1965, Ιταλία. Ο διάσημος σκηνοθέτης Γκουίντο Κοντίνι προσπαθεί να βρει την αρμονία ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική του ζωή, ενώ βρίσκεται αντιμέτωπος με τις γυναίκες της ζωής του: τη σύζυγό του, την ερωμένη του, τη μούσα του, την ατζέντισσα και τη μητέρα του.

Σκηνοθεσία:

Rob Marshall

Κύριοι Ρόλοι:

Daniel Day-Lewis … Guido Contini

Marion Cotillard … Luisa Acari Contini

Penelope Cruz … Carla Albanese

Nicole Kidman … Claudia Jenssen

Judi Dench … Liliane ‘Lilli’ La Fleur

Kate Hudson … Stephanie Necrophorus

Sophia Loren … ‘Mamma’ Contini

Fergie … Saraghina

Ricky Tognazzi … Dante

Giuseppe Cederna … Fausto

Elio Germano … Pierpaolo

Valerio Mastandrea … De Rossi

Martina Stella … Donatella

Enzo Cilenti … Leopardi

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Michael Tolkin, Anthony Minghella

Παραγωγή: John DeLuca, Rob Marshall, Marc Platt, Harvey Weinstein

Μουσική: Andrea Guerra

Φωτογραφία: Dion Beebe

Μοντάζ: Claire Simpson, Wyatt Smith

Σκηνικά: John Myhre

Κοστούμια: Colleen Atwood

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Nine
  • Ελληνικός Τίτλος: Εννέα

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Θεατρικό: Nine των Maury Yeston, Arthur Kopit, Mario Fratti.
  • Στόρι: Οκτώμισι των Federico Fellini, Ennio Flaiano.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου (Penelope Cruz), σκηνικών, κοστουμιών και τραγουδιού (Take It All).
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ), πρώτου αντρικού ρόλου (Daniel Day-Lewis), πρώτου γυναικείου ρόλου (Marion Cotillard), αμφότερα στην ίδια κατηγορία, και τραγουδιού (Cinema Italiano).
  • Υποψήφιο για Bafta μακιγιάζ/κομμώσεων.

Παραλειπόμενα

  • Η αυθεντική παράσταση του Μπρόντγουεϊ ξεκίνησε στις 9 Μαΐου του 1982 και κράτησε 729 παραστάσεις. Τον ρόλο του Γκουίντο τον είχε ο αείμνηστος Raul Julia. Το 2003 και για 283 παραστάσεις, τον ίδιο ρόλο τον είχε ο Antonio Banderas. Ο ίδιος ο Banderas απέρριψε τη συμμετοχή του στην ταινία.
  • Αρχικά τη θέση του Day-Lewis την είχαν δώσει στον Javier Bardem. Όμως, ο ισπανός ηθοποιός ένιωσε υπερκόπωση από το συνεχές πρόγραμμα, κι αποφάσισε να κάνει ένα διάλλειμα. Για τον ίδιο ρόλο υπήρχαν σκέψεις για τους George Clooney, Johnny Depp. Ειπώθηκε ότι ο Day-Lewis έστειλε ένα βίντεο όπου τραγουδάει, εντυπωσιάζοντας με τη φωνή του, και κερδίζοντας τον ρόλο.
  • Βασικό ρόλο είχε η Catherine Zeta-Jones, αλλά κι αυτή αποχώρησε λόγω του ότι ήθελε να μεγαλώσει ο ρόλος της, και στη θέση της σκέφτηκαν τις Amy Adams, Gwyneth Paltrow και Anne Hathaway. Αυτός ο ρόλος κατέληξε στη Nicole Kidman.
  • Οι Anne Hathaway, Sienna Miller πέρασαν οντισιόν για τον ρόλο της Στέφανι, πριν τον πάρει η Kate Hudson. Η δε Hudson επέμενε να παίξει τη Λουίζα, ρόλο που πήρε η Marion Cotillard. Για τον ίδιο ρόλο πέρασε αποτυχημένα από οντισιόν η Demi Moore.
  • Η Renee Zellweger πέρασε από μικροσκόπιο για το ρόλο της Κάρλα, αλλά αυτός πήγε στην Penelope Cruz.
  • Η Barbra Streisand ήταν υποψήφια για τη Λίλι.
  • Η Kidman αναγκάστηκε να βρίσκεται στα πλατό μόλις 4 βδομάδες αφού έφερε στον κόσμο την κόρη της.
  • Στο καστ της ταινίας υπήρχαν έξι νικητές Όσκαρ.
  • Όχι τόσο καλλιτεχνική όσο εμπορική αποτυχία. Το φιλμ κόστισε 80 εκατομμύρια δολάρια, αλλά έβγαλε μόνο 54.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Πέρα από τα τραγούδια που προήλθαν από το θεατρικό, υπάρχουν και τρία ορίτζιναλ, γραμμένα όπως και τα υπόλοιπα από τον Maury Yeston. Πρόκειται για το Guarda La Luna (Sophia Loren), το Cinema Italiano (Kate Hudson) και το Take It All (Marion Cotillard). Στα υπόλοιπα… Guido’s Song (Daniel Day-Lewis), A Call from the Vatican (Penelope Cruz), Folies Bergeres (Judi Dench), Be Italian (Fergie), My Husband Makes Movies (Marion Cotillard), Unusual Way (Nicole Kidman), I Can’t Make This Movie (Daniel Day-Lewis).

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 19/12/2009

Αν κάποιος δεν έχει καμία, τελείως, επαφή με το σινεμά του μαέστρου Fellini, εύκολα θα εντυπωσιαστεί, και με το δίκιο του, με το Εννέα. Έχει ορθή ευρωπαϊκή γραφή στο δράμα του, και τρομερό πλουραλισμό στο μιούζικαλ. Όμως, το έργο είναι άμεσο ριμέικ του 8½ με πάμπολλες αναφορές κι από άλλα έργα του ιταλού κομψοτέχνη, και σκηνή-σκηνή κάνεις τις συγκρίσεις σου. Οπτικά όλες οι αναφορές λειτουργούν, διαισθητικά όμως χάνουν, και χάνουν αρκετά. Ο Marshall αναμασάει έτοιμα νοήματα και δεν μπορεί να τα ανανεώσει σε κανένα τους σημείο. Δεν υπάρχει το «θείο» βάθος που έκανε το 8½ ένα από τα καλύτερα έργα της έβδομης τέχνης…

Ένσταση έχω και για το μιούζικαλ κομμάτι, κυρίως με τα πρώτα τραγούδια. Είναι τραγούδια που λειτουργούν με ευκολία στο Μπρόντγουεϊ, αλλά δεν έχουν κινηματογραφική υπόσταση. Δεν είναι ένα καθαρό «φάλτσο» μιούζικαλ, όπως η Όπερα της Πεντάρας που υπάρχει κι αυτή ως αναφορά, ή ένα αλά Bob Fosse (κι αυτός υπάρχει εδώ), αλλά τραγούδια που απαιτούν ζωντανή επαφή για να εκτιμηθούν. Η τελευταία μου ένσταση είναι κομματάκι περίεργη κι αντιφατική: ο Day-Lewis ήταν ο ιδανικότερος άνθρωπος σήμερα για τον συγκεκριμένο ρόλο. Έλα όμως που παραπέμπει άμεσα στον Marcello Mastroianni, και οι συγκρίσεις… τον σκοτώνουν. Άψογες βρήκα τις Penelope Cruz (σέξι όσο δεν πάει), Marion Cotillard (όλα τα λεφτά) και Nicole Kidman (ως άλλη Anita Ekberg). Συνολικά, κερδίζει στο ότι ο Marshall κάνει με συνέπεια αυτό που θέλει να κάνει, αλλά χάνει στις συγκρίσεις και στο πνευματικό υπόβαθρο. Πάντως, επ’ ουδενί δεν απογοητεύει.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 21/12/2009

Μια από τις βασικές αρετές του Φελίνι ήταν ότι μπορούσε ταυτόχρονα και να ρεμβάζει και να στοχάζεται. Να ρεμβάζει οργανώνοντας μνήμες και φαντασιώσεις σε ένα γοητευτικό τσίρκο της ζωής. Και να στοχάζεται κάθετα βυθομετρώντας ψυχαναλυτικά τις ψυχές και οριζόντια βλέποντας τις κοινωνικές παραμέτρους. Η μεταφορά της ιδέας του 8½ (και με αναφορές στο Ντόλτσε Βίτα) σε μιούζικαλ, είναι μεγάλη πρόκληση. Στο έργο αυτό είχαμε ένα προχώρημα σε μια νέα ολοκληρωμένη κινηματογραφική γλώσσα στην οποία καταργείται ο γραμμικός χρόνος και η αφήγηση ακολουθεί τους συνειρμούς του ήρωα. Οι συνειρμοί όμως αυτοί είναι, όπως είπαμε, πλούσιοι σε στοχαστικό περιεχόμενο.

Ο Ρομπ Μάρσαλ, βασιζόμενος σε αυτό το φελινικό σύμπαν εικονογραφεί συνοπτικά την επιφάνεια και κάποιες φορές βιντεοκλιπάρει (όπως στο νούμερο της Χάντσον) προσπαθώντας να αντλήσει ότι μπορεί από την αύρα των ηθοποιών. Πράγματι η ταινία μένει στη μνήμη γιατί ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις ξέρει να πει πράγματα, απλά με το πρόσωπο και το σώμα του χωρίς να είναι εφοδιασμένος με σπουδαίες ατάκες, γιατί η Μαριόν Κοτιγιάρ μας δίνει ένα εξαιρετικό χαρακτήρα «κυρίας» η οποία συγκεντρώνει ομορφιά, αξιοπρέπεια, και συναίσθημα περασμένο από σοφία, γιατί η Πενέλοπε Κρουζ αποδίδει (σε ένα νούμερο) όλο τον ερωτισμό της Μέριλιν στο Let`s make Love μεταφρασμένο στο απενοχοποιημένο σήμερα και γιατί η Τζούντι Ντένς ενσαρκώνει την παλιά γαλλίδα που’ χει στο αίμα της το music hall. Από τις υπόλοιπες η Σοφία Λόρεν βρίσκεται σε λάθος σεναριακή τοποθέτηση. Αφού η μητέρα του, (ως εικόνα στο φιλμ και ως πραγματική κινηματογραφική ιστορία), είναι μια γυναίκα που ξεχειλίζει από ντιβισμό, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως καλοκάγαθη γιαγιά. Στην απόδοσή της λείπουν όλα εκείνα τα λεπτά σημεία που θα έκαναν φανερό ότι ο ήρωας μεγάλωσε με ισχυρό οιδιπόδειο, με τις γυναικείες παρουσίες στη ζωή του να είναι προεκτάσεις της μάνας και ως εκ τούτου απαραίτητο οξυγόνο.

Κάπου εδώ ενεδρεύει και ένα μεγάλο φάλτσο. Όλη αυτή η κατάσταση του άντρα καλλιτέχνη που περιστοιχίζεται από γυναίκες που τον αγαπούν, που δεν μπορεί να εμπνευστεί παρά μονάχα μέσα από τις σχέσεις του μαζί τους, που ναι μεν είναι «καλός άνθρωπος» αλλά αμοραλιστής (με τις γυναίκες να τον καταλαβαίνουν και να τον συγχωρούν), όλος αυτό το εγωκεντρικό concept, ήταν μια αστική μυθολογία (εφαρμοσμένη) μέχρι τα 1960, το πολύ 1970, που τώρα, στη μεταμοντέρνα εποχή της αποδόμησης όλων των ρόλων, φαντάζει παράταιρη, εντάσσεται σε «αρχαία ήθη κι έθιμα». Προφανώς η ταινία τοποθετείται σε εκείνη την εποχή, όμως ο Μάρσαλ θα όφειλε αυτό το concept κάπως να το κρίνει, να το κοιτάξει από μια κυρίαρχη απόσταση, κάτι που δεν συμβαίνει. Είναι ένα πρόβλημα που δεν είχε να αντιμετωπίσει στο «Σικάγο» αφού εκεί βρισκόμαστε μεν στα 1920 αλλά στο γνώριμο και σήμερα περιβάλλον της κοινωνίας του θεάματος και της καπιταλιστικής της έκφρασης.

Δομικά η ταινία χτίζεται πάνω στα εννέα νούμερα που αναλογούν στις εννέα γυναίκες του. Κι αυτό που θα μείνει σίγουρα, είναι κάποια μιουζικάλε περάσματά τους. Αναρωτιέμαι ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν το σενάριο είχε αναλάβει ο Τσάρλι Κάουφμαν.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

30 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *