το λαϊκό δίκαιο, κρατώντας το χρήμα. Ο γέρος πατέρας του δεν μπορεί να παίξει με τους – στημένους – κανόνες του γιου του και πληρώνει το τίμημα της καθαρότητας του. Εδώ στο νυχτερινό Λονδίνο δεν χωράει το ελληνικό φιλότιμο. Εδώ στο νυχτερινό Λονδίνο δεν φτουράει η αγάπη. Εδώ βασιλεύουν οι σκιές…
Ο Dassin, πάλι επηρεασμένος από το σινεμά του Fritz Lang και των άλλων γερμανών των 1920, παίζει ένα ανορθόδοξο παιχνίδι με την κάμερα. Στραβώνει την ορθότητα των γωνιών και πλάθει δωμάτια απειλής ή απλά «άλλης» λογικής. Οι σκιές ζωγραφίζουν πάνω στα πρόσωπα μια δική τους ψυχοσύνθεση, τους δικούς τους νόμους, τη νίκη τους επί του φωτός. Προκαταβάλουν διαθέσεις, προλέγουν σαν προφήτες τα μέλλοντα, γράφουν στην ψυχολογία του ερμηνευτή και του θεατή. Μα αλίμονο, κανείς από τους ήρωες δεν διακρίνει την απειλητική σκιά στο πρόσωπο του. Ίσως γιατί νομίζει ότι το φυσιολογικό είναι να ζεις νύχτα, σαν τα βαμπίρ, και όχι μέρα, όπως η κοπέλα που αγαπάει τον κεντρικό ήρωα, φωτεινή αντίθεση σε ένα καζάνι που βράζει…
Μπορεί το φιλμ-νουάρ να επεξεργάστηκε εκτενέστερα από τους Αμερικανούς, εξυψώθηκε όμως παράλληλα και σε ευρωπαϊκό έδαφος, αν θυμηθούμε και τον Δράκο του Ντίσελντορφ ή τον Τρίτο Άνθρωπο. Μαζί με αυτά τα δύο στην κορυφή, η Νύχτα και η Πόλη μπλέκει τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και το νουάρ, παράγοντας απλά ένα αριστούργημα. Υπάρχει μεγάλη δόση συμβολισμού, αλλά και προσωπικά φαντάσματα του Dassin κρυμμένα πίσω από τα σκοτεινά, ανορθόδοξα πλάνα. Ο Richard Widmark ερμηνεύει όπως ποτέ, περιτριγυρισμένος από έναν πολυπρόσωπο θίασο δαιμόνων και αγγέλων, ως το προγεγραμμένο τραγικό φινάλε, καθαρτήριο για νεκρούς και ζωντανούς. Μια ταινία σταθμός του είδους της, μια ταινία επίδειξη σκηνοθετικής δεινότητας, ένα σενάριο δαιδαλώδες και υπερβατικό, ένα έργο τέχνης!
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 15/8/2024
Ενώ οι τίτλοι έναρξης κυλούν πάνω στις νυχτερινές αστικές εικόνες, υψώνεται η φωνή ενός ανώνυμου αφηγητή: «Η νύχτα και η πόλη… η νύχτα η σημερινή, η αυριανή ή οποιαδήποτε νύχτα… η πόλη είναι το Λονδίνο».
Ένας άντρας τρέχει στους νυχτερινούς και έρημους δρόμους, κατεβαίνει σκάλες, γυρίζει να δει… Τρέχει ξανά. Ένα κοντινό πλάνο του προσώπου του αντανακλά την ανησυχία του. Μοιάζει σαν να τον κυνηγούν κι όμως σπαταλά χρόνο για να μαζέψει ένα πεσμένο λουλούδι στην άσφαλτο και να το στερεώσει στο σακάκι του. Τελικά μπαίνει σε ένα κτίριο. Πού πηγαίνει; Εκεί που καταφεύγει πάντα, στη Mary (Gene Tierney), την αγαπημένη του που δεν μπορεί παρά να τον βοηθήσει όταν την εκλιπαρεί για μετρητά.
Αυτός ό άντρας είναι ο Harry Fabian (Richard Widmark). Εργάζεται ως κράχτης στο «Silver Fox», ένα νυχτερινό κέντρο του που ανήκει στον Phil Nosseross (Francis L. Sullivan) και τη σύζυγό του, Helen (Googie Withers). Σε μια από τις «περιοδείες» του στην πόλη, ο Harry παρακολουθεί έναν αγώνα πάλης που διευθύνει το αφεντικό του υποκόσμου Kristo (Herbert Lom), ο οποίος ελέγχει τους αγώνες πάλης του Λονδίνου. Εκεί, ο πατέρας του Kristo, ο ηλικιωμένος έλληνας πρωταθλητής της ελληνορωμαϊκής Γρηγόριος ο Μέγας (Stanislaus Zbyszko) κατηγορεί τον γιο του ότι προσφέρει «εμπορικούς» αγώνες ανάξιους αυτής της πανάρχαιας τέχνης. Η ελληνορωμαϊκή πάλη ήταν κάποτε ολυμπιακό άθλημα και επιτρεπόταν οι λαβές μόνο πάνω από τη μέση. Αυτό απαιτούσε περισσότερη δεξιοτεχνία από τη σημερινή πάλη με τα βρώμικα και βάναυσα κτυπήματα. Ο τυχοδιώκτης Harry βλέπει μια νέα ευκαιρία και προσπαθεί να την εκμεταλλευτεί: με κολακείες κερδίζει την εμπιστοσύνη του Γρηγορίου αποσκοπώντας να στήσει μια δική του επιχείρηση πάλης, σπάζοντας το μονοπώλιο του Kristo. Ωστόσο, για να ξεκινήσει χρειάζεται τετρακόσιες λίρες, τις οποίες καταφέρνει να υφαρπάξει από τον Phil με την κρυφή συνεννόηση της Helen. Σε αντάλλαγμα, η Helen περιμένει από τον Harry να τη βοηθήσει να πάρει άδεια για ένα δικό της νυχτερινό κέντρο, για να δραπετεύσει επιτέλους από τον απεχθή σύζυγό της. Πεπεισμένος ότι ο Harry έχει ερωτική σχέση με την Helen, ο Phil καταστρώνει ένα σατανικό σχέδιο εκδίκησης, που θα υποχρεώσει τον Kristo να εξοντώσει τον Harry. «Έχεις τα πάντα», του λέει παγερά ο Phil. «Μα είσαι νεκρός».
Η «Νύχτα και η Πόλη» διαδραματίζεται σε ένα μεταπολεμικό Λονδίνο που απεικονίζεται στην οθόνη από τον Jules Dassin και τον ιδιοφυή γερμανό κινηματογραφιστή Mutz Greenbaum (Max Greene) ως μια ζοφερή, ανελέητη αστική ζούγκλα αντανακλώντας την αποξένωση και την απελπισία των κατοίκων. Μια δαιδαλώδης πόλη, ένας ιστός αράχνης από σκοτεινά σοκάκια, σκάλες, στενά διαμερίσματα, ανησυχητικές αυλές, μέσα στο οποίο κινείται μια ετερόκλητη και απειλητική πανίδα λούμπεν χαρακτήρων: ψεύτικων ζητιάνων και αναπήρων, γκάνγκστερ, κραχτών, κλεφτών και νταβατζήδων. Σε αυτό τον ρυπαρό βάλτο ευδοκιμούν κάθε είδους ανθρώπινα παράσιτα που ασκούν τις άθλιες τέχνες του εγκλήματος και της διαφθοράς. Οι αμυδρά φωτισμένοι δρόμοι, απόκοσμα έρημοι και σπαρμένοι με τρομακτικά μπλοκ σκιάς, κουβαλούν μια αποπνικτική δυσωδία αποσύνθεσης. Μέσα σε αυτό τον σάπιο κόσμο της ανομίας το αιώνια αισιόδοξο και ενεργητικό αγόρι, ο Harry Fabian, αναζητά την τύχη του. Όμως πώς μπορεί να είναι τόσο αφελής ώστε να μη βλέπει ότι είναι ένα ψαράκι σε μια δεξαμενή με πιράνχας;
Ο Harry Fabian είναι από τους πιο σύνθετους και ενδιαφέροντες χαρακτήρες του φιλμ νουάρ. Αυτός ο αντιήρωας, ο γεννημένος loser, δεν είναι εγκληματίας. Είναι ένας ταλαίπωρος, λίγο κουτοπόνηρος απατεωνίσκος με μότο ζωής: «θέλω να γίνω κάποιος». Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, τρέχει συνεχώς από το ένα κρησφύγετο στο άλλο… «Σε όλη μου τη ζωή τρέχω. Για να ξεφύγω από τους κοινωνικούς λειτουργούς, τους τραμπούκους, τον πατέρα μου…». Δεν αντέχει άλλο να δέχεται προσβλητικές εντολές, θέλει να γίνει κι αυτός αφεντικό. Πάντα πιστεύει ότι βρήκε ένα ιδιοφυές σχέδιο, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνει. «Θα μπορούσες να είσαι οτιδήποτε. Είχες μυαλό, φιλοδοξία. Δούλεψες σκληρότερα από κάθε δέκα άντρες. Αλλά σε λάθος πράγματα, πάντα λάθος πράγματα», τον εμψυχώνει το πιστό κορίτσι του. Αυτό, ωστόσο, δεν τον αποθαρρύνει. Όντας ευφάνταστος και μυθομανής, δεν αφήνει ποτέ τον εαυτό του να νικηθεί και πάντα βρίσκει νέους πόρους και ορμάει, τρέχει με παιδιάστικη αμεριμνησία. Αλλά η ανευθυνότητα και η κακή του τύχη τον οδηγούν κατευθείαν στον τοίχο, μακριά από το όνειρό του. Η κλιμακούμενη καταδίωξή του στους δρόμους του Λονδίνου είναι ένα «masterclass» έντασης, με τον Dassin να χρησιμοποιεί τη γεωγραφία της πόλης για να αυξήσει την αγωνία και να ενισχύσει το θέμα του αναπόφευκτου.
Η ερμηνεία του Richard Widmark ως Harry είναι η καλύτερη της καριέρας του, καθώς συλλαμβάνει τη μανιακή ενέργεια και την απελπισία ενός «ανθρώπου σε φυγή». Ο Widmark είναι αναμφισβήτητα η καρδιά και η ψυχή της ταινίας, καθώς προσφέρει μια θαρραλέα ερμηνεία γεμάτη νευρική ενέργεια και απεριόριστη εφευρετικότητα για νέες πατέντες επιτυχίας. Σήμα κατατεθέν του είναι το νευρικό γέλιο του, ταυτόχρονα παιδικό, απελπισμένο, διαβολικό, συχνά με ένα υπόγειο ρεύμα ανασφάλειας, αλλά και η δαιμονική οργή του όταν δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. Ο πυρετός, η φρενίτιδα και η ακατανίκητη ενέργειά του σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους, με αποτέλεσμα αυτός ο αξιολύπητος χαρακτήρας να αποκτά μια σαιξπηρική διάσταση μεγαλείου και τρέλας.
Η «Νύχτα και η Πόλη» είναι μία από τις πιο κυνικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, καθώς δεν υπάρχει ούτε ένας χαρακτήρας που στο τέλος θα βγει νικητής. Ωστόσο δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στα στερεότυπα των κλασικών νουάρ. Δεν υπάρχει ντετέκτιβ, δεν υπάρχει περίπλοκο έγκλημα, δεν υπάρχει καν «femme fatale»! Κι όμως, η εσωτερική συγγένεια με το είδος γίνεται αισθητή σε κάθε καρέ, όπως και στη φιλοσοφία ολόκληρης της ταινίας. Από το πρώτο πλάνο, η πτώση του πρωταγωνιστή φαίνεται αναπόφευκτη: η μοίρα του φαίνεται ήδη να έχει χαρτογραφηθεί και υπάρχει η αίσθηση ότι είναι ένας άνθρωπος με «δανεικό χρόνο».
Η πιο συγκλονιστική σεκάνς της ταινίας διαδραματίζεται σε μια παλαιστική αρένα, διαχρονικό σύμβολο του διεφθαρμένου καπιταλιστικού συστήματος. Σε έναν αυτοσχέδιο αγώνα έρχονται αντιμέτωποι ο Γρηγόριος (που αντιπροσωπεύει την ευγενή τέχνη της ελληνορωμαϊκής) και ο «Στραγγαλιστής» (ο θηριώδης μπράβος του Kristo). Σε αυτή τη θανάσιμη μάχης ηθικής και ανηθικότητας, ο Γρηγόριος δίνοντας και την τελευταία ικμάδα της δύναμής του νικά τον Στραγγαλιστή, αλλά μετά από λίγο ξεψυχά στην αγκαλιά του μαφιόζου γιου του. Μόνη του παρηγοριά είναι η σύντομη ηθική νίκη απέναντι σε ένα σάπιο σύστημα, που όμως θα συνεχιστεί πολύ μετά την τελευταία του ανάσα.
Η «Νύχτα και η Πόλη» ανοίγει με μερικά στοιχειωτικά μελαγχολικά πλάνα του ορίζοντα του Λονδίνου με έναν άνδρα να τρέχει για να σωθεί. Είναι μια σεκάνς που επαναλαμβάνεται, με ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση απελπισίας και απόγνωσης, στο τέλος της ταινίας, και ίσως έτσι ένιωθε και ο Dassin όταν γύριζε την ταινία. Ο δημιουργικός χρόνος του Dassin τελείωνε. Ήταν ένας κυνηγημένος άνθρωπος, καταδιωκόμενος από τους πράκτορες του μακαρθισμού που σύντομα θα τον προλάβαιναν και θα τον εξολόθρευαν επαγγελματικά. Καμία ταινία του δεν είναι τόσο αδυσώπητα ζοφερή, τόσο έντονη, τόσο καταπιεστικά ασφυκτική όσο αυτή.
Η ταινία έγινε δεκτή καλύτερα στη Γαλλία, όπου επρόκειτο να γίνει σημαντική επιρροή στο γαλλικό «Νέο Κύμα». Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Dassin γύρισε την επόμενη ταινία του, το «Ριφιφί» (1955), στη Γαλλία, δημιουργώντας το πρώτο εμβληματικό παράδειγμα γαλλικού φιλμ νουάρ.
Βαθμολογία: