17ος αιώνας. Από μικρό κορίτσι, η ιταλίδα Μπεντέτα Καρλίνι αισθάνονταν πιο κοντά στον Θεό από τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι, ο πατέρας της τη στέλνει να γίνει καλόγρια σε μοναστήρι της Τοσκάνης. Εκεί όμως η θρησκευτικός της παροξυσμός μέσω οραμάτων συνδυάζεται με την παράνομη και μάλιστα ομόφυλη σεξουαλική ευχαρίστηση, κάτι που θα την οδηγήσει σε δίκη που θα κρίνει τη ζωή ή τον θάνατο της.
Σκηνοθεσία:
Paul Verhoeven
Κύριοι Ρόλοι:
Virginie Efira … Benedetta Carlini
Charlotte Rampling … ηγουμένη Felicita
Δάφνη Πατακιά … Bartolomea
Lambert Wilson … νούντσιος Alfonso Giglioli
Clotilde Courau … Midea Carlini
Olivier Rabourdin … Alfonso Cecchi
Herve Pierre … Paolo Ricordati
Louise Chevillotte … αδελφή Christina
Guilaine Londez … αδελφή Jacopa
Gaelle Jeantet … αδελφή Petra
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paul Verhoeven, David Birke
Παραγωγή: Said Ben Said, Michel Merkt, Jerome Seydoux
Μουσική: Anne Dudley
Φωτογραφία: Jeanne Lapoirie
Μοντάζ: Job ter Burg
Σκηνικά: Katia Wyszkop
Κοστούμια: Pierre-Jean Larroque
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Benedetta
- Ελληνικός Τίτλος: Μπενεντέτα
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: Immodest Acts: The Life of a Lesbian Nun in Renaissance Italy της Judith C. Brown.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Ο Paul Verhoeven είχε να επιλέξει να ασχοληθεί μετά το Εκείνη είτε με τη ζωή του Ιησού, είτε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε την Αναγέννηση. Αυτό όμως που προέκυψε μέσω της επιλογής ενός παλιού σεναρίου του Jean-Claude Carriere, ήταν μια ιστορία που αφορούσε ένα μοναστήρι κατά τον Μεσαίωνα, και που αρχικά τιτλοφορήθηκε ως Blessed Virgin. Αφού εγκατέλειψε κι αυτό, στράφηκε σε ιστορικό βιβλίο της Judith C. Brown, έκδοσης 1986, κάνοντας όμως τον ήδη επιλεγμένο για το σενάριο, και παλιό του συνεργάτη, Gerard Soeteman να αποχωρήσει. Ο λόγος αυτής της αποχώρησης αφορούσε το έντονα σεξουαλικό στοιχείο της πλοκής, με τον σεναριογράφο να μη θέλει να μπει καν το όνομα του στους τίτλους εν είδει συμμετοχής.
- Ο ολλανδός δημιουργός έλπισε να πείσει την Isabelle Huppert να πάρει κάποιον βοηθητικό ρόλο, χωρίς όμως επιτυχία.
- Υπήρξε έντονη μυστικότητα πάνω στην υπόθεση, τόση που κανένα μέλος του καστ ή του συνεργείου δεν επιτρέπονταν να μιλήσει στον τύπο για αυτήν, καθόσον γίνονταν να γυρίσματα σε Ιταλία και Γαλλία.
- Είχε ανακοινωθεί για το φεστιβάλ των Κανών του 2019, αλλά η ανάρρωση του Verhoeven από μια εγχείρηση πήγε το σχέδιο πίσω. Εντέλει, και πάλι η πρεμιέρα έγινε στις Κάνες, απλά της παρεπόμενης χρονιάς, μια και το 2020 ακυρώθηκε το φεστιβάλ λόγω της πανδημίας.
- Ο Verhoeven αναστατώθηκε όταν ερωτήθηκε στις Κάνες από δημοσιογράφο περί του αν η ταινία του ήταν βλάσφημη. Η απάντηση του ήταν ότι όταν μιλάμε για ιστορία δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι ως βλάσφημο. Παρόλα αυτά, μέλη της καθολικής κοινότητας διαδήλωσαν κατά του φιλμ.
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 18/11/2021
O Πολ Βερχόφεν επανήλθε με το πολυαναμενόμενο κίνκι Benedetta για να αφηγηθεί τη θύελλα και το πάθος του έρωτα δύο γυναικών μοναχών τον 17ο αιώνα. Η αστή, πλην πιστή, και ίσως θαυματουργή Μπενεντέτα βρίσκεται οικειοθελώς έγκλειστή σε μοναστήρι γυναικών. Και βρίσκει τη ζωή της άνω κάτω τη στιγμή που στο μοναστήρι θα εισβάλλει η νεαρή Μπαρτολομέα ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας και βιασμού. Η συνάντηση θα αποβεί μοιραία για την ήδη έγκλειστη, προκαλώντας μια σειρά ερωτικών οραμάτων στην Μπενεντέτα. Μια σειρά οραμάτων που θα εκτονωθούν μόνο τη στιγμή της σωματικής της ένωσης με την νεαρή καλόγρια.
Ο Βερχόφεν, λοιπόν, μετά την επιτυχία του Elle, επιχειρεί εδώ να κινηθεί στο οικείο του μοτίβο μπλέκοντας στη σοβαροφάνεια του τραγικού έρωτα στοιχεία παρωδίας. Ο σουρεαλισμός όμως που μηχανεύεται ως σκηνοθετικό και σεναριακό τρικ για να χαρίσει στην ταινία σινεφιλικό κίνκινες, καταλήγει να παρωδεί τον ίδιο του τον εαυτό φτάνοντας έως την παντελή απουσία αισθητικής. Το όποιο λοιπόν κωμικό στοιχείο καταλήγει πάραυτα γελοίο, ενισχύοντας τον πρόδηλο αισθησιασμό και αφαιρώντας πόντους αισθητικής από τον έρωτα που αφηγείται.
Κι αν η σκηνοθεσία αγγίζει συχνά την γκροτέσκα κακογουστιά, το σενάριο καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να διατηρήσει το μυστήριο πίσω από τις πράξεις και δράσεις της Μπενεντέτα. Όμως τελικά δεν καταφέρνει ούτε αυτό να ξεφύγει από τη μοίρα της μη αναζήτησης ουσίας πίσω από μια ιστορία τυφλής πίστης και σαρωτικού έρωτα. Και μιλάει εντέλει μόνο για το σέξινες ενός λεσβιακού έρωτα, αγνοώντας παντελώς το θρησκευτικό υπόβαθρο της ιστορίας και υποβιβάζοντας το σε ξύλινες φιγούρες της Παναγίας εν είδει δονητή…
Συμπερασματικά, ο Βερχόφεν δεν πετυχαίνει άλλον στόχο από την ανεξάντλητη ερωτική (μας) διέγερση, διαθέτοντας βέβαια δύο εξαιρετικές πρωταγωνίστριες που καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να σώσουν ό,τι σώζεται από το τέλμα της κακογουστιάς.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 19/11/2021
Η Μπενεντέτα διάγει μοναστικό βίο στην Τοσκάνη του 17ου αιώνα. Κυκλοφορεί ανάμεσα στους αυστηρούς τοίχους της μονής, τελεί υπό το άγρυπνο βλέμμα της πανταχού παρούσας ηγούμενης και αναζητά μαζί με τις υπόλοιπες μοναχές τη θεία χάρη που θα γεμίσει την ύπαρξή της. Μόνο που συχνά έρχονται στο νου της οράματα, στα οποία ο ποικιλοτρόπως μεταμφιεσμένος Ιησούς την προσεγγίζει ερωτικά και την ελευθερώνει από πάσης φύσεως δεσμά. Την απρόσκλητη σεξουαλική έγερσή της θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο η άφιξη της Μπαρτολομέα, μιας νεαρής γυναίκας που μπαίνει στο μοναστήρι και για την οποία νιώθει εξαρχής ανεξέλεγκτη έλξη.
Η ανάγνωση και μόνο της υπόθεσης της ταινίας, σε συνδυασμό με την εγγυημένα προβοκατόρικη παρουσία του Πολ Βερχόφεν πίσω από την κάμερα, υπόσχονται ήδη μία κιτς αποθέωση ή έστω ένα απολαυστικό camp ναυάγιο. Και ο ολλανδός δημιουργός πράγματι πληρώνει τα γραμμάτια: ξαναμμένες καλόγριες που ερωτοτροπούν στον οίκο του Θεού, ένα αγαλματάκι της Παναγίας που τρέπεται σε dildo για να κορέσει τις ορμές του σώματος (αφού οι αναζητήσεις του πνεύματος λοξοδρόμησαν), ένας θεσμός φαύλης ιερότητας που λειτουργεί σαν επιχείρηση. Μάλιστα, εμφανίζεται και σε μεγάλα κέφια, αφού τα οράματα της έλευσης του Χριστού που αναστατώνουν την ταλαίπωρη καλόγρια φέρουν κάτι από μπουνιουελικό σαρκασμό, είναι ευφυή, επί τούτου ψηφιακά πρόχειρα, δεικτικά μίας ζηλευτής παιγνιώδους διάθεσης από έναν δημιουργό που βρίσκεται στην ένατη δεκαετία της ζωής του.
Ο Βερχόφεν επιδεικνύει σημαντική φροντίδα στην αναπαράσταση της εποχής: οπλισμένος με ευθύ κυνισμό, διαμορφώνει μια σειρά από κάδρα υψηλής αισθητικής ακρίβειας και καταπληκτικού φωτισμού, με το μοναστήρι να φαντάζει ένα πεισματικά ανήλιαγο μέρος στο οποίο το φως πάντα κάπως κατορθώνει να τρυπώσει. Λαϊκίζει ανερυθρίαστα, αλλά τουλάχιστον από τεχνικής σκοπιάς είναι σε φόρμα, κλιμακώνοντας με δημιουργικό τρόπο την ένταση κατά την εξέλιξη της πλοκής, ούτως ώστε καμία στιγμή να μη μοιάζει περιττή για το «δράμα».
Η ταινία, που βασίζεται σε μία αληθινή ιστορία όπως αυτή καταγράφηκε στο βιβλίο «Immodest Acts: The Life of a Lesbian Nun in Renaissance Italy» της Τζούντιθ Μπράουν, βρίθει θεματικών που προξενούν αυτόματα το ενδιαφέρον. Αρχικά, η άσβεστη δίψα των πάντων για εξουσία που ακολουθείται από γενναίες δόσεις υποκρισίας κατά το χριστιανικό δίδαγμα το οποίο ορίζει πως κάθε τι που συμβαίνει, ακόμα και προδήλως εξηγήσιμο δια της απλούστερης λογικής, πρέπει να τίθεται στο πλαίσιο μίας θείας πρόνοιας που ορίζει τις τύχες των ανθρώπων. Έπειτα, ο οπορτουνιστικός μεσσιανισμός των ηγούμενων που βλέπουν ένα θέσει θεϊκό υποκείμενο στο πρόσωπο της Μπενεντέτα επανεμφανίζεται αντίστροφα ως δική της παραληρηματική ψύχωση αυθεντικής επικοινωνίας με τον Θεό δίχως μεσάζοντες. Ωστόσο, συνολικά, τα πάντα παρατίθενται σε ένα κλίμα σήμα κατατεθέν του Βερχόφεν, όλοι μοιάζουν να δουλεύονται ψιλό γαζί μεταξύ τους, περιμένοντας πότε και σε τίνος τα χέρια θα σκάσει η βόμβα του φαρισαϊσμού που κατακυριεύει το σύμπαν.
Οι λάτρες του ολλανδού προβοκάτορα, πάντως, θα παρατηρήσουν χαρωπά ότι ουσιωδέστερο στοιχείο αυτού του ξέχειλου από μεσαιωνικό camp b-movie, είναι η δοξασία του σώματος εντός ενός πλαισίου αυστηρής τρέχουσας ηθικής που αποστρέφεται τις ανάγκες του μανιωδώς. Οι ερωτικές περιπτύξεις των γυναικών περιέχονται στο φιλμικό κείμενο αφειδώς και ενώ συχνά διανθίζονται από κωμικά στοιχεία, ουδέποτε παρουσιάζονται αγοραίες. Η γυναικεία επιθυμία στη «Μπενεντέτα» είναι το μόνο άξιο σεβασμού ͘στοιχείο. Ενώ το πνεύμα άγεται και φέρεται από διάφορους καιροσκόπους, με αποτέλεσμα να γίνεται πρώτη ύλη κάθε απολυταρχικής εξουσίας (μια τέτοια και η καθολική εκκλησία στο έργο), το κορμί επαναστατεί αυτοδίκαια και ζητά ικανοποίηση άνευ συμβιβασμών. Και όσο οι ταγοί της θρησκείας δαιμονολογούν και το κηρύσσουν ανίερο, πηγή δεινών και απομάκρυνσης από τον θείο λόγο, απαγορεύοντας την ηδονή χάριν μίας μίζερης ευλάβειας, τόσο αυτό εξεγείρεται, περιφρονώντας τους απανταχού ηθικολόγους, ανυπάκουο και αυθάδες όπως του πρέπει.
Δυστυχώς, οδεύοντας προς το τέλος του έργου, ο Βερχόφεν εγκαταλείπει ως ένα βαθμό τον ιταμό κυνισμό που έκανε το όλο φιλμ να δουλεύει σαν καλοκουρδισμένη φάρσα. Πιθανώς υπό το βάρος της αληθινής ιστορίας που αφηγείται, παρεισφρέει ο διδακτισμός και η τεχνητή αμφισημία που περισσότερο θολώνει παρά σοβαρεύει την ουσία των αφηγούμενων. Σε μία καθ’ όλα εντυπωσιακή κινηματογραφική σεκάνς, ο Ολλανδός στρέφει το περιεχόμενο προς το πολιτικό, αλλά με όρους κραυγαλέου λαϊκισμού και εν γένει εκτός του κλίματος της ταινίας έως εκείνο το σημείο. Έτσι, στερεί κάτι από τη δυναμική ενός φιλμ που μέχρις εκείνου του σημείου έχει επιβιώσει χάρη στην ελαφρότητά του, αναμειγνύοντας είδη και θεματικές σε ένα καζάνι ιλαροτραγικού nunsploitation.
Ακόμα και έτσι όμως, το φιλμ του αγαπημένου ολλανδού προβοκάτορα βρίσκει τον τρόπο να μείνει απολαυστικό και αξιομνημόνευτο ως ανεκδοτολογικό εγχείρημα που εμπαίζει την κάθε λογής εξουσία που καθορίζει τι συνιστά βλασφημία και τι όχι. Εκτός των άλλων, αποσπά και τρεις έκτακτες γυναικείες ερμηνείες από την Βιρζινί Εφιρά, τη Δάφνη Πατακιά και τη Σαρλότ Ράμπλινγκ, οι οποίες ανταποκρίνονται από διαφορετικό μετερίζι με απόλυτη ακρίβεια στο φάσμα των ρόλων τους. Ενώ δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πλέον σχολαστική δουλειά του Πολ Βερχόφεν, είναι μια απολύτως καλοδεχούμενη προσθήκη στην πλούσια φιλμογραφία του.
Βαθμολογία:
Πολύ σέξι, πολύ ρηχό. Θα γινόταν καλή σειρά για ενηλικους.