Το Μονοπάτι του Θανάτου
- A Walk Among the Tombstones
- 2014
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Ισπανικά, Ούρντου, Ρωσικά
- Αστυνομική, Θρίλερ, Μυστηρίου, Νουάρ
- 25 Δεκεμβρίου 2014
Ο Ματ Σκάντερ, ένας πρώην αστυνόμος, εργάζεται ως ιδιωτικός ντετέκτιβ και κινείται παράλληλα με τον νόμο. Στο γραφείο του μπαίνει ένας έμπορος ηρωίνης και τον πείθει να αναλάβει την περίπτωση του, που αφορά την ανεύρεση αυτών που απήγαγαν και δολοφόνησαν τη σύζυγο του. Το πρώτο που ανακαλύπτει ο Σκάντερ είναι πως οι άνθρωποι αυτοί δεν προέβησαν στο ίδιο διεστραμμένο έγκλημα για πρώτη φορά, αλλά ούτε φαίνεται να είναι και η τελευταία τους. Η έρευνα θα τον φέρει στα σοκάκια της Νέας Υόρκης και ο χρόνος κυλάει αντίστροφα πριν οι εγκληματίες ξαναχτυπήσουν.
Σκηνοθεσία:
Scott Frank
Κύριοι Ρόλοι:
Liam Neeson … Matthew ‘Matt’ Scudder
Dan Stevens … Kenny Kristo
Boyd Holbrook … Peter Kristo
Olafur Darri Olafsson … Jonas Loogan
Astro … TJ
Mark Consuelos … Reuben Quintana
David Harbour … Ray
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Scott Frank
Παραγωγή: Tobin Armbrust, Danny DeVito, Brian Oliver, Michael Shamberg, Stacey Sher
Μουσική: Carlos Rafael Rivera
Φωτογραφία: Mihai Malaimare Jr.
Μοντάζ: Jill Savitt
Σκηνικά: David Brisbin
Κοστούμια: Betsy Heimann
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: A Walk Among the Tombstones
- Ελληνικός Τίτλος: Το Μονοπάτι του Θανάτου
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- 8 Εκατομμύρια Τρόποι να Πεθάνεις (1986)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: A Walk Among the Tombstones του Lawrence Block.
Παραλειπόμενα
- Βασίζεται στο δέκατο βιβλίο από τα 17 της σειράς του Lawrence Block, με ήρωα του Ματ Σκάντερ. Είναι η δεύτερη φορά που ο ήρωας εμφανίζεται στον κινηματογράφο, μετά το 8 Εκατομμύρια Τρόποι να Πεθάνεις (1986).
- Το 2002, είχε ενδιαφερθεί να το σκηνοθετήσει ο D.J. Caruso με πρωταγωνιστή τον Harrison Ford.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 8/10/2014
1991: ο ντετέκτιβ Μάθιου Σκάντερ, αλκοολικός, κυνηγώντας κακοποιούς, σκοτώνει κατά λάθος από εξοστρακισμό σφαίρας ένα κοριτσάκι. Παρότι προτείνεται για μετάλλιο, παραιτείται, κόβει το ποτό συμμετέχοντας σε ομάδα Α.Α. ενώ συνεχίζει να βιοπορίζεται ως ιδιωτικός ντετέκτιβ.
1999: ένας έμπορος ναρκωτικών τού ζητά να βρει αυτούς που απήγαγαν και, παρά την καταβολή λύτρων, σκότωσαν και διαμέλισαν τη γυναίκα του. Παρακάτω, οι ίδιοι απαγωγείς θα απαγάγουν τη μικρή κόρη ενός άλλου «συναδέλφου» εμπόρου.
Είναι η τέταρτη φορά που μεταφέρεται στην οθόνη βιβλίο του παλιού, διακεκριμένου στο αστυνομικό μυθιστόρημα Λόρενς Μπλοκ, με προηγούμενη το μάλλον ατυχές «8 Εκατομμύρια Τρόποι να Πεθάνεις» (1986), αυτή τη φορά σε σενάριο του πεπειραμένου Σκοτ Φρανκ που εδώ αναλαμβάνει και τη σκηνοθεσία, ενώ πιο γνωστή του δουλειά πίσω απ` την κάμερα είναι το «Ο Τσιλιαδόρος» του 2007.
Πριν και πάνω απ’ όλα έχουμε να κάνουμε με φιλμ νουάρ με την πιο παραδοσιακή έννοια του όρου. Ο μοναχικός ντετέκτιβ που ερευνά ερχόμενος σε επαφή με ποικίλα πρόσωπα, που ξέρει τη ζωή απ την καλή και την ανάποδη, που κρύβει την ανθρωπιά και την πίκρα του πίσω από ένα προσωπείο συγκρατημένου κυνισμού και χιούμορ, που επιμένει χωρίς να τρέφει προσωπικά όνειρα κ.λπ. Δεν υπάρχει στο στόρι τίποτε από την τρέχουσα pulp συνταγή: κρυμμένα μυστικά, ανατροπές, θεαματική δράση. Μάλιστα, λείπει κι ένα βασικό στοιχείο του νουάρ, αλλά και κάθε ταινίας εν γένει. Δεν υπάρχει γυναίκα. Ούτε μοιραία, ούτε μία φίλη, τίποτα. Είναι μια «σέρτικη», αντρική ταινία, όπου η όποια σχέση με μια γυναίκα αντικαθίσταται με την ιδιότυπη φιλία που αναπτύσσει ο ήρωας με ένα έγχρωμο αγόρι. Ο μικρός, εγκαταλελειμμένος απ` τη μάνα, ζει μόνος του, ενίοτε κοιμάται στη δημοτική βιβλιοθήκη, διαβάζει αστυνομική φιλολογία, ζωγραφίζει σούπερ ήρωες και θα `θελε να γίνει ντετέκτιβ. Ξεψάρωτος, μικρομέγαλος, πειστικός και συμπαθής, θα γίνει σταδιακά ένας άτυπος βοηθός. Εδώ σταματά και η ανάπτυξη άλλων χαρακτήρων. Οι δυο παθόντες έμποροι ναρκωτικών αποτελούν μικρά πιόνια της αφήγησης, αλλά θα μας ενδιέφερε περισσότερο η μελέτη των απαγωγέων που όμως περιγράφονται πολύ ελλειπτικά. Μια σκηνή όπου παίρνουν το πρωινό τους υποδηλώνει πως είναι ζευγάρι, όπως και αργότερα, ο τρόπος που παρακολουθούν το επόμενο θύμα, το κοριτσάκι. Είναι λίγο περίεργα τα πλάνα όπου η μικρή, ντυμένη με κόκκινο παλτό και κουκούλα (κοκκινοσκουφίτσα), περνάει με έναν σκύλο σε slow-motion, ενώ ακούγεται το «Atlantis» του Donovan (το θρυλικό κομμάτι που μιλάει για μια ατλάντεια κι ερωτική Ουτοπία). Μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτή τη σκηνή, που παρακολουθεί ιδιαίτερα ο αρχηγός του ντουέτου σχεδόν υπνωτισμένος, ως μια μεταφορά μιας διαταραγμένης σεξουαλικότητας σε σχέση με παιδικά τραύματα. Κατά έναν τρόπο, οι δυο εγκληματίες περνάνε ως μια εξπρεσιονιστική πινελιά σ` έναν κατά τα άλλα ρεαλιστικό καμβά. Το τέλος κρύβει μια ευαισθησία ανάλογη με κείνη του τέλους στο «Σχετικά με τον Σμιντ».
Η μαστόρικη σκηνοθεσία του Σκοτ Φρανκ, σταθερά, μεθοδικά, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα μικροσύμπαν μέσα στο οποίο συμμετέχουμε, αν δεν είμαστε τόσο εθισμένοι στα σύγχρονα θρίλερ ώστε το φιλμ να μας φαίνεται φτωχό. Κάποιος θα έφερνε σαν αντίρρηση ότι είναι ασθενείς οι κοινωνικές διαστάσεις του φιλμ, σε αντιπαράθεση π.χ. με τα νουάρ που στήνει ο Μπεν Άφλεκ. Ίσως, αλλά το νουάρ είναι μια φόρμα που κουβαλάει α πριόρι μια ματιά για την κοινωνία της αστικής ζούγκλας. Προσωπικά, μου άρκεσε και προσθέτω μισό αστεράκι παραπάνω από το «αντικειμενικό» κριτήριο. Αφήνουμε για το τέλος το βασικό ατού που δεν είναι παρά ο Λίαμ Νίσον. Τελικά, ο ιρλανδός ηθοποιός με το αναμφισβήτητο ταλέντο έχει καταφέρει να εμψυχώνει, ακόμη και τώρα στα 62 του χρόνια, μέχρι και b-movies όπως τα «Taken», όπως κανείς άλλος, δημιουργώντας χαρακτήρες που σε πείθουν απόλυτα, χωρίς να λες «βλέπω τον Νίσον». Εδώ π.χ. βλέπεις τον Μάθιου Σκάντερ.
Βαθμολογία: