
1973, Κοιλάδα Σαν Φερνάντο. Ο νεαρός Γκάρι Βαλεντάιν γνωρίζει την Αλάνα Κέιν, μια 20χρονη βοηθό φωτογράφου, την ημέρα των αναμνηστικών φωτογραφιών στο σχολείο του. Οι δυο τους γίνονται κολλητοί φίλοι, ξεκινούν μια δουλειά με υδροστρώματα, περνούν οντισιόν για ταινίες, αλλά εμπλέκονται και στην προεκλογική καμπάνια του υποψήφιου δημάρχου Τζόελ Γουάτς. Είναι μια περίοδος που τους καθορίζει το πολιτικό και το πολιτισμικό τους μέλλον, κι ενώ παράλληλα τους φέρνει κοντά σε σημαντικές προσωπικότητες του παλιού και του νέου Χόλιγουντ, όπως τον Τζον Πίτερς και τον Τζακ Χόλντεν.
Σκηνοθεσία:
Paul Thomas Anderson
Κύριοι Ρόλοι:
Cooper Hoffman … Gary Valentine
Alana Haim … Alana Kane
Sean Penn … Jack Holden
Tom Waits … Rex Blau
Bradley Cooper … Jon Peters
Benny Safdie … Joel Wachs
Emma Dumont … Brenda
Skyler Gisondo … Lance Brannigan
Mary Elizabeth Ellis … Momma Anita
Maya Rudolph … Gale
Joseph Cross … Matthew
Nate Mann … Brian
John C. Reilly … Fred Gwynne
Christine Ebersole … Lucy Doolittle
John Michael Higgins … Jerry Frick
George DiCaprio … Κος Jack
Harriet Sansom Harris … Mary Grady
Isabelle Kusman … Sue Pomerantz
Ray Nicholson … Ray
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paul Thomas Anderson
Παραγωγή: Paul Thomas Anderson, Sara Murphy, Adam Somner
Μουσική: Jonny Greenwood
Φωτογραφία: Paul Thomas Anderson, Michael Bauman
Μοντάζ: Andy Jurgensen
Σκηνικά: Florencia Martin
Κοστούμια: Mark Bridges
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Licorice Pizza
- Ελληνικός Τίτλος: Πίτσα Γλυκόριζα
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και αυθεντικού σεναρίου.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ), πρώτου αντρικού ρόλου (Cooper Hoffman) σε κωμωδία/μιούζικαλ, πρώτου γυναικείου ρόλου (Alana Haim) σε κωμωδία/μιούζικαλ, και σεναρίου.
- Βραβείο Bafta σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο γυναικείο ρόλο (Alana Haim) και μοντάζ.
Παραλειπόμενα
- Ήταν το 2001, όταν ο Anderson έτυχε να βρεθεί σε φωτογράφιση μαθητών, και παρατήρησε ότι ένας από αυτούς την “έπεφτε” στη μεγαλύτερη του φωτογράφο. Πέρα από αυτή την κεντρική ιδέα, περισσότερες του έδωσε ο Gary Goetzman από το παρελθόν του όντας από παιδί μέσα στα πλατό. Μεταξύ αυτών, υπήρχε και μια συνάντηση με τον διάσημο κομμωτή και παραγωγό Jon Peters (και δεσμός της Barbra Streisand), στον οποίο είχε παραδώσει μια πίτσα.
- Με την ανακοίνωση του σχεδίου, η Focus Features έσπευσε να βοηθήσει στην παραγωγή, αλλά να πάρει και τα δικαιώματα διανομής. Παρότι όμως παρέμεινε στις εταιρείες παραγωγής, τα δικαιώματα διανομής κερδήθηκαν από τη Metro-Goldwyn-Mayer.
- Ο τίτλος που είχε ανακοινωθεί και ενώ τα γυρίσματα ήταν εν εξελίξει, ήταν Soggy Bottom. Ο τελικός τίτλος είναι αναφορά σε αλυσίδα δισκοπωλείων του James Greenwood.
- Ο Leonardo DiCaprio αρνήθηκε τη συμμετοχή του σε δεύτερο ρόλο στο καστ για να παίξει στο Μονοπάτι των Ψυχών. Αυτό οδήγησε τον Bradley Cooper στο να επιλέξει την εδώ συμμετοχή του, αλλά όταν ο DiCaprio αποσύρθηκε κι από την ταινία του Guillermo del Toro, ο Cooper βρέθηκε στο καστ και των δύο.
- Οι δύο πρωταγωνιστές, ο Cooper Hoffman (γιος του Philip Seymour Hoffman) και η Alana Haim, κάνουν κινηματογραφικό ντεμπούτο, με τη δεύτερη να είναι γνωστή μέσω της μουσικής και του συγκροτήματος Haim.
- Στο φιλμ εμφανίζονται τόσο η Destry Allyn Spielberg όσο και η Sasha Spielberg, οι δύο από τις τρεις κόρες του Steven Spielberg.
- Ο Jack Holden της ταινίας είναι άμεση αναφορά στον οσκαρικό William Holden. Η δε Lucy Doolittle, στη Lucille Ball.
- Πρώτη κινηματογραφική ερμηνεία για τον πολυ-καλλιτέχνη George DiCaprio, πατέρα του Leonardo DiCaprio.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το σάουντρακ είναι μια συλλογή από κλασικά τραγούδια της εποχής, με ονόματα καλλιτεχνών όπως τους: Nina Simone, Sonny & Cher, The Doors, Paul McCartney and Wings, David Bowie, Donovan, Jonny Greenwood (το Licorice Pizza) και Blood, Sweat & Tears.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 6/1/2022
Η φιλμογραφία του Paul Thomas Anderson διακρίνεται ως βάση προσέγγισης σε δύο κατηγορίες: στις δημιουργίες ενός ανεξέλεγκτου καλλιτέχνη σε μια φρενήρη υπερκινητική πορεία, όπως οι “Ξέφρενες Νύχτες” και το “Μανόλια”, και στις πιο νηφάλιες και εσωτερικές, με έναν αέρα αινιγματικότητας όπως το “The Master” και η “Αόρατη Κλωστή”. Η “Πίτσα Γλυκόριζα”, που είναι ένας σλανγκ όρος για τους δίσκους βινυλίου, βρίσκεται κάπου στη μέση, συνδυάζοντας αριστοτεχνικά τις δύο ιδιοσυγκρασίες του δημιουργού της.
Αγνοώντας κάθε έννοια ρυθμού που επιβάλλει η σύγχρονη καταναλωτική μανία στο «περιεχόμενο» του streaming, ο Anderson επιστρατεύει το αυστηρά κινηματογραφικό όραμά του και αδιαφορεί καλώς για το αν θα γίνει αρεστός στους θεατές, υποστηρίζοντας με άκρατη αυτοπεποίθηση την ταινία του. Ακόμα και η διάρκειά της, που παρότι φυσιολογική έχει αποδειχτεί αντιεμπορική στις μέρες μας, συχνά φαντάζει πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική αφού το σενάριο δεν ακολουθεί κάποια αναγνωρίσιμη δομή και μοιράζεται άνισα σε μια σειρά από χαλαρές βινιέτες, με την κάθε μία να χαρίζει τις δικές της απρόσμενες -συνήθως κωμικές- εκπλήξεις χάρη στους πολλούς διάσημους γκεστ, όπως ο Sean Penn και ο Bradley Cooper.
Η ιστορία διαδραματίζεται για ακόμα μία φορά στην αγαπημένη κοιλάδα του Σαν Φρανσίσκο το 1970, όπου ένας ανήλικος λυκειόπαις με αδιάφορη εμφάνιση αλλά ανεξέλεγκτο τσαγανό και θράσος οσμίζεται τις ευκαιρίες της εποχής και επιδίδεται σε έντιμες αλλά κι ανέντιμες απόπειρες για να βγάλει χρήματα. Συνοδοιπόρος του στο ταξίδι αυτό που φαίνεται να καλύπτει μια χρονική περίοδο μερικών ετών, είναι μια απογοητευμένη από τη ζωή 25χρονη, που χωρίς να το παραδέχεται ούτε στον εαυτό της, μαθαίνει στο πλάι του να αρπάζει τις ευκαιρίες που της παρουσιάζονται.
Και ενώ φαινομενικά η ταινία δεν διαθέτει κάποια ξεκάθαρα αναγνωρίσιμη πλοκή, ο κρίκος που συνδέει τις επεισοδιακού τύπου ιστορίες των χαρακτήρων είναι αυτή η αχαρτογράφητη πορεία δύο ζωών στην τρυφερή ηλικία όπου όλα είναι πιθανά και όλα μοιάζουν να χτίζονται και να καταρρέουν εν μία νυκτί, προτού αναλάβει μοιραία η συναισθηματική ενηλικίωση.
Ο Anderson, που πέρα από τη σκηνοθεσία υπογράφει και το σενάριο της ταινίας, σκιαγραφεί αυτή τη συνθήκη με μια εντυπωσιακή κατανόηση και βάθος και τη φανερώνει στην οθόνη χωρίς καμία διάθεση χτυπητού κοινωνικού σχολιασμού, αντ’ αυτού αξιοποιεί την ακατανόητη σχέση των δύο πρωταγωνιστών χωρίς ποτέ να ξεκαθαρίζει αν πρόκειται για φιλική ή ερωτική, και κερδίζει με τη σκηνοθετική του μαεστρία το στοίχημα της συναισθηματικής εμπλοκής ακόμα και ενός αμύητου στο στιλ του Anderson θεατή, ο οποίος παρότι δύσκολα θα εντυπωσιαστεί, θα γοητευτεί και θα διασκεδάσει. Και απέναντι στις πολύ συχνά δήθεν καλλιτεχνικές προθέσεις σύγχρονων σκηνοθετών που ενδόμυχα απαιτούν από τον θεατή να τον αποθεώσει, ο Anderson μοιάζει να επιζητά απλώς να είναι τίμιος απέναντι στον εαυτό του, αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα του ώστε να εισέλθει στον κόσμο του και να τον ακολουθήσει όποιος θεατής το επιθυμεί. Και το πραγματικό μεγαλείο του είναι ότι μπορεί να σου εγγυηθεί πως ως καλλιτέχνης θα είναι τίμιος απέναντί σου.
Βαθμολογία:
Ταινιάρα με τα όλα της! Και η πλάκα είναι ότι με πήγαν με το ζόρι.