Μια ομάδα εφήβων αγοριών και κοριτσιών ζουν σαν στρατιώτες σε ένα οροπέδιο στα επιβλητικά βουνά της Κολομβίας, και έχουν δύο αποστολές: να προσέχουν την αμερικανίδα όμηρό τους και να διατηρούν στη ζωή μια αγελάδα σημαντική για την επιβίωσή τους. Όμως, τα πράγματα αρχίζουν να πηγαίνουν πολύ στραβά…

Σκηνοθεσία:

Alejandro Landes

Κύριοι Ρόλοι:

Julianne Nicholson … Δρ Sara Watson

Moises Arias … Patagrande

Sofia Buenaventura … Rambo

Julian Giraldo … Lobo

Karen Quintero … Leidi

Laura Castrillon … Sueca

Deiby Rueda … Pitufo

Paul Cubides … Perro

Sneider Castro … Bum Bum

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Alejandro Landes, Alexis Dos Santos

Στόρι: Alejandro Landes

Παραγωγή: Fernando Epstein, Alejandro Landes, Cristina Landes, Santiago A. Zapata

Μουσική: Mica Levi

Φωτογραφία: Jasper Wolf

Μοντάζ: Ted Guard, Γιώργος Μαυροψαρίδης, Santiago Otheguy

Σκηνικά: Daniela Schneider

Κοστούμια: Johanna Buendia, Daniela Schneider

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Monos
  • Ελληνικός Τίτλος: Οι Monos

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφια για καλύτερη ιβηρο-αμερικανική ταινία στα Goya.
  • Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ του Λονδίνου.
  • Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν.
  • Ειδικό βραβείο επιτροπής στο φεστιβάλ του Sundance.
  • Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ της Τρανσιλβανίας.
  • Επίσημη πρόταση της Κολομβίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Η κεντρική έμπνευση προήλθε από τα κλασικά μυθιστορήματα Lord of the Flies του William Golding και Heart of Darkness του Joseph Conrad.
  • Σύμφωνα με τον Landes, το όνομα της ομάδας και της ταινίας μεταφράζεται άμεσα μεν ως “μαϊμούδες” στα ισπανικά, αλλά παραπέμπει νοηματικά στο ελληνικό “μόνος”.
  • Για τη χρηματοδότηση της ταινίας επιστρατεύτηκαν εταιρίες από οχτώ χώρες. Όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα, μονάχα το μισό μπάτζετ ήταν ακόμα διαθέσιμο.
  • Πάνω από 800 παιδιά από την Κολομβία πέρασαν από οντισιόν για τους ρόλους των μικρών στρατιωτών. Από αυτά επιλέχτηκαν περίπου 30, που πέρασαν μία βδομάδα εκπαίδευσης σε κατασκήνωση στα βουνά, με την ηθοποιό Ines Efron τα πρωινά να τους μαθαίνει ερμηνεία, και τον πρώην στρατιωτικό Wilson Salazar τα απογεύματα να τους περνάει στρατιωτική εκπαίδευση.
  • Εκτός από τους επαγγελματίες Moises Arias και Julianne Nicholson, κανείς άλλος από το καστ δεν είχε πρότερη εμπειρία από ερμηνεία.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Η Mica Levi συνέθεσε τη μουσική της με τυμπάνι, φυσώντας σε μπουκάλια και με συνθετικούς ήχους.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 6/2/2020

Είναι τρομερά φιλόδοξη σε επίπεδο σημειολογίας η ταινία του Alejandro Landes. Εμπόλεμες συνθήκες, σεξουαλικότητα και ταυτότητα φύλου, αποκτήνωση του ανθρώπου, νεανικός ψυχισμός, δυναμική εξουσιαστή κι εξουσιαζόμενου και άλλες θεματικές συνδυάζονται σε ένα κοκτέιλ πολύ συχνότερα απρόβλεπτο από το μέσο φιλμ εκεί έξω. Μεγάλος είναι και ο αριθμός των επιρροών, με πιο προφανή τον «Άρχοντα των Μυγών» του Golding και κινηματογραφικά από τον Herzog και το «Αποκάλυψη Τώρα» μέχρι τον Λάνθιμο (διόλου τυχαίο ότι στην ομάδα του μοντάζ βρίσκεται ο Γιώργος Μαυροψαρίδης).

Ακόμη κι αν αρκετοί εκ των συλλογισμών που επιχειρούνται εδώ δεν ολοκληρώνονται εντελώς, το σύνολο έχει έναν τόσο ιδιαίτερο τρόπο παρουσίασης που δεν γίνεται παρά να ασκήσει γοητεία. Η επιλογή του Landes να μην αναπτύξει την προβληματική του μέσω μιας υπαρκτής πολιτικής κατάστασης, αλλά να τοποθετήσει τον μύθο του εντός μιας επίπλαστης κι αφηρημένης συνθήκης μόνο δειλία δεν είναι. Το εύρος των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στην ταινία αποτελούν μια ουσιαστικότερη μελέτη επάνω στο πώς διαμορφώνεται το άτομο και η ομάδα εντός του πολέμου από ότι ενδεχομένως να ήταν ένα συμβατικότερο δράμα που θα αποτύπωνε με ονόματα και ημερομηνίες τα δεδομένα των συγκρούσεων στην Κολομβία που μαίνονται από εποχή Ψυχρού Πολέμου. Το τελικό αποτέλεσμα είναι σίγουρα ιδιαίτερο, φορτισμένο συναισθηματικά με έναν ιδιόμορφο τρόπο και ρευστό αφηγηματικά, σαν έναν παράξενο εφιάλτη.

Τρυφερότητα και σκληρότητα εναλλάσσονται και συνυπάρχουν σε μια αξιοθαύμαστη ισορροπία που αποτυπώνει εύστοχα τον εύθραυστο εφηβικό ψυχισμό των ηρώων. Η βία και ο έρωτας που χαρακτηρίζουν στιγμιότυπα από την καθημερινότητά τους σαν να τροφοδοτούν το ένα το άλλο, αμφότερα στοιχεία μιας πρόωρης ενηλικίωσης κι εκδηλώσεις ενός εσωτερικού κόσμου που βρίσκεται σε εμφύλιο σπαραγμό. Εκεί που την «πατάει» ο Landes και τελικά δεν παραδίδει το αριστούργημα, ενώ θεωρητικά έχει όλα τα υλικά για να παράξει ένα, είναι στη σεναριακή συνοχή. Η επεισοδικότητα στη δομή της όλης ιστορίας αφήνει αρκετά κενά στην ανάπτυξή της, δίνοντας την εντύπωση πως ο ταλαντούχος κατά τα άλλα κινηματογραφιστής δεν καταφέρνει να συνειδητοποιήσει πλήρως τις προεκτάσεις όλων όσων απεικονίζει. Ειδικά το πώς προς το φινάλε το σενάριο μοιάζει να επικεντρώνεται σε έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα, φαίνεται σχεδόν σαν να έρχεται από το πουθενά. Ωστόσο, αυτή η σημαντική κατά τα άλλα αδυναμία δεν αμαυρώνει σε ολέθριο βαθμό τη συνολική εικόνα, η οποία δείχνει έναν δημιουργό σε πολύ ελπιδοφόρα μονοπάτια, ο οποίος προφανώς έχει διαβάσει λογοτεχνία κι έχει δει σινεμά σε έναν βαθμό τέτοιο ώστε κι έμπνευση να λάβει και να διαμορφώσει έναν προσωπικό χαρακτήρα στο πώς θα εκφραστεί καλλιτεχνικά.

Αξίζει ξεχωριστή μνεία η πάντα αξιοπρόσεκτη μουσική της Mica Levi, μινιμαλιστική, απειλητική κι εξαιρετικά αποτελεσματική στο να δημιουργήσει ατμόσφαιρα. Η ψυχή του φιλμ ωστόσο βρίσκεται στους νεαρούς ηθοποιούς, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον κατορθώνουν να συνδυάσουν έξοχα επαγγελματικό δυναμισμό κι ερασιτεχνική αυθεντικότητα. Οι φιγούρες που ίσως ξεχωρίζουν περισσότερο είναι αυτές του απρόσμενα ωμού και υποβλητικού Moises Arias, καθώς και η στωική, συγκινητική και ρευστόφυλη (το οποίο χαρακτηριστικό έχει μεγάλη σημασία για την ουσία της δραματουργίας) Sofia Buenaventura, θαυμάσια όμως είναι και η μεγαλύτερη ηλικιακά Julianne Nicholson, η οποία επιτυγχάνει εξαιρετικά δύσκολες συναισθηματικές διακυμάνσεις.

Ομολογουμένως, η όλη εμπειρία δεν συνιστά απαραιτήτως μια εύκολη θέαση. Κάποια δρώμενα δεν εξηγούνται πλήρως, όταν η βία μπαίνει στο κάδρο αυτό συμβαίνει με εξόχως οδυνηρό τρόπο, ενώ και το ασφυκτικό πλαίσιο γύρω από τους κεντρικούς χαρακτήρες που αφήνει ελάχιστα περιθώρια για λύτρωση ίσως δοκιμάσει τις ψυχολογικές αντοχές κάποιων θεατών. Το σίγουρο όμως είναι ότι οι «Monos» δεν λησμονούνται μετά το πέρας της προβολής. Πρόκειται για κινηματογράφο που δεν φοβάται να πάρει ρίσκα, που έχει ισχυρή την αίσθηση της αυτοσυνειδησίας και που είναι ικανός να προκαλέσει πολλές συζητήσεις εις βάθος. Οπωσδήποτε πρόκειται για μία από τις πιο αξιοπερίεργες, με την καλή έννοια, προτάσεις της φιλμικής σεζόν που βρίσκεται στο τέλος της.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *