
Η σκληρή και συντετριμμένη λοχαγός Τζέι Τζέι Κόλινς καταλήγει επικεφαλής μιας απομονωμένης βάσης αναχαίτισης πυρηνικών πυραύλων στη μέση του Ειρηνικού Ωκεανού, αφού τη διώχνουν άδικα από τη δουλειά των ονείρων της στο Πεντάγωνο. Τότε, όταν μια ταυτόχρονα συντονισμένη επίθεση απειλεί την ίδια τη βάση, η Κόλινς έρχεται αντιμέτωπη με τον χαρισματικό αλλά και διεφθαρμένο Αλεξάντερ Κέσελ, έναν πρώην πράκτορα του αμερικανικού στρατού που σκοπεύει να υλοποιήσει ένα αδιανόητο σχέδιο. Με ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή της, η Κόλινς πρέπει να αξιοποιήσει την πολυετή τακτική εκπαίδευση και στρατιωτική της εμπειρία, για να αποφασίσει ποιον μπορεί να εμπιστευτεί, και να εμποδίσει τη διεστραμμένη και τρομερή αποστολή του Κέσελ και των μυστικών μισθοφόρων του.
Σκηνοθεσία:
Matthew Reilly
Κύριοι Ρόλοι:
Elsa Pataky … λοχαγός J.J. Collins
Luke Bracey … Alexander Kessel
Aaron Glenane … Beaver
Mayen Mehta … Rahul Shah
Paul Caesar … λοχαγός Lou Welsh
Belinda Jombwe … σημαιοφόρος Washington
Marcus Johnson … στρατηγός Dyson
Zoe Carides … πρόεδρος Wallace
Riley Dandy … Holly Simmons
Colin Friels … ο πατέρας της JJ
Chris Hemsworth … τηλε-πωλητής
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Stuart Beattie, Matthew Reilly
Στόρι: Matthew Reilly
Παραγωγή: Stuart Beattie, Michael Boughen, Matthew Street
Μουσική: Michael Lira
Φωτογραφία: Ross Emery
Μοντάζ: Rowan Maher
Σκηνικά: George Liddle
Κοστούμια: Liz Keogh
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Interceptor
- Ελληνικός Τίτλος: Αποστολή Αναχαίτισης
Παραλειπόμενα
- Κινηματογραφικό ντεμπούτο για τον συγγραφέα Matthew Reilly, ειδικευμένο σε μυθιστορήματα δράσης.
- Το σενάριο γράφτηκε με την πλοκή να διεξάγεται κυρίως σε ένα μέρος, ώστε το μπάτζετ να μην ξεπερνάει τα 15 εκατομμύρια δολάρια και να μπορέσει να το πουλήσει. Ως προς αυτό, ο Reilly αναγκάστηκε να κάνει αρκετές υποχωρήσεις σε σχέση με το αρχικό του υλικό, αλλά κράτησε τουλάχιστον το πόστο του σκηνοθέτη.
- Η Elsa Pataky πέρασε από εντατική εκπαίδευση επί 5 ώρες κάθε ημέρα, έχοντας τη βοήθεια του συζύγου της, Chris Hemsworth.
- Γυρίστηκε εξολοκλήρου στο Σίδνεϋ μέσα σε 33 ημέρες, τόσο στα ABC Studios όσο και υπαίθρια.
- Η διάθεση του έγινε αποκλειστικά μέσω της πλατφόρμας του Netflix.
Κριτικός: Νίκος Ρέντζος
Έκδοση Κειμένου: 6/6/2022
Να μια ταινία που δεν είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος πως πρέπει να σταθεί κανείς απέναντί της. Είναι ένα απολίθωμα, μια ταινία που οι δημιουργοί της νομίζουν ότι είμαστε ακόμα στη δεκαετία του 1990 ή μήπως είναι μια ταινία που οι δημιουργοί της αγαπούν εκείνη τη δεκαετία και επειδή νιώθουν ίσως και λίγες ενοχές για αυτό, αφήνουν μια διάθεση σάτιρας να πλανάται, ενώ φροντίζουν να βάλουν μια γυναίκα πρωταγωνίστρια για να πιάσουν και το ρεύμα της εποχής; Σκεπτόμενος θετικά θεωρώ ότι συμβαίνει το δεύτερο, κάτι που με έκανε να σταθώ λίγο πιο θετικός απέναντι στο Interceptor.
Το μεγάλο θετικό της ταινίας είναι η απλότητα του σεναρίου. Μια στρατιωτικός, η οποία έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στο παρελθόν, επιστρέφει στη δράση, μεταβαίνοντας σε έναν σταθμό αναχαίτισης. Εκεί υπάρχουν πύραυλοι έτοιμοι να αναχαιτίσουν οποιαδήποτε πυρηνική απειλή κατευθύνεται προς το έδαφος των ΗΠΑ. Ο σταθμός όμως δέχεται επίθεση εκ των έσω, ο διοικητής πέφτει νεκρός, το μεγαλύτερο μέρος του στρατιωτικού προσωπικού δολοφονείται και στην ουσία ο μόνος που μένει να αντιμετωπίσει την τρομοκρατική επίθεση είναι η πρωταγωνίστριά μας.
Τα πράγματα είναι πολύ ξεκάθαρα από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας, και ομολογουμένως αυτό είναι κάτι που αρκετές φορές λείπει από το σύγχρονο εμπορικό σινεμά (ή streaming σινεμά στην προκειμένη περίπτωση). Δεν είμαι υπέρ της απλοϊκότητας των σεναρίων σε όλα τα κινηματογραφικά είδη, αλλά διάολε όταν θέλεις να φτιάξεις μια ταινία δράσης δεν υπάρχει λόγος να περιπλέκεις τα πράγματα. Το κοινό που θα δει μια ταινία δράσης δεν έχει την απαίτηση να του δώσεις τρομερές αναλύσεις χαρακτήρων ούτε να το φορτώσεις με δυσνόητους διαλόγους. Χρειάζεται έναν χαρακτήρα από κάθε πλευρά (καλό/κακό) που να μπορεί να κατανοήσει τα κίνητρά του και από εκεί πέρα την περισσότερη δουλειά την αφήνουμε σε όσους ασχολούνται με τις σκηνές δράσης. Σε αυτά τα πλαίσια, το Interceptor τα πάει καλά. Μέσα σε δύο λεπτά μάς δίνει ξεκάθαρα το στίγμα της πρωταγωνίστριας και λίγο παρακάτω μας εξηγεί και τις προθέσεις του κακού της υπόθεσης. Συμπαθητικά τα πάει επίσης και στις σκηνές δράσης, οι οποίες είναι κυρίως μάχες σώμα με σώμα. Έξτρα πόντους εδώ στην πρωταγωνίστρια, Έλσα Πατάκη, η οποία φαίνεται ότι συμμετέχει απόλυτα στο “βρομόξυλο” που πέφτει, όπως πρέπει να κάνει κάθε action-hero που σέβεται τον εαυτό του.
Τα προβλήματα προκύπτουν στους διαλόγους και στις ερμηνείες της ταινίας. Ειδικά στο κομμάτι των διαλόγων είμαι σίγουρος ότι οι ενστάσεις θα είναι πάμπολλες, καθώς φαίνεται να έχουν απλώς αντιγραφεί από παλιότερες ταινίες του είδους (εξάλλου μιλάμε ξεκάθαρα για μια ταινία που ανήκει στην υποκατηγορία που γέννησε το Die Hard), ενώ χειρότερα κάνουν τα πράγματα οι ερμηνείες των ηθοποιών που βρίσκονται γύρω από τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές. Οι περισσότερες από αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον ερασιτεχνικές.
Με βάση λοιπόν τα δύο πράγματα που αναφέρω στην ακριβώς από πάνω παράγραφο, θεωρώ ότι ο σκηνοθέτης προσπαθεί να φτιάξει μια ταινία φόρο τιμής σε εκείνες τις περιπέτειες που κυκλοφορούσαν σωρηδόν τη δεκαετία του 1990 και που μάλιστα πήγαιναν κατευθείαν στην αγορά του βίντεο. Είναι τόσο ξεπερασμένες οι ατάκες που δίνονται στους ηθοποιούς, τόσο παλιομοδίτικη η όλη προσέγγιση, που οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι όλο γίνεται εσκεμμένα και μάλιστα με σαρκαστική διάθεση. Αυτός ήταν και ο λόγος που εντέλει βρήκα και σχετικά διασκεδαστική την ταινία. Μπορώ να κατανοήσω ωστόσο και κάποιον που θα βρίσκεται στο αντίθετο άκρο, καθώς θεωρώ ότι είναι πολύ λεπτή η διαχωριστική γραμμή, και εύκολα θα μπορούσα κι εγώ να οδηγηθώ στην απέναντι πλευρά. Αν ουσιαστικά ο σκηνοθέτης βγει και δηλώσει ότι καμία διάθεση νοσταλγίας και σάτιρας δεν έχει, τότε αυτόματα μιλάς για κάτι πάρα πολύ κακό εν έτει 2022.
Το Interceptor προτείνεται κυρίως σε αυτούς που “κατάπιναν” με μανία τις βιντεοπεριπέτειες των δεκαετιών 1980 και 1990, τις λεγόμενες “αμερικανιές”. Αν είχε γυριστεί εκείνη την περίοδο θα μπορούσε να έχει πρωταγωνιστή τον Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ ή ακόμα κι έναν Σβαρτζενέγκερ αν μιλάγαμε για μεγαλύτερο μπάτζετ, σήμερα όμως έχει την Έλσα Πατάκη, σύζυγο του Κρις Χέμσγουορθ, ο οποίος εκτός από χρέη παραγωγού έχει κι έναν μικρό χιουμοριστικό ρόλο στην ταινία.
Βαθμολογία: