Η μοναχική Σου Αν μένει σε μια ήσυχη πόλη του Οχάιο. Όταν η έφηβη Μάγκι τής ζητάει να αγοράσει αλκοόλ για εκείνην και την παρέα της, η Σου Αν βρίσκει την ευκαιρία να κάνει… νέους φίλους. Και έτσι παραχωρεί στα παιδιά το υπόγειο του σπιτιού της, έτσι ώστε να είναι ασφαλή και να μην οδηγούν υπό την επήρεια του αλκοόλ. Όμως, υπάρχουν και κάποιοι κανόνες: ένα από τα παιδιά πρέπει να παραμείνει νηφάλιο. Δεν πρέπει να βλασφημούν. Δεν πρέπει να ανέβουν στον επάνω όροφο. Και πρέπει να τη φωνάζουν «Mα». Σταδιακά, η φιλοξενία της Μα αρχίζει να γίνεται εμμονή, και αυτό που αρχικά φάνταζε ως το τέλειο εφηβικό όνειρο, αρχίζει να γίνεται εφιάλτης. Το σπίτι της Mα μεταμορφώνεται από το καλύτερο μέρος της πόλης, στο χειρότερο μέρος της Γης.

Σκηνοθεσία:

Tate Taylor

Κύριοι Ρόλοι:

Octavia Spencer … Sue Ann ‘Ma’ Ellington

Diana Silvers … Maggie Thompson

Juliette Lewis … Erica Thompson

Luke Evans … Ben Hawkins

McKaley Miller … Haley

Missi Pyle … Mercedes

Corey Fogelmanis … Andy Hawkins

Gianni Paolo … Chaz

Dante Brown … Darrell

Tate Taylor … αστυνόμος Grainger

Allison Janney … Δρ Brooks

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Scotty Landes

Παραγωγή: Jason Blum, John Norris, Tate Taylor

Μουσική: Gregory Tripi

Φωτογραφία: Christina Alexandra Voros

Μοντάζ: Lucy Donaldson, Jin Lee

Σκηνικά: Marc Fisichella

Κοστούμια: Megan Coates

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ma
  • Ελληνικός Τίτλος: Ma

Παραλειπόμενα

  • Η ιδέα του σεναρίου γεννήθηκε στο μυαλό του Scotty Landes, όταν στην ηλικία των 14ων είχε βρεθεί με την κοπέλα του σε ένα πάρτι σε υπόγειο σπιτιού. Εκεί, συνειδητοποίησε ότι το σπίτι στο οποίο βρίσκονταν ανήκε σε έναν μεγάλο σε ηλικία άνδρα, ο οποίος παρείχε τον χώρο και το ελεύθερο αλκοόλ στα 14χρονα παιδιά που χόρευαν, ενώ ο ίδιος διασκέδαζε ανάμεσά τους. Ξαφνικά, η ιδέα του ώριμου άνδρα ανάμεσα σε άγνωστα παιδιά χωρίς κανένα εμφανές κίνητρο τον έκανε να φύγει πανικόβλητος.
  • Ο ρόλος της Σου Αν γράφτηκε αρχικά για λευκή γυναίκα. Όταν όμως η Octavia Spencer εξέφρασε την επιθυμία να τον αναλάβει, ο Tate Taylor έκανε τις απαραίτητες σεναρικακές αλλαγές, όντας κι επί χρόνια φίλος και συνεργάτης με τη μαύρη ηθοποιό.
  • Σε αρχικά στάδια προώθησης, το όνομα του Tate Taylor εμφανίζεται και στο σεναριακό κρέντιτ. Αυτό άλλαξε μετά από παρέμβαση του αντίστοιχου συνδικάτου.
  • Με κόστος μόνο 5 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ εισέπραξε 61,2. Κυρίως όμως απέκτησε γρήγορα cult φήμη μέσω φαν του ίντερνετ.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 30/5/2019

Μετά το θρίλερ μυστηρίου με το «Κορίτσι του Τρένου», ο Tate Taylor αποφασίζει να μεταπηδήσει και στον τρόμο με το καινούριο του φιλμ, με το αποτέλεσμα να υπακούει στις συνήθεις συμβάσεις του είδους, αλλά να αποδεικνύεται αρκετά λειτουργικό από ψυχαγωγική άποψη και ως κατασκευή. Ίσως το πιο σημαντικό ατού εδώ να είναι η ίδια η Octavia Spencer, όχι μόνο από ερμηνευτικής πλευράς μιας και κατορθώνει να χτίσει μια πραγματικά απειλητική φυσιογνωμία μέσα από τρομερής ακρίβειας μανιερισμούς, αλλά και στο πως οικοδομείται σεναριακά η ηρωίδα της, με έναν τρόπο σαν να αποτελεί ένα ανατρεπτικό σχόλιο επάνω στη φιλμική περσόνα που έχει φτιάξει η ηθοποιός μέσα από την κινηματογραφική της παρουσία όλα αυτά τα χρόνια και γενικότερα επάνω στο κλισέ της φιγούρας του «συγκαταβατικού Αφροαμερικανού». Πέρα κι από αυτό το προτέρημα όμως, το «Ma» επιδεικνύει μια ικανοποιητική επίγνωση των μηχανισμών του σασπένς, κυρίως μέσω της εκρηκτικής κορύφωσής του, της οποίας έχει προηγηθεί μια σταδιακή κλιμάκωση, βραδυφλεγής μεν ενίοτε και σε κουραστικό βαθμό, κατανοητή όμως ως επιλογή όταν δει κάποιος τη μεγάλη εικόνα. Εν ολίγοις, πρόκειται για ταινία συνταγής μεν, με τη λογική ταχυφαγείου ίσως, αλλά αρκούντως αποτελεσματικής για να προσφέρει εφήμερες συγκινήσεις που κρατούν μια καλή συντροφιά έστω και μονάχα κατά τη διάρκεια της θέασης.

Ένας από τους λόγους που το συγκεκριμένο πόνημα ξεφεύγει από τα στεγανά του χαμηλού μέσου όρου ποιότητας που έχει καταλήξει να είναι η νόρμα στο είδος το οποίο ανήκει είναι και η πνευματώδης γραφή του Scotty Landes, που πιάνει ελαφρώς αυτόν τον αυτοσαρκαζόμενο και ειρωνικό τόνο μιας «Κραυγής Αγωνίας» με ένα μοντέρνο φίλτρο αλά Jordan Peele μιας κι εδώ υπάρχει η διαβόητη Blumhouse ως εταιρεία παραγωγής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κάποια ενοχλητικά στοιχεία εδώ κι εκεί που αφήνουν μια άσχημη γεύση και μπλοκάρουν ένα ποσοστό της απόλαυσης που προκύπτει κατά την παρακολούθηση όπως ο ακραία στερεοτυπικός χαρακτήρας που υποδύεται η Missi Pyle ή ο τρόπος αφήγησης που αποκαλύπτει σταδιακά μέσω χρονικών αναδρομών λεπτομέρειες από το μυστήριο που βρίσκεται στο επίκεντρο της πλοκής, διαλύοντας έτσι τη γοητεία που θα προέκυπτε αν αυτό διατηρούταν στο σκοτάδι μέχρι μια καθορισμένη στιγμή που θα ερχόταν εξ ολοκλήρου στο φως. Επίσης θα βοηθούσε αν υπήρχε ένα πλουσιότερο πλαίσιο χαρακτήρων γύρω από τη Spencer. Ερμηνευτικά μπορεί να υπάρχουν ηθοποιοί που ξεχωρίζουν (η Juliette Lewis είναι τόσο απολαυστική που απορεί κανείς βλέποντάς την πώς δεν κατάφερε να φτιάξει το όνομα για το οποίο προοριζόταν κατά τη δεκαετία του 1990), οι ήρωες όμως παραμένουν με ελάχιστο δραματουργικό ενδιαφέρον, ειδικά σε σύγκριση με την πρωταγωνίστρια, παρόλο που είναι δοσμένοι με μικρότερο βαθμό κοινοτοπίας από ό,τι συνηθίζεται στο ιδίωμα στο οποίο ανήκει η ταινία.

Τα κατά του σχολικού εκφοβισμού μηνύματα που πηγάζουν από τον μύθο είναι μεν καλοδεχούμενα, αλλά μοιάζουν λιγάκι προσχηματικά, για να «ψαρέψει» το φιλμ μια πιο θετική ανταπόκριση τη στιγμή που δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα συμπαθέστατο θρίλερ που λειτουργεί σαν ένα τρενάκι του τρόμου. Αξίζουν εύσημα πάντως για την αποτύπωση των εφήβων που χαρακτηρίζεται από μια ειλικρίνεια την οποία φαίνεται να ξεχνάει σιγά σιγά το Χόλιγουντ, το οποίο τείνει να απεικονίζει τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα όλο και συχνότερα με έναν εκνευριστικά «μικρομεγαλίστικο» αέρα. Επειδή υπάρχει και μια προφανής εμπορική στόχευση, εντοπίζεται και μια σχετική ατολμία ως προς το πόσο μακριά πηγαίνει το σενάριο τη βιαιότητα και τη νοσηρότητα της κεντρικής ηρωίδας, με αποτέλεσμα οι ανατριχίλες ποσοτικά να είναι λιγότερες από το επίπεδο αυτό που θα καθιστούσε το φιλμ ένα πραγματικά σπουδαίο παράδειγμα για την κατηγορία του. Παρόλα αυτά, το «Ma» μπορεί να αναγνωριστεί για κάποιους στόχους που καταφέρνει να πετύχει, με κυριότερο το ότι συνδυάζει την επιδερμική ευχαρίστηση με ένα επίπεδο που μπορεί ενίοτε να ξεπέφτει σε ευκολίες, ποτέ όμως σε φτήνιες.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *