
Κατακαλόκαιρο. Ένα απομονωμένο σπίτι στην εξοχή ανάμεσα σε δάσος και καλαμπόκια. Δύο 10χρονοι δίδυμοι αναμένουν τη μητέρα τους. Όταν αυτή επιστρέφει, το κεφάλι της είναι όλο τυλιγμένο με επιδέσμους μετά από πλαστική εγχείρηση. Τίποτα δεν είναι πια όπως πριν. Αποκλείει την οικογένεια της από τον έξω κόσμο. Αμφιβάλλοντας πλέον πως αυτή είναι η αληθινή τους μητέρα, τα δύο αγόρια είναι αποφασισμένα να ανακαλύψουν την αλήθεια με κάθε κόστος.
Σκηνοθεσία:
Severin Fiala
Veronika Franz
Κύριοι Ρόλοι:
Susanne Wuest … η μητέρα
Lukas Schwarz … Lukas
Elias Schwarz … Elias
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Veronika Franz, Severin Fiala
Παραγωγή: Ulrich Seidl
Μουσική: Olga Neuwirth
Φωτογραφία: Martin Gschlacht
Μοντάζ: Michael Palm
Σκηνικά: Hubert Klausner, Hannes Salat
Κοστούμια: Tanja Hausner
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ich Seh Ich Seh
- Ελληνικός Τίτλος: Καληνύχτα Μαμά
- Διεθνής Τίτλος: Goodnight Mommy
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Goodnight Mommy (2022)
Κύριες Διακρίσεις
- Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, φωτογραφία, σκηνικά και μακιγιάζ στα εθνικά βραβεία της Αυστρίας.
- Βραβείο φωτογραφίας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για ευρωπαϊκή ανακάλυψη.
- Βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Επίσημη πρόταση της Αυστρίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Η Susanne Wuest επέλεξε να μείνει ολομόναχη επί τρεις μήνες, ως προετοιμασία για τον ρόλο της. Πολύ συχνά έδενε με επίδεσμο το κεφάλι της, ενώ είχε ως “κατοικίδια” δύο κατσαρίδες.
- Το φιλμ γυρίστηκε με χρονολογική σειρά, με τους ηθοποιούς να μη γνωρίζουν τι θα συμβεί στην επόμενη σκηνή.
- 240 δίδυμα πέρασαν από οντισιόν για τους δύο κύριους ρόλους.
- Το 2022 ήρθε και το αμερικανικό ριμέικ σε σκηνοθεσία Matt Sobel. Τον ρόλο της μητέρας εδώ κρατάει η Naomi Watts.
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 28/12/2015
Η αρχετυπική αθωότητα στη σχέση γονιών-παιδιών αποτελεί θέμα εξεχόντως ευαίσθητο, τόσο ώστε να προσφέρει απόλυτα πρόσφορο έδαφος στο σινεμά τρόμου για να το… καταπατήσει ανελέητα. Στην απειλητική ασέβεια αυτής της «ιερής» σχέσης πάτησε ο «Εξορκιστής» σοκάροντας ορδές θεατών τη δεκαετία του 1970, το ίδιο και το πιο πρόσφατο «Babadook» που βασίστηκε στον τρόμο της ακραίας κατάρρευσης της γονεϊκής αγάπης για να χτίσει μια αξιοπρόσεκτη ψυχολογική αλληγορία. Σαν ένα «Babadook» από την… ανάποδη, το «Goodnight mommy» χρησιμοποιεί την ίδια λογική βυθίζοντάς μας σε έναν εφιάλτη δίχως διέξοδο, όπου όσο η αγάπη απουσιάζει από τα ψυχρά κάδρα του, άλλο τόσο ενυπάρχει στη δημιουργική μελέτη των ουσιωδών χαρακτήρων του -γι’ αυτό και λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά. Με ένα μυστηριώδες στόρι που δεν φοβάται τα -ανατριχιαστικά- άκρα, και σκηνοθεσία γεμάτη ευρήματα, η απτή πραγματικότητα κονταροχτυπιέται με την υποκειμενική αντίληψη, δημιουργώντας ταυτόχρονα μία από τις πιο πρωτότυπα creepy ατμόσφαιρες τρόμου στην κινηματογραφική μνήμη, όσο και αισθητά επίπεδα βάθους κάτω από αυτήν.
Το γεγονός ότι το φιλμ δεν παραλείπει ποτέ να υπηρετεί και να τεκμηριώνει εις βάθος την ουσία του (με έξυπνα κλεισίματα ματιού που όμως μάλλον προορίζονταν να είναι ορατά σε δεύτερη θέαση) είναι ο λόγος που ενδεχομένως «καίει» την έκπληξη του φινάλε του από νωρίς, στα μάτια ενός έμπειρου, τουλάχιστον, θεατή. Ταυτόχρονα όμως, είναι και η αιτία που υπάρχει ένα διαρκές και αμείωτο ψυχολογικό βάρος στους χαρακτήρες του. Από το εμπνευσμένο παιχνίδι φωτός με τους επιδέσμους της μητέρας και την αδυναμία διάκρισης των διδύμων μέχρι την απόκοσμη, σχεδόν με μια υφή σουρεαλισμού άδεια πόλη που επισκέπτονται τα παιδιά (η οποία τονίζει έμμεσα την «αφύσικη» μοναξιά τους) και την κατ’ επέκταση ψυχρή σε σημείο μη ρεαλιστικού στυλιζαρίσματος σκηνοθεσία των Fiala και Franz, όλα δίνουν χώρο για εντυπωσιακή καλλιτεχνική εμβάθυνση. Όλα υπηρετούν με αξιοθαύμαστο πείσμα την παραπάνω ιδέα της υποκειμενικότητας της αφήγησης, δίνοντας στην ταινία κάθε λόγο να φαντάζει απόκοσμη και αφύσικη, αφού έτσι φαντάζει κι ο κόσμος στο μυαλό των ηρώων της. Γι’ αυτό και, επίσης, τρομακτικά απειλητικός.
Όχι ότι δεν υπάρχουν αδυναμίες, με τη σκηνή των εθελοντών του Ερυθρού Σταυρού να μοιάζει μάλλον εύκολη (κρατάω την επιφύλαξη ότι για αυτό μπορεί να οφείλονται διαφορές στην κουλτούρα) και την τελική αποκάλυψη να σερβίρεται «στο πιάτο» με ασυγχώρητα προφανή τρόπο, μα το φιλμ παραμένει πάντοτε διεστραμμένα απολαυστικό. Από τη μία, θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό ως ταινία μία δεκαετία πριν (όπου θα ήταν δυσκολότερο να προβλέψει κανείς την κατάληξή του και θα φάνταζε καθολικά πιο πρωτότυπο), αλλά, από την άλλη, εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα σπάνια φιλμ που, εν έτει 2015, έχουν τη δύναμη να σε ενοχλήσουν σε σημείο να θες να κλείσεις τα μάτια σου από την ένταση.
Βαθμολογία: