Ο 12χρονος Κόνορ έχει να αντεπεξέλθει με την ασθένεια της μητέρας του, αλλά και τους νταήδες που τον βασανίζουν στο σχολείο. Μόνη του διέξοδος η απόδραση σε ένα δικό του φανταστικό κόσμο, στον οποίο κατοικούν τέρατα. Εκεί, ζει παραμύθια που τον εμπλέκουν με τις έννοιες του κουράγιου, την απώλειας και της πίστης.
Σκηνοθεσία:
J.A. Bayona
Κύριοι Ρόλοι:
Lewis MacDougall … Conor O’Malley
Liam Neeson … το τέρας (φωνή)
Sigourney Weaver … Κα Clayton
Felicity Jones … Elisabeth ‘Lizzie’ Clayton
Toby Kebbell … Κος O’Malley
Geraldine Chaplin … η δασκάλα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: J.A. Bayona
Παραγωγή: Belen Atienza
Μουσική: Fernando Velazquez
Φωτογραφία: Oscar Faura
Μοντάζ: Jaume Marti, Bernat Vilaplana
Σκηνικά: Eugenio Caballero
Κοστούμια: Steven Noble
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: A Monster Calls
Ελληνικός Τίτλος: 7 Λεπτά Μετά τα Μεσάνυχτα
Εναλλακτικός Τίτλος: Un Monstruo Viene a Verme [Ισπανία]
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: A Monster Calls του Patrick Ness (από μια ιδέα της Siobhan Dowd).
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο ήχου στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Βραβείο σκηνοθεσίας, μουσικής, φωτογραφίας, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια, διεύθυνση παραγωγής, ήχου και μακιγιάζ/κομμώσεων στα Goya. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Sigourney Weaver) και σενάριο.
Παραλειπόμενα
- Παρά τη θετική αποδοχή από τους κριτικούς, η ταινία μάζεψε 47,3 εκατομμύρια δολάρια από τα ταμεία, ενώ είχε κοστίσει 43.
- Ο Liam Neeson δεν περνούσε καθόλου από τον χώρο των γυρισμάτων. Ολοκλήρωσε τη motion-capture ερμηνεία του δύο βδομάδες πριν αυτά ξεκινήσουν, με μοναδικό παρόντα από τους ηθοποιούς τον Lewis MacDougall.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 1/11/2016
Ο Conor είναι ένας έφηβος με έντονη φαντασία και καλλιτεχνική φλέβα που έχει κληρονομήσει από τη μητέρα του, η οποία πάσχει από καρκίνο. Ο ίδιος προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την καθημερινότητα της αγωνίας των χημειοθεραπειών που του επιβάλλει αυτή η συνθήκη, ενώ τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα στο σχολείο, του όπου υφίσταται τον εκφοβισμό και τραμπουκισμό συμμαθητών του. Η γιαγιά του φτάνει για να βοηθήσει με την κρίσιμη κατάσταση της μητέρας του, καθώς και να του συμπαρασταθεί ψυχολογικά στις δύσκολες αυτές στιγμές. Με πίεση να του ασκείται σε όλα αυτά τα μέτωπα, φαίνεται να βρίσκει ένα παράθυρο λύτρωσης μέσα από τη γνωριμία του με ένα τέρας, με τη μορφή ενός γιγάντιου ιταμού, που ζητά από τον Conor να ακούσει τρεις ιστορίες που έχει να του διηγηθεί και ύστερα ο ίδιος να του πει μια τέταρτη, τη δική του. Ο Conor δέχεται, πιστεύοντας πως με κάποιον τρόπο αυτή η διαδικασία θα τον βοηθήσει να τα βγάλει πέρα και να θεραπευτεί στο τέλος η μητέρα του.
Η νέα ταινία μεγάλου μήκους και τρίτη κατά σειρά στη φιλμογραφία του Juan Antonio Bayona μοιράζεται μια παρόμοια θεματολογία με τα δύο προηγούμενα πονήματά του, δείχνοντας έτσι μια συνέπεια προβληματικής στην πορεία του από φιλμ σε φιλμ. Όπως στο «Ορφανοτροφείο» (το ντεμπούτο του και την καλύτερη μέχρι σήμερα ταινία του) και το «The Impossible», στο επίκεντρο βρίσκεται μια οικογένεια η οποία δοκιμάζεται σκληρά, στην πρώτη ταινία από την ξαφνική εξαφάνιση του γιου και στη δεύτερη λόγω της ίσως πιο καταστροφικής θεομηνίας του 21ου αιώνα. Στο «7 Λεπτά Μετά τα Μεσάνυχτα», η δοκιμασία αυτή έχει τη μορφή της πολύ βαριάς ασθένειας της μητέρας. Η διαφορά έγκειται στο ότι εδώ έχουμε μια διαλυμένη οικογένεια (ο πατέρας πλέον ζει στην Αμερική αφήνοντας πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο μητέρα και γιο), άρα αυτό που δοκιμάζεται δεν είναι η συνοχή η οποία έχει ήδη διαρραγεί, αλλά αυτό που έχει απομείνει, που είναι η σχέση αγάπης μεταξύ μάνας και παιδιού, το οποίο παιδί φυσικά δεν είναι ψυχολογικά έτοιμο να συνειδητοποιήσει το ενδεχόμενο να μην μπορέσει το πολυαγαπημένο του πρόσωπο να αναρρώσει.
Το σενάριο του Patrick Ness, που είναι διασκευή της νουβέλας που έγραψε ο ίδιος, απεικονίζει αρκετά ξεκάθαρα το τέρας του τίτλου ως έναν μηχανισμό ψυχολογικής άμυνας του Conor απέναντι στις αλήθειες που φοβάται να αντικρίσει για τη ζωή του. Όλες οι σεκάνς συνάντησης με το τέρας εξάλλου μας διευκρινίζεται με τον τρόπο που είναι σκηνοθετημένες πως πρόκειται περί ονείρων ή φαντασιώσεων του Conor. Είναι συνεπώς πρέπον να διευκρινιστεί πως παρά το μάρκετινγκ που προσπαθεί να δώσει έμφαση στα στοιχεία του φανταστικού που διέπουν την ταινία, το δημιούργημα του Bayona είναι περισσότερο ένα ψυχολογικό μελόδραμα με αλληγορικές προεκτάσεις που διαπραγματεύεται το θέμα της απώλειας με έναν τρόπο που απευθύνεται περισσότερο σε ένα ενήλικο παρά σε ένα εφηβικό ή προεφηβικό κοινό (αν και στα παιδιά που έχουν περάσει μια παρόμοια εμπειρία με αυτήν του κεντρικού χαρακτήρα της ταινίας κι έχουν μια συναισθηματική ωριμότητα, προφανώς η ταινία έχει να τους πει πολλά πράγματα παραπάνω).
Το τελικό αποτέλεσμα, αν κι έχει κάποιες αδυναμίες (ο χαρακτήρας του πατέρα είναι πολύ φτωχά ανεπτυγμένος, ενώ στο πρώτο μισό η ταινία δεν δίνει αρκετό χώρο στη σχέση του Conor με τη μητέρα του), στο τέλος καταφέρνει να ξεχωρίσει θετικά και να συγκινήσει με τα μηνύματά του. Ο μικρός Lewis MacDougall αποδίδει ικανοποιητικά την εσωτερική ένταση και τα ξεσπάσματα του χαρακτήρα του, αν κι αυτή που ξεχωρίζει είναι η Sigourney Weaver στον ρόλο της γιαγιάς, έστω κι αν δεν αξιοποιείται στον βαθμό που θα έπρεπε. Όμορφο εικαστικά και το animation που χρησιμοποιείται στις αφηγήσεις των ιστοριών από το τέρας, αν και απορίες προκαλεί το γεγονός πώς αυτή η τεχνική εγκαταλείπεται όταν έρχεται η ώρα της τρίτης (κι εξαιρετικά σύντομης) ιστορίας.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 3/9/2017
Ο βρετανός Patrick Ness διασκευάζει σεναριακά το δικό του ομώνυμο μυθιστόρημα κι ο Juan Antonio Bayona βρίσκει εντός του τη θεματική συγγένεια με τη μέχρι τώρα φιλμογραφία του (το εξαιρετικό «Ορφανοτροφείο» και το σαφώς μετριότερο, μελοδραματικό «The Impossible»), πάνω στην οικογένεια και την απώλεια. Το οριακά απλοϊκό ύφος στο βιβλίο του Ness δεν αποτελεί παρά το ευχάριστο στην ανάγνωση και ευπρόσιτο στο εφηβικό κοινό αμπαλάρισμα μιας επώδυνης και διεισδυτικής ψυχολογικής μελέτης πάνω στη συνειδητοποίηση της θνητότητας και, κυρίως, την κατανόηση κι αποδοχή των ενδότερων, σκοτεινότερων πτυχών του ίδιου μας του εαυτού.
Σε πλήρη αντιστοιχία, το φιλμ του Bayona, πιστότατο στη λογοτεχνική πηγή του, επιστρατεύει ένα μέινστριμ όρων στόριτέλινγκ, με εύληπτους έως απλοϊκούς διαλόγους και απόλυτα γραμμική δομή, δημιουργώντας το περίβλημα εφηβικής ταινίας και την αίσθηση παιδικού παραμυθιού. Σε αυτά τα πλαίσια προκύπτουν οι βασικότερες ενστάσεις για το φιλμ, καθώς υιοθετεί αυτούσιο τον ήδη υπερβολικά προφανή βερμπαλισμό του βιβλίου, ο οποίος όμως στο σινεμά συνεπάγεται και μια κραυγαλέα έλλειψη κινηματογραφικότητας. Όχι ότι αυτό στερεί σε πρώτη θέαση το συναισθηματικό αντίκτυπο του σπαραξικάρδιου θέματος, μα σίγουρα περιορίζει το κινηματογραφικό ενδιαφέρον που δύναται να αγγίξει.
Αυτά όμως βρίσκονται ως επί το πλείστον σε ένα πρώτο επίπεδο αφήγησης, πέρα από το οποίο σχεδόν όλη η χαμένη κινηματογραφικότητα ανακτάται από μικρές οπτικές νύξεις, από την ανθρωποκεντρική συμβολικότητα, αλλά και από τον ίδιο τον πρωτότυπο και, για τα μέινστριμ δεδομένα, τολμηρό συνδυασμό animation φαντασίας και ρεαλιστικού ψυχολογικού δράματος. Μπορεί η αφήγηση να ακουμπάει μόνο επιδερμικά το κομμάτι της κοινωνικής συναναστροφής του Conor και συνεπώς την ανάγκη του να είναι ένα φυσιολογικό παιδί όπως όλα τ’ άλλα, αντί του «παιδιού που περνάει δύσκολα», ωστόσο εστιάζει συνειδητά και φέρνει εύστοχα εις πέρας το κομμάτι της προσωπικής ενδοσκόπησης, της αναζήτησης απαντήσεων στο σκοτεινό λαβύρινθο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Οι ιστορίες του τέρατος (ειδικά οι δύο πρώτες) δεν είναι όσο προφανείς εκλαμβάνονται από κάποιους, ίσα-ίσα που χωράει μπόλικη υποκειμενική ερμηνεία στην εξαγωγή συμπεράσματος, με το διφορούμενο ενδιαφέρον τους να βρίσκεται στο ότι καθρεφτίζουν πάντα το μέσα κι όχι το έξω, αφορούν καθαρά τον Κόνορ σα χαρακτήρα κι όχι την οικογένειά του ή τα γεγονότα. Κι εν συνεχεία η τελευταία σκηνή του φιλμ, ευφυής κινηματογραφική προσθήκη που δεν υπήρχε στο βιβλίο, ολοκληρώνει ψυχαναλυτικά και άκρως ευαίσθητα έναν υποσυνείδητο αποχαιρετισμό της μητέρας -και της παιδικής αθωότητας.
Πίσω από το προφανές των διαλόγων, τη φαινομενική του απλοϊκότητα κι εμπορικότητα, το «A Monster Calls» υιοθετεί τα αθώα μάτια ενός παιδιού για να κάνει μια ευαίσθητη ψυχαναλυτική βουτιά στο εσωτερικό μας χάος και να δοκιμάσει να το βάλει σε τάξη. Όχι με απλές κουβέντες, αλλά με ουσιωδέστερες συνειδητοποιήσεις και βαθύτερες -επώδυνες- ωριμάνσεις.
Βαθμολογία: