
Γενέθλια Θανάτου
- Happy Death Day
- 2017
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Θρίλερ, Μαύρη Κωμωδία, Μυστηρίου, Νεανική, Παρωδία, Τρόμου
- 26 Οκτωβρίου 2017
Η Τρι Γκέλμπμαν, μια φοιτήτρια, βρίσκεται να ξαναζεί την ημέρα της βάναυσης δολοφονίας της, τόσο τις πρωτότυπες λεπτομέρειες, όσο και το τρομακτικό τέλος. Αυτό όμως είναι η ευκαιρία της για να βρει την ταυτότητα του δράστη.
Σκηνοθεσία:
Christopher Landon
Κύριοι Ρόλοι:
Jessica Rothe … Theresa ‘Tree’ Gelbman
Israel Broussard … Carter Davis
Ruby Modine … Lori Spengler
Rachel Matthews … Danielle Bouseman
Charles Aitken … Gregory Butler
Rob Mello … John Tombs
Phi Vu … Ryan Phan
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Scott Lobdell
Παραγωγή: Jason Blum
Μουσική: Bear McCreary
Φωτογραφία: Toby Oliver
Μοντάζ: Gregory Plotkin
Σκηνικά: Cece Destefano
Κοστούμια: Meagan McLaughlin
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Happy Death Day
Ελληνικός Τίτλος: Γενέθλια Θανάτου
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Γενέθλια Θανάτου 2 (2019)
Παραλειπόμενα
- Αρχικά είχε ανακοινωθεί ήδη από το 2007, με τον τίτλο Half to Death. Ήταν μάλιστα να πρωταγωνιστεί η Megan Fox.
- Η μάσκα του δολοφόνου είναι μια κατασκευή του Tony Gardner, του ίδιου που έφτιαξε και αυτή του Ghostface για τα Scream.
- Με κόστος μόλις 4,8 εκατομμύρια δολάρια, η ταινία ευτύχησε να βγάλει από τα ταμεία 122,6.
- Στο Home Cinema συμπεριλήφθηκε και ένα εναλλακτικό φινάλε.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 24/10/2017
Διανύουμε μια χρονιά που ο κινηματογραφικός τρόμος επανεφηύρε τον εαυτό του με μια πλειάδα δειγμάτων που περιείχε μια κοινωνικοπολιτική σημειολογία πίσω από φαινομενικά απλές ιστορίες (“It”, “It Comes at Night”, “Get Out”), χωρίς βέβαια να απουσιάζουν και τα αντίστοιχα σκουπίδια του είδους που εμφανίζονται κάθε χρονιά και διόλου τυχαία αποτέλεσαν απόπειρες αναβίωσης αρμεγμένων μέχρι την τελευταία σταγόνα σειρών (“Rings”, “Leatherface”). Το εύρημα της ημέρας που επαναλαμβάνεται συνεχώς και ξεκίνησε με το σχεδόν κλασικό πλέον “Groundhog Day” παραδόξως επαναξιοποιήθηκε σε ευρύ βαθμό μόλις την τρέχουσα δεκαετία παράγοντας συμπαθή αποτελέσματα με τα “Source Code” κι “Edge of Tomorrow”.
Εδώ τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Ξεκαθαρίζοντας από τα πρώτα κιόλας του λεπτά το ότι πρόκειται για ένα φιλμ με στόχευση το εφηβικό, και πιο συγκεκριμένα αγορίστικο, κοινό (αυτό φαίνεται από τον απαράδεκτο τρόπο απεικόνισης των βασικών θηλυκών ηρωίδων ως ελαφρόμυαλες, στρίγγλες ή αδίστακτες και κορυφώνεται με το πως μεταβάλλεται ειδικά ο χαρακτήρας της πρωταγωνίστριας, προβάλλοντας ως θετικό ένα πρότυπο που ουσιαστικά απλά συμπεριφέρεται όπως φαντασιώνεται εγωιστικά το ιδανικό μια μερίδα της ηλικιακής και φυλετικής κατηγορίας για την οποία προορίζεται το προϊόν αυτό) και δείχνοντας από νωρίς ότι δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, στο σημείο της αυτοπαρωδίας μάλιστα από ένα σημείο κι έπειτα, σαν να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει αυτό το στοιχείο ως ελαφρυντικό για τις εξόφθαλμες αδυναμίες του. Δεν λειτουργεί όμως έτσι, γιατί δεν πρόκειται για ξεκάθαρη παρωδία, αλλά για θρίλερ με πολλά κωμικά στοιχεία και αυτογνωσία της γελοιότητάς του, όχι όμως στο σημείο να αποδομείται πλήρως και να τολμάει να τα βάζει με το τετριμμένο των συμβάσεών του και το εύρος των απιθανοτήτων του. Η ευχάριστη έκπληξη που υπάρχει εδώ είναι η ερμηνεία της Jessica Rothe. Ακόμη κι αν ο ρόλος της στην ουσία του είναι ένα κακογραμμένο στερεότυπο, το μπρίο και το κωμικό της τάιμινγκ που κουβαλάει την κάνουν να ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσα στο γάλα από ένα κατά τα άλλα αδιάφορο καστ και καθιστούν την παρουσία της πάντοτε εξαιρετικά ευχάριστη, ασχέτως των αμφίβολης ποιότητας επιλογών που γίνονται από το Scott Lobdell. Αυτό το μπόνους μαζί με το γρήγορο ρυθμό που συμβαδίζει με το χαβαλεδιάρικο κλίμα στο οποίο υποκύπτει πλήρως το φιλμ μετά το πρώτο μισό του, με ένα βιντεοκλιπίστικο μοντάζ και τόνους ποπ μουσικής στη διαπασών, καθιστούν την παρακολούθηση πιο εύκολη, όχι όμως στο σημείο να την αποκαλέσει κανείς ευχάριστη, ακριβώς γιατί το συχνά σαχλό χιούμορ και οι σεναριακές τσαπατσουλιές που πάνε πακέτο με αυτήν την ξέφρενη ατμόσφαιρα προϋποθέτουν το θεατή να απενεργοποιήσει την κριτική του σκέψη και τη λογική του κατά τη διάρκεια της προβολής για να απολαύσει πραγματικά αυτό που του σερβίρεται.
Λόγω του ότι δεν είναι στις προθέσεις των δημιουργών να τραβήξουν τη σύλληψή τους στα άκρα των δυνατοτήτων αξιοποίησής της, χάνεται γρήγορα και αυτή η αίσθηση της διασκέδασης, καθώς όλα είναι προμελετημένα ώστε να βαδίσουν με ασφάλεια σε ένα φινάλε που κλείνει συμβατικά μια ιδέα που θα μπορούσε να αποδειχθεί δαιμονικά ευρηματική και να παίξει πολύ περισσότερο με τις προσδοκίες αυτού που την παρακολουθεί. Ενδεικτικό του αφόρητα συμβατικού σκεπτικού της όλης κατασκευής είναι και ο γλυκανάλατος τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το δραματικό υπόβαθρο της πρωταγωνίστριας (για περαιτέρω ανάπτυξη και βαθύτερη ανάλυση άλλων χαρακτήρων ούτε λόγος) που φαντάζει ξένο σώμα με το υστερικά αυτοσαρκαστικό ύφος που διακρίνει το φιλμ. Ακόμη και το whodunit στοιχείο που αποπειράται να χτιστεί ελάχιστη σημασία έχει στο τέλος. Ο δολοφόνος θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε από το περιβάλλον της ηρωίδας και αυτό θα είχε ελάχιστη διαφορά στη συνολική εικόνα, κάτι που δείχνει πόσο ασήμαντη είναι η επίδραση των φιγούρων αυτών στην εξέλιξη του δράματος και πόσο μη επεξεργασμένη η σχέση τους με τον κεντρικό χαρακτήρα. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για μια δημιουργία με όλα εκείνα τα γνωρίσματα της κατηγορίας «σε λίγο καιρό θα ξεχαστεί».
Βαθμολογία: