
Ένας διάσημος ιταλός σκηνοθέτης, ο Γκουίντο Ανσέλμι, βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη καμπή της καριέρας του, αλλά και της προσωπικής του ζωής. Ετοιμάζει μια νέα ταινία, από την οποία είναι πια πολύ δύσκολο να απεμπλακεί, μια και ο παραγωγός έχει προχωρήσει σε σημαντικές επενδύσεις, κυρίως για την κατασκευή ενός τεράστιου σκηνικού. Ο ίδιος όμως ως δημιουργός βρίσκεται σε μια φάση όπου έχει χάσει κάθε έμπνευση για ταινία. Η πίεση που του εξασκείται από αυτή την κατάσταση, του δημιουργεί εφιάλτες και οι γιατροί του συστήνουν να ξεκουραστεί σε μια κοντινή λουτρόπολη.
Σκηνοθεσία:
Federico Fellini
Κύριοι Ρόλοι:
Marcello Mastroianni … Guido Anselmi
Anouk Aimee … Luisa Anselmi
Rossella Falk … Rossella
Sandra Milo … Carla
Claudia Cardinale … Claudia
Guido Alberti … Pace
Barbara Steele … Gloria Morin
Madeleine Lebeau … Madeleine
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Federico Fellini, Tullio Pinelli, Ennio Flaiano, Brunello Rondi
Στόρι: Federico Fellini, Ennio Flaiano
Παραγωγή: Angelo Rizzoli
Μουσική: Nino Rota
Φωτογραφία: Gianni Di Venanzo
Μοντάζ: Leo Catozzo
Σκηνικά: Piero Gherardi
Κοστούμια: Piero Gherardi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: 8½
- Ελληνικός Τίτλος: Οκτώμισι
- Εναλλακτικός Τίτλος: Otto e Mezzo
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Eight and a Half
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Federico Fellini’s 8½
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Οκτώμιση [αυθεντικός]
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: 8½ [επανέκδοσης]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Εννέα (2009)
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (Ιταλίας) και κοστουμιών. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, αυθεντικό σενάριο και σκηνικά.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση.
- Μεγάλο βραβείο στο φεστιβάλ της Μόσχας.
Παραλειπόμενα
- Μία από τις πλέον επιδραστικές ταινίες της έβδομης τέχνης, θεωρείται και ως μία από τις κορυφαίες που γυρίστηκαν ποτέ.
- Ο τίτλος είναι ένα παιχνίδι με τον αριθμό ταινιών του σκηνοθέτη. Μαζί με αυτήν, είχε γυρίσει 6 ταινίες μεγάλου μήκους, δύο μικρού μήκους και μία συνεργασία με τον Alberto Lattuada. Οι μικρού μήκους και η συνεργασία προσμετρούται εδώ ως μισές.
- Έχοντας το 1960 συλλάβει την ιδέα να γυρίσει μια ταινία για έναν άντρα σε δημιουργικό τέλμα, ο Fellini έκανε αναζήτηση τοποθεσιών, αναζητώντας παράλληλα τον τίτλο και το επάγγελμα του ήρωα του. Ο συν-σεναριογράφος Ennio Flaiano πρότεινε το Η Όμορφη Σύγχυση, αλλά ο Fellini, ευρισκόμενος σε πίεση από τους παραγωγούς, κατέληξε στο αυτο-αναφορικό 8½. Όσο για το επάγγελμα του ήρωα του, καθόταν σε ένα γραφείο της Τσινετσιτά και έγραφε γράμμα στον παραγωγό του, Angelo Rizzoli, ξεκινώντας εξομολογούμενος ότι “έχασε την ταινία”, κι έπρεπε να εγκαταλείψει. Όταν τον διέκοψε ο μακινίστας για τη μικρή γιορτή που είχαν για την έναρξη της παραγωγής, άφησε το γράμμα και μέσα στην πρόποση που έκανε ήδη είχε συλλάβει ολόκληρη την ιδέα.
- Γυρίστηκε σε φιλμ 35 mm, και προβλήθηκε σε κάδρο 1.85:1. Σύμφωνα με μια συνηθισμένη τεχνική εκείνη την εποχή στην Ιταλία, αλλά αγαπημένη και στον Fellini, οι διάλογοι μπήκαν μετά το γύρισμα, ντουμπλαρισμένοι, με τους ηθοποιούς να μη χρειάζεται να μάθουν λόγια, μια και κάποιοι διάλογοι γράφτηκαν μετά το γύρισμα. Ήταν η πρώτη φορά που επιτράπηκε στην Claudia Cardinale να ντουμπλάρει τον εαυτό της, αφού ως τότε η φωνή της θεωρούνταν ακατάλληλη για το σινεμά.
- Έσχατη ασπρόμαυρη ταινία του ιταλού δημιουργού.
- Η ταινία μαζί με μια σεμιναριακή έκθεση του Umberto Eco ενέπνευσαν το κίνημα Gruppo ’63, μια λογοτεχνική κολεκτίβα που αποτελούνταν από συγγραφείς, κριτικούς και ποιητές.
- Πέρα από τις πολλές ταινίες που έμμεσα επηρεάστηκαν από το 8½, το 1982 βγήκε το θεατρικό μιούζικαλ Nine, που είναι κάτι σαν μουσικό ριμέικ του φιλμ. Από αυτό προήλθε και η ταινία Εννέα του 2009 από τον Rob Marshall. Τον ρόλο του Γκουίντο εκεί έχει ο Daniel Day-Lewis.
- Η ταινία προβλήθηκε στις Κάνες και απέσπασε διθυραμβικά σχόλια. Δεν μπορούσε όμως να πάει για κάποιο βραβείο, μια και ήταν εκτός συναγωνισμού. Το φεστιβάλ είχε ρητό κανόνα οι ταινίες του διαγωνιστικού να προβάλλονται ως αποκλειστικές πρεμιέρες, και η ταινία του Fellini είχε ήδη προβληθεί στη Μόσχα. Εκεί η πρεμιέρα της έγινε μπροστά σε ένα κοινό 8.000 ανθρώπων, στην αίθουσα συσκέψεων του Κρεμλίνου.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Nino Rota έγραψε τη μουσική του αφού ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, και μεταξύ αυτής υπάρχουν κομμάτια που έμειναν ως σήμα κατατεθέν του συνθέτη και του φελινικού σινεμά.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 14/4/2020
Υπάρχει ένα σημαντικό σημείο προς ένσταση εδώ, αλλά μάλλον αποτελεί μικρή υποσημείωση μπροστά στην αδιαμφισβήτητη επιδραστικότητα του συγκεκριμένου φιλμ στο μοντέρνο σινεμά και της ριζοσπαστικής για την εποχή του αυτοαναφορικότητάς του. Μονάχα ένας σκηνοθέτης του διαμετρήματος ενός Federico Fellini θα μπορούσε να μετατρέψει μια προσωπική κρίση δημιουργικότητας στην πιο καθοριστική στιγμή της φιλμογραφίας του και σε ένα σημείο τομής για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, που θα έβρισκε μια πλειάδα μιμητών στο μέλλον, από τις γουντιαλενικές «Ζωντανές Αναμνήσεις» μέχρι το «Birdman ή Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας».
Η έλλειψη έμπνευσης ως κεντρικό θέμα αποτελεί μια αφετηρία εδώ σε ένα πολύχρωμο κουβάρι που περιέχει ένα τεράστιο κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας: η πολυπλοκότητα της ενήλικης ζωής και ιδιαίτερα της επαγγελματικής παραμέτρου του, ο παραμορφωτικός καθρέφτης της νοσταλγίας, το αποκαλούμενο «αρσενικό βλέμμα» απέναντι στη γυναίκα, η καταπίεση του θρησκευτικού δογματισμού, η ζυγαριά μεταξύ εμπορικότητας και ποιότητας στην καλλιτεχνική διαδικασία, καθώς και άλλοι προβληματισμοί ξεδιπλώνονται σε έναν ιδιαίτερα πληθωρικό καμβά που επιφυλάσσει σωρεία αισθητικών και αφηγηματικών εκπλήξεων στον θεατή. Η ελεύθερη και χαλαρή δομή του σεναρίου, που μπλέκει το ονειρικό με το πραγματικό και ακολουθεί σχεδόν σε όλη του τη διάρκεια μια συνειρμική ροή, καλεί το κοινό να χρησιμοποιήσει περισσότερο τη συναισθηματική νοημοσύνη από την ψυχρή λογική, να επιστρατεύσει τη βιωματικότητα έναντι του διανοουμενισμού. Το «Οκτώμισι» είναι στην πραγματικότητα μια πολύ πιο προσβάσιμη δουλειά από αυτό που υπονοεί η φήμη που το ακολουθεί, και οι συμβολισμοί του αποκωδικοποιούνται σχετικά εύκολα, τουλάχιστον για όσους αφεθούν στο ειρμό που ξετυλίγεται.
Από την εναρκτήρια κιόλας σεκάνς του ονείρου του Guido (χωρίς καμία δόση υπερβολής, μια από τις σπουδαιότερες από καταβολής του μέσου) γίνεται εμφανής ο εξομολογητικός χαρακτήρας τόσο του κειμένου όσο και της σκηνοθετικής γραφής. Το κατά πόσο αντιστοιχούν πλήρως τα βιώματα και οι σκέψεις του πρωταγωνιστή με αυτά του ίδιου του Fellini έχει περισσότερο ένα ενδιαφέρον τύπου ταμπλόιντ της εποχής και δεν είναι το ζητούμενο για μια εστίαση στην ουσία του φιλμ. Η πρόθεση εδώ, όπως λέγεται κάποια στιγμή και από το σενάριο, δεν είναι απλά ένα κοίταγμα στον καθρέφτη, αλλά και μια επίκληση στον θεατή να έρθει σε σκέψη γύρω από τη δική του υπόσταση μέσω των εικόνων που παραθέτονται. Δεν είναι μονάχα μια ατομική αυτοψυχανάλυση, αλλά και μια αντανάκλαση των ανδρικών νευρώσεων εν γένει στην οθόνη. Η εναλλαγή των διαλόγων είναι κατακλυσμιαία, δημιουργεί εσκεμμένα μια αίσθηση χάους, και όταν τον πρώτο λόγο παίρνει η οπτική αφήγηση (διόλου τυχαία τις περισσότερες φορές όταν γίνονται αναδρομές στην παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή, υποδηλώνοντας αλληγορικά τον πρωταρχικό ρόλο του θεάματος στα πρώτα νηπιακά βήματα και του ίδιου του σινεμά) επέρχεται μια λύτρωση από αυτό τον καταιγισμό πληροφορίας, χρήσιμης ή περιττής. Έτσι ο Fellini σκιαγραφεί ξεκάθαρα τη σκηνοθετική του ταυτότητα ως αυτή ενός εξιστορητή που χρησιμοποιεί πρωτίστως το κάδρο, κάτι που θα φανεί και στη μετέπειτα φιλμογραφία του. Ως εξέχουσας σημασίας βοήθεια έχει τις πανηγυρικές, γεμάτες ζωή συνθέσεις του Nino Rota που προσδίδουν στο σύνολο τη γεύση μιας γιορτής, η οποία κλιμακώνεται στο φινάλε.
Ωστόσο, υπάρχει μια καίρια αδυναμία που πλήττει αυτή την κατά τα άλλα αριστοτεχνική δημιουργία. Αυτή είναι η πορεία της αυτοκριτικής που συντάσσει ο ιταλός δημιουργός μέσω του alter-ego του. Ενώ φαίνεται να αναγνωρίζει όλα τα σκοτεινά σημεία της προσωπικότητάς του, είτε επικρίνοντάς τα άμεσα, είτε διακωμωδώντας τα όπως γίνεται στην περίφημη σκηνή του «χαρεμιού», είτε παραδέχεται τον πόνο που ενδέχεται να προκάλεσε στα κοντινά του πρόσωπα, όταν αποφασίζει να κλείσει το φιλμ μοιάζει σαν να δίνει μια κάπως εύκολη, έστω μερική, άφεση αμαρτιών στον εαυτό του. Σίγουρα η αυτοσυνειδησία στην οποία φτάνει είναι αναμφίβολα μια σπουδαία στιγμή, όμως αυτή δεν ακολουθείται από μια ανάλογη μεταστροφή στον χαρακτήρα του και από μια αναθεώρηση της οπτικής του, με αποτέλεσμα η κατακλείδα να φαντάζει κάπως μετέωρη.
Ακόμη και με αυτό το φάουλ, όμως, το «Οκτώμισι» παραμένει μια άκρως καινοτόμα δημιουργία, πάνω από μισό αιώνα μετά την πρώτη της προβολή, με μια γλώσσα που τοποθέτησε πολλούς σπόρους σε όλο το εύρος της έβδομης τέχνης, κάτι που την καθιστά απολύτως δίκαια μέχρι και σήμερα μια επιλογή σταθερής αξίας σε πληθώρα λιστών με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών από κινηματογραφιστές και κριτικούς.
Βαθμολογία: