Ο μανιώδης από μικρός με τα όπλα Μπάρτον Τέιρ είναι άσος στο σημάδι, αλλά δεν μπορεί να πυροβολήσει τίποτα ζωντανό. Όταν θα γνωρίσει σε ένα καρναβάλι μια κοπέλα, την Άνι, που τυγχάνει κι αυτή να είναι δεινή σκοπεύτρια, θα έχει γνωρίσει την κοπέλα της ζωής του αλλά και -χωρίς να το ξέρει ακόμα- αυτήν που θα τον καταστρέψει.

Σκηνοθεσία:

Joseph H. Lewis

Κύριοι Ρόλοι:

Peggy Cummins … Annie Laurie Starr

John Dall … Barton ‘Bart’ Tare

Berry Kroeger … Packett

Morris Carnovsky … δικαστής Willoughby

Anabel Shaw … Ruby Tare Flagler

Harry Lewis … υπαστυνόμος Clyde Boston

Trevor Bardette … σερίφης Boston

Russ Tamblyn … Bart Tare (14ων ετών)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: MacKinlay Kantor, Dalton Trumbo

Παραγωγή: Frank King, Maurice King

Μουσική: Victor Young

Φωτογραφία: Russell Harlan

Μοντάζ: Harry Gerstad

Σκηνικά: Gordon Wiles

Κοστούμια: Norma Koch

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Gun Crazy
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Πόλεμος του Εγκλήματος
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Deadly Is the Female

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Φονικός Έρωτας (1992)

Σεναριακή Πηγή

  • Διήγημα: Gun Crazy του MacKinlay Kantor.

Παραλειπόμενα

  • Το διήγημα του MacKinlay Kantor είχε εκδοθεί το 1940 μέσα από τις σελίδες της The Saturday Evening Post.
  • Στα κρέντιτ του σεναρίου βλέπουμε τα ονόματα του Kantor και του Millard Kaufman. Στην πραγματικότητα ο τελευταίος δεν εργάστηκε καθόλου για την ταινία, αλλά απλά προσφέρθηκε να καλύψει το όνομα του Dalton Trumbo, που λόγω της συμπερίληψης του στη “μαύρη λίστα” των αριστερών καλλιτεχνών, δεν επιτρέπονταν να εργάζεται. Το 1992, ο Kaufman έκανε επίσημη αίτηση στην ένωση σεναριογράφων, ζητώντας να σβηστεί το όνομα του και να μπει αυτό του Trumbo.
  • Ενώ οι δύο κεντρικοί ρόλοι είναι φανερό ότι έχουν ως πηγή έμπνευσης τους διαβόητους Bonnie Parker και Clyde Barrow, η σκηνή της ληστείας στο εργοστάσιο παραπέμπει σε μια αντίστοιχη του 1938 σε εγκαταστάσεις της Coca-Cola από τους Floyd Hamilton και Huron ‘Terrible Ted’ Walters. Ο Hamilton όμως τύχαινε να είναι παλιός συνεργάτης των Bonnie και Clyde.
  • Οι δύο παραγωγοί ήθελαν τη Veronica Lake για τον κεντρικό ρόλο.
  • Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε 30 ημέρες με ένα πενιχρό μπάτζετ των 400ων χιλιάδων δολαρίων.
  • Το μεγαλύτερο τεχνικό επίτευγμα του φιλμ είναι σίγουρα η σκηνή της ληστείας στο Μοντρόζ. Πρόκειται για ένα παρατεταμένο μονόπλανο, στα γυρίσματα του οποίου μόνο οι ηθοποιοί και όσοι βρίσκονταν εντός τράπεζας γνώριζαν το ότι γυρίζονταν ταινία. Αυτό κατέστη εφικτό με την προσομοίωση του εσωτερικού ενός Σεντάν μέσα σε μια μακρά Κάντιλακ, όπου υπήρχε αρκετός χώρος για να κινηθεί η κάμερα.
  • Ασυνήθιστο για την εποχή, αλλά με εξαίρεση μόνο μία σκηνή οι δύο ηθοποιοί οδηγούν στην πραγματικότητα αυτοκίνητο στον δρόμο και δεν βρίσκονται εντός στούντιο.
  • Η αρχική συμφωνία ήθελε τη μικρή εταιρία Monogram Studios να κυκλοφορήσει την ταινία στις αίθουσες, αλλά οι παραγωγοί έκλεισαν συμφωνία με τη United Artists. Παρότι έτσι το φιλμ έχαιρε καλύτερης διανομής, σπάνιο για μια b-movie, πέτυχε εισπράξεις μόνο 17 χιλιάδων δολαρίων.
  • Οι χλιαρές κριτικές της εποχής της πρεμιέρας έδωσαν θέση σε μια επανεκτίμηση της ταινίας, ειδικά από το 1998 που επιλέχτηκε για την ταινιοθήκη του αμερικανικού κογκρέσου.
  • Το 1992 είχαμε ένα ελεύθερο ριμέικ από την Tamra Davis, το Guncrazy, με τους Drew Barrymore και Michael Ironside.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 5/8/2024

Κομψό παράδειγμα του υποείδους των «καταδικασμένων εραστών» -εμπνευσμένο από τους πραγματικούς παράνομους Bonnie Parker και Clyde Barrow-, το «Gun Crazy» δικαίως θεωρείται μια από τις καλύτερες b-movies που έγιναν ποτέ. Ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, με ηθοποιούς δεύτερης διαλογής, υπήρξε εμπορική αποτυχία στην εποχή του, θύμα και ενός ανόητου επανατιτλισμού (“Deadly Is the Female”). Ωστόσο με τα χρόνια επανεκτιμήθηκε, έγινε ουσιαστικό σημείο αναφοράς για το είδος του φιλμ νουάρ, λάμποντας για πάντα στο έναστρο στερέωμα της σινεφιλίας.

Ο Bart είναι ένα ευγενικό αγόρι παθιασμένο με τα όπλα, που αναστατώνεται ψυχικά όταν σκοτώνει έναν νεοσσό. Δεν του αρέσει να κάνει κακό και πολύ περισσότερο να σκοτώνει. Η ταινία ξεκινά με το σπάσιμο ενός παραθύρου και την κλοπή ενός περιστρόφου από τον Bart. Βρέχει, είναι νύχτα, αλλά ο σερίφης της μικρής πόλης, που τον γνωρίζει πολύ καλά, τον συλλαμβάνει. Ο δικαστής αποφασίζει να τον στείλει σε αναμορφωτήριο για να θεραπευτεί από την ακατανίκητη έλξη του για τα όπλα. Ως ενήλικας, κατατάχθηκε στο στρατό όπου έγινε εκπαιδευτής σκοποβολής. Αλλά αυτή η ζωή δεν του ταιριάζει και επιστρέφει στη γενέτειρά του αναζητώντας δουλειά. Εκεί συναντά τους παιδικούς του φίλους που έχουν γίνει αξιοσέβαστοι και νοικοκυρεμένοι άνδρες: ο ένας έχει γίνει σερίφης. Ένα βράδυ, ενώ κάνουν βόλτα σε ένα καρναβάλι, ο Bart (John Dall) συναντά τη Laurie (Peggy Cummins). Είναι πρωταθλήτρια σκοποβολής. Το κοινό πάθος τους για τα όπλα θα τους φέρει κοντά. Αφού ξεφορτωθούν το αφεντικό του καρναβαλιού που τους παρενοχλεί, ο Bart και η Laurie αποφασίζουν να παντρευτούν. Θα ζήσουν ένα έντονο ρομαντικό πάθος, αλλά πολύ γρήγορα τελειώνουν τα χρήματα. Με τις εκβιαστικές πιέσεις της Laurie παρασύρονται σε μια κλιμακούμενη εγκληματική δράση, στην οποία εκείνη δείχνει μια άγρια ικανότητα, ενώ ο Bart συμμετέχει καθώς δεν θέλει να τη χάσει. Σε μια ομίχλη, που συμβολίζει την ηθική τους σύγχυση, διαδραματίζεται το «liebestod» φινάλε της ιστορίας, που εφάπτεται στο αναπόφευκτο της κλασικής τραγωδίας…

Ο σκηνοθέτης Joseph H. Lewis είναι ένας από τους αφανείς στυλίστες του αμερικανικού κινηματογράφου, με το «Gun Crazy» να είναι το αριστούργημα του. O Lewis συνυπογράφει το σενάριο με τον Dalton Trumbo, γνωστό μέλος της «μαύρης λίστας», κρυμμένος πίσω από το όνομα του συναδέλφου του, Millard Kaufman. Το εκλεπτυσμένο οπτικό στυλ του Lewis είναι εμφανές παντού: στη χρήση βαθιάς εστίασης, στην εναλλαγή μεγάλων και σύντομων λήψεων, στις περίτεχνες συνθέσεις του κάδρου, στις ασυνήθιστες γωνίες, στις βίαιες κινήσεις της κάμερας και στο κοφτό μοντάζ, στοιχεία που σηματοδοτούν τις εκρηκτικές σχέσεις των χαρακτήρων και την ταραγμένη κατάσταση του μυαλού τους. Η ατμοσφαιρική φωτογραφία του Russell Harlan και η  μοιρολατρική μουσική του Victor Young εντείνουν περαιτέρω το δραματουργικό αποτέλεσμα.

Παράλληλα ο Lewis διερευνά τη διεστραμμένη ψυχολογία του αμοραλιστικού και αντικομφορμιστικού ζευγαριού, αξιοποιώντας στο έπακρο τους πρωταγωνιστές του. Μακριά από τους αρρενωπούς χαρακτήρες γκάνγκστερ, o Bart είναι ένας αντιήρωας: εύθραυστος, σεξουαλικά διφορούμενος, ψυχικά ασταθής, ανίκανος να πυροβολήσει για να σκοτώσει παρά την επιδεξιότητά του στο χειρισμό όπλων, με λαχτάρα του για μια τακτοποιημένη ζωή.

Αντίθετα ο χαρακτήρας και το παρελθόν της Laurie αφήνονται σκόπιμα αδιαφανή. Είναι μια αινιγματική μοιραία γυναίκα με αχαλίνωτη σεξουαλικότητα, εμμονή με το χρήμα και την έντονη ζωή, αλλά και μια αδίστακτη δολοφόνος που δεν θα εκπληρώσει ποτέ τον ρόλο της νοικοκυράς και της μητέρας που ονειρεύεται ο Bart. Χρησιμοποιώντας μια αναμέτρηση σκοποβολής ως προκαταρκτικό ερωτικό παιχνίδι, κυκλώνουν ο ένας τον άλλον σε μια αμοιβαία επίδειξη σεξουαλικά φορτισμένης έλξης: «Οι δυο σας κοιτάζεστε, σαν δυο άγρια ζώα», διαπιστώνει με ζήλεια ο κράχτης του καρναβαλιού. Αλλά και στη σκηνή του γάμου τους, η Laurie αλλάζει προκλητικά τους παραδοσιακούς όρκους: «Θέλω να είμαι καλή. Θα προσπαθήσω. Θα προσπαθήσω πολύ», αφήνοντας στον θεατή ένα μάλλον αρνητικό προμήνυμα. «Ταιριάζουμε όπως τα όπλα με τα πυρομαχικά», λέει από τη πλευρά του ο Bart, εγκαινιάζοντας ρητά τη συμβιωτική σύνδεση μεταξύ σεξ και βίας, καθώς και τη λατρεία των όπλων και τον ρόλο τους στην αμερικανική κουλτούρα.

Στο «Gun Crazy» αναγνωρίζουμε όλα τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά του φιλμ νουάρ: μοιραία γυναίκα, αναδρομές στο παρελθόν, καταδιώξεις αυτοκινήτων, περίτεχνες ληστείες. Ωστόσο η ταινία δεν βυθίζεται στην κοινοτοπία καθώς εκλύει στην οθόνη μια ηδυπαθή ποιητική δύναμη, χάρη στην αφηγηματική φρενίτιδα και το ίδιο της το θέμα: την «τρελή αγάπη» ενός ζευγαριού κοινωνιοπαθών που συναντιούνται χάρη σε ένα κοινό πάθος, τα όπλα. Σε μια ισχυρά σημαίνουσα σκηνή, ο Lewis τονίζει τις φαλλικές, φετιχιστικές έννοιες των όπλων, με τον Bart να τα γυαλίζει με λατρεία μπροστά στην Anne που βγαίνει από το μπάνιο γυμνή κάτω από το λευκό μπουρνούζι της. Μυθικές διαστάσεις έχει αποκτήσει και η τετράλεπτη σεκάνς ληστείας, γυρισμένη με ένα «tour-de-force» μονοπλάνο από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου διαφυγής, καθώς οι εραστές μιλούν ενώ οδηγούν μέσα στην πόλη, παρκάρουν, βγαίνουν, κλέβουν τα χρήματα, ξυλοκοπούν έναν αστυνομικό, πηδούν πίσω στο αυτοκίνητο και απομακρύνονται με ταχύτητα -μια τεχνική που εμπλέκει τον θεατή και τον καθιστά συμμέτοχο.

Στο «Gun Crazy» η παράβαση, η εξέγερση, ο ερωτισμός και η λατρεία των όπλων είναι άρρηκτα συνυφασμένα: ο ενθουσιασμός της εγκληματικής δράσης ως σεξουαλική απελευθέρωση, η ληστεία μιας τράπεζας ως ερωτική πράξη. Εφόσον οι δυο «καταδικασμένοι εραστές» δεν είναι φτιαγμένοι για να εκπληρώσουν το αμερικάνικο όνειρο, η μόνη τους διέξοδος είναι να ζήσουν μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν με όλες τις αισθήσεις τους το ρομαντικό τους πάθος. Στην καρδιά της ταινίας βρίσκεται λοιπόν η συνειδητή συνενοχή τους που τους οδηγεί αναπόδραστα στο χείλος της αβύσσου: αντί να δρουν με τρόπο που αποδεικνύεται αυτοκαταστροφικός, αυτοί δρουν οδηγημένοι από αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *