Ο μικρός Κόναν γίνεται μάρτυρας της σφαγής των γονιών του αλλά και όλης της φυλής του, μεγαλώνει σαν σκλάβος και γίνεται ένας από τους μεγαλύτερους μονομάχους της εποχής του. Το τελευταίο τον κάνει να κερδίσει εντέλει την ελευθερία του και του δίνει την ευκαιρία να ταξιδέψει σε όλο τον γνωστό κόσμο, να μορφωθεί και να μάθει πολεμικές τέχνες μαζί με την τέχνη του ατσαλιού. Κάπου σε αυτή την πορεία του, θα αναγνωρίσει το σύμβολο αυτών που δολοφόνησαν τη φατρία του, και η δίψα για εκδίκηση θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη σατανική λατρεία του φιδόμορφου θεού Σετ.
Σκηνοθεσία:
John Milius
Κύριοι Ρόλοι:
Arnold Schwarzenegger … Conan
Gerry Lopez … Subotai
Sandahl Bergman … Valeria
James Earl Jones … Thulsa Doom
Max von Sydow … βασιλιάς Osric
Mako … ο μάγος
Sven-Ole Thorsen … Thorgrim
Ben Davidson … Rexor
Cassandra Gava … η μάγισσα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Milius, Oliver Stone
Παραγωγή: Raffaella De Laurentiis, Buzz Feitshans
Μουσική: Basil Poledouris
Φωτογραφία: Duke Callaghan
Μοντάζ: Carroll Timothy O’Meara
Σκηνικά: Ron Cobb
Κοστούμια: John Bloomfield
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Conan the Barbarian
- Ελληνικός Τίτλος: Κόναν ο Βάρβαρος
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Κόναν ο Εξολοθρευτής (1984)
- Κόναν ο Βάρβαρος (2011)
Σεναριακή Πηγή
- Χαρακτήρας franchise: Conan του Robert E. Howard.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα νέας σταρ (Sandahl Bergman).
Παραλειπόμενα
- Ο χαρακτήρας του Κόναν υπάρχει από τη δεκαετία του 1930, όταν και ο Robert E. Howard τον συμπεριέλαβε στο περιοδικό Weird Tales. Ιδέες για να μεταφερθεί σε ταινία υπήρχαν από τις αρχές των 1970, με τους παραγωγούς Edward R. Pressman και Edward Summer να προσπαθούν να πάρουν τα δικαιώματα για να βγει το έργο το 1975. Μέσα στα δύο χρόνια που χρειάστηκαν για να τα αποκτήσουν, ήδη είχε επιλεγεί ο Schwarzenegger, αλλά και ο Oliver Stone για το σενάριο. Δεν υπήρχαν όμως οι αναγκαίοι πόροι, ούτε κάποιο μεγάλο στούντιο το αναλάμβανε, έτσι το 1979 τα δικαιώματα πουλήθηκαν στον Dino De Laurentiis μετά από διαπραγματεύσεις που κράτησαν έναν χρόνο. Άμεσα προσλήφθηκε ο Milius (που είχε εκφράσει από το 1978 τη θέληση να το αναλάβει), ενώ ο Stone καλέστηκε να γράψει ένα δεύτερο σενάριο.
- Ο Summer είχε αποκαλύψει ότι για τον Κόναν υποψήφιοι ήταν οι Charles Bronson, Sylvester Stallone και William Smith (ο συγκεκριμένος ερμήνευσε τελικά τον πατέρα του Κόναν). Μέχρι που είδαν το Pumping Iron, ένα b-movie ντοκιουντράμα για το μπόντι-μπίλντινγκ, και άμεσα συμφώνησαν ότι ο Schwarzenegger ήταν ο τέλειος για τον ρόλο.
- Ο Stone είχε δηλώσει πως προσπάθησε να πείσει τον Ridley Scott να το αναλάβει, την εποχή που τελείωνε το πρώτο Άλιεν, αλλά δεν τα κατάφερε.
- Sean Connery και John Huston είχαν ακουστεί για δεύτερους ρόλους.
- Το τελικό κείμενο είναι ένα συνονθύλευμα από περιστατικά που υπάρχουν στα αυθεντικά διηγήματα, αλλά και στοιχεία από τις ιαπωνικές ταινίες Οι Επτά Σαμουράι και Ιστορίες Φαντασμάτων (Kwaidan).
- Πριν ξεκινήσουν τα κύρια γυρίσματα, γυρίστηκε στα Shepperton Studios ένα στιγμιότυπο με τον Κόναν σε μεγάλη ηλικία και αφήγηση από τα The Nemedian Chronicles, τα οποία ο Robert E. Howard είχε γράψει ως εισαγωγή στο σύμπαν του ήρωα. Παρότι ο σκοπός ήταν αυτό να γίνει trailer, ο Milius αποφάσισε να γίνει η εισαγωγή της ταινίας. Επειδή όμως ο Laurentiis και η Universal Pictures είχαν σημαντικό πρόβλημα με την προφορά του μυώδη σταρ, ο σκηνοθέτης συμβιβάστηκε να πάει το απόσπασμα αυτό στο φινάλε.
- Τα κύρια γυρίσματα έγιναν στην Ισπανία, γύρω από τη Μαδρίτη και στην επαρχία της Αλμερία, με τα σκηνικά να βασίζονται στον Μεσαίωνα και σε σχέδια του Κόναν από τον Frank Frazetta.
- Ο Milius απέφυγε σχεδόν εξολοκλήρου τα ειδικά εφέ, προτιμώντας τις μηχανικές κατασκευές και τις οπτικές ψευδαισθήσεις.
- Ο Schwarzenegger ερμήνευσε σχεδόν όλες τις δύσκολες σκηνές, ενώ τα δύο σπαθιά (κόστους 10 χιλιάδων δολαρίων το καθένα) που χρησιμοποιεί κατασκευάστηκαν πάνω στον χαρακτήρα του.
- Η διαδικασία του μοντάζ τράβηξε σχεδόν ένα έτος, με πολλές από τις βίαιες σκηνές να κόβονται.
- Παρότι οι περισσότερες κόμικ και pulp διασκευές στη δεκαετία του 1980 αποτελούσαν εμπορικές αποτυχίες, το Κόναν τα πήγε καλά, παρότι δεν είχε και βοήθεια από την κριτική. Σύμφωνα και με τον Sammon, έγινε το πρότυπο όλων των ταινιών με σπαθιά και μαγεία μέχρι και την έλευση του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών.
- Άμεσα είχε προγραμματιστεί να γίνει τριλογία, αλλά εντέλει γυρίστηκε μονάχα ένα σίκουελ (Κόναν ο Εξολοθρευτής). Το τρίτο, το Conan the Conqueror, έπεσε σε παραγωγικό σκόπελο, με το έτοιμο σενάριο να μετατρέπεται σε αυτό του Καλ ο Κατακτητής (1997).
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Milius οραματίστηκε το φιλμ ως μια όπερα με ελάχιστους ως καθόλου διαλόγους. Έτσι, ο Basil Poledouris έγραψε μουσική για σχεδόν κάθε λεπτό της ταινίας, κι ενώ αυτή ήταν η πρώτη του μεγάλη ορχηστική δουλειά.
- Ο δημιουργός ήθελε να χρησιμοποιηθεί το Carmina Burana του Carl Orff όταν εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Ντουμ. Όταν όμως έμαθε ότι η ταινία Εξκάλιμπερ το χρησιμοποίησε ήδη, αναγκάστηκε να ζητήσει αυθεντικό θέμα.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 12/8/2020
Έργο ζωής για τον John Milius, που τα κατάφερνε καλύτερα με τα σενάρια, το οποίο αναπλάθει ένα σύμπαν ντούρα βαρβαρικό, και πιο heavy-metal κι από ό,τι το είχε πλάσει ο ίδιος ο δημιουργός του.
Ο Milius δεν προσπαθεί να κάνει κόμικ όπως θα ήταν το φυσιολογικό, αλλά καθαρό έπος. Έπος όμως με μια b-movie λογική δεκαετίας 1930, κάτι που προϋπόθετε εξτρά κόπο και μεράκι από όλο το επιτελείο. Θυσιάζει τα όσα θα μπορούσαν να του προσφέρουν τα ήδη εξελιγμένα οπτικά εφέ, ποντάροντας πάνω στην ανθρώπινη δύναμη, κάτι που μαρτυράει και η ανάλυση του Ντουμ περί μυστικού του ατσαλιού. Αυτή η πρωτόγονη ισχύς βγαίνει στον θεατή, τον ενθουσιάζει, τον μαγεύει, ακόμα και κρύβοντας του ένα σενάριο που σε διαλόγους δεν πρέπει να περνάει τις πέντε σελίδες. Και η ειρωνεία έναντι των επιτευγμάτων των μετέπειτα ψηφιακών εφέ, είναι πως το φιλμ αυτό κρατάει ακόμα και σήμερα τη φρεσκάδα του, σαν ένα αρχαιολογικό εύρημα που δεν χάνει ποτέ την αξία του όσους αιώνες κι αν περάσουν…
Έχοντας ως πρώτα υλικά το καλοστημένο όσο και λιτό ντεκόρ που παραπέμπει σε κάτι σαν ύστερη εποχή των Σουμερίων, κατάλληλους ηθοποιούς που δεν χρειάζεται να ερμηνεύσουν ούτε μία στάλα (αγνοείται το αν μπορούσαν κιόλας), και μια μουσική πανδαισία που όμοια της ο Βασίλης Πολυδούρης δεν συνέθεσε ξανά ούτε στα όνειρα του, ο Milius απλώνει ένα οπτικοακουστικό όραμα. Μακάρι να ήταν δημιουργός με το «δ» κεφαλαίο, και να ήξερε να περιεργάζεται καλύτερα την εικόνα (η φωτογραφία είναι το βασικό μείον του φιλμ), ή να είχε στη διάθεση του πιο βαρβάτες σκηνές δράσης (μπορεί να είχε και να ήταν ανάμεσα σε όσα κόπηκαν επί του μοντάζ), αλλά ακόμα κι έτσι παίρνει το απόλυτο από όσα έχει στα χέρια του. Αποφεύγει σαν δαίμονας το κιτς και τη γελιοποίηση, που είναι απανταχού ύποπτα πως θα κάνουν την εμφάνιση τους, και αδιαφορεί αν το αποτέλεσμα θα τραβήξει το κοινό ή τους κριτικούς, παραγεμίζοντας το με λεπτομέρειες που μπορούν να αφοριστούν από αμφότερους. Μαζί με τον Oliver Stone έχουν γεννήσει ένα αμάλγαμα (ή συνονθύλευμα;) μυθολογιών και θρησκειών, που συνδυάζει τη Βαλχάλα με τον Προμηθέα και το ιαπωνικό σινεμά, κι όμως είναι μακριά από τα όργια παρόμοιων περιπτώσεων στον κινηματογράφο, επειδή ακριβώς δεν πατάει κάπου συγκεκριμένα, αλλά δανείζεται ένα κομματάκι από εδώ κι εκεί. Αυτό δηλαδή που είχε κάνει προηγουμένως και ο Lucas.
Αγνό σινεμά φαντασίας, με ανθρώπινο και όχι μηχανικό πρόσημο, που ισορροπεί επικίνδυνα σε λεπτό σκοινί, για να φτάσει όμως περήφανα όρθιο στην άλλη άκρη. Αυτός είναι ο κόσμος του Κόναν, και πρέπει να τον διαβείς, ακόμα και για να πάρεις μία σταλιά από ψυχαγωγικό μεράκι.
Βαθμολογία: