3 Μέρες Διορία
- 3 Days to Kill
- Three Days to Kill
- 2014
- Γαλλία, ΗΠΑ
- Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Σερβικά
- Δράσης, Θρίλερ, Κατασκοπική
- 10 Ιουλίου 2014
Ο μυστικός πράκτορας Ίθαν Ράνερ έχει μετρημένες ημέρες ακόμα στη ζωή. Η οικονομική ανάγκη για ένα πειραματικό φάρμακο που ίσως είναι η έσχατη ελπίδα του, τον κάνει να αποδεχτεί μια τελευταία αποστολή. Την ίδια στιγμή, πασχίζει κι έρχεται σε επαφή με την αποξενωμένη κόρη του.
Σκηνοθεσία:
McG
Κύριοι Ρόλοι:
Kevin Costner … Ethan Renner
Amber Heard … Vivi Delay
Hailee Steinfeld … Zooey Renner
Connie Nielsen … Christine Renner
Richard Sammel … ‘Wolf’
Marc Andreoni … Mitat Yilmaz
Eriq Ebouaney … Jules
Tomas Lemarquis … ‘Albino’
Raymond J. Barry … διευθυντής της ΣΙΑ
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Adi Hasak, Luc Besson
Στόρι: Luc Besson
Παραγωγή: Ryan Kavanaugh, Marc Libert
Μουσική: Guillaume Roussel
Φωτογραφία: Thierry Arbogast
Μοντάζ: Audrey Simonaud
Σκηνικά: Jeremy Cassells, Sebastien Inizan
Κοστούμια: Olivier Beriot
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: 3 Days to Kill
- Ελληνικός Τίτλος: 3 Μέρες Διορία
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Three Days to Kill
Παραλειπόμενα
- Η ταινία έβγαλε τουλάχιστον τα λεφτά της, παρά την αρνητική κριτική που δέχτηκε. Κόστισε 28 εκατομμύρια δολάρια, ενώ έβγαλε 52,6.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 19/6/2014
Ακόμη ένας μεσήλικας μπαμπάς αποφασίζει να βγει στην πόλη, να κυνηγήσει τους κακούς και να προσπαθήσει να συναρμολογήσει τις σχέσεις με την οικογένειά του. Αυτή τη φορά το παιδί του δεν μπαίνει σε κίνδυνο, αλλά κατά τα άλλα οι διαφορές με γνωστές ταινίες (τύπου «Η Αρπαγή») είναι ελάχιστες και η πλάστιγγα έχει γύρει προς την αποτυχία όσο περισσότερο γίνεται. Ο McG («Οι Άγγελοι του Τσάρλι», «Εξολοθρευτής: Η Σωτηρία»), προερχόμενος από το ατελιέ του Luc Besson σκηνοθετεί, και ο ίδιος ο Γάλλος, υπέρμαχος του σινεμά της υπερβολής και του παραλογισμού, υπογράφει το σενάριο και την παραγωγή. Δυστυχώς, η παλπ εικαστική ματιά και το μονοκόμματο στυλ εναλλαγών ψυχρότητας κι ευαισθησίας που χαρακτήριζαν ίσως τη μοναδική καλή του ταινία, το εξαιρετικό «Leon» του μακρινού 1994, έχουν εκφυλιστεί ανεπανόρθωτα.
Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Kevin Costner που ερμηνεύει έναν μυστικό πράκτορα της CIA, o οποίος συνταξιοδοτείται απότομα και χωρίς να το θέλει, όταν του διαγιγνώσκεται μια ανίατη μορφή καρκίνου. Του μένουν μόλις λίγοι μήνες ζωής κι έτσι αποφασίζει να ταξιδέψει στο Παρίσι, όπου μένουν η πρώην γυναίκα και η κόρη του, προσπαθώντας να εκπληρώσει, έστω και στο τέλος, τα γονεϊκά του καθήκοντα. Φτάνοντας εκεί, βρίσκει το παλιό του διαμέρισμα κατειλημμένο από μια πολυμελή οικογένεια προσφύγων από το Μάλι. Η οικογένειά του τον αντιμετωπίζει με δυσπιστία και η κόρη του δεν είναι όπως ακριβώς τη θυμόταν. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εμφανίζεται μια μυστηριώδης γυναίκα, η Βίβι (αστείος και καρτουνίστικος ρόλος, αποτυχημένης «sin city» αισθητικής), που του ζητά να ξανασκοτώσει για λογαριασμό της πρώην δουλειάς του, προσφέροντας του σε αντάλλαγμα μια σειρά από πειραματικά εμβόλια, πάντα και απαραίτητα σε κομψές βελούδινες θήκες.
Η ιδέα του φιλμ μοιάζει να έχει να κάνει με το πόσο λίγο μπορεί να επηρεάζει μια πλοκή τον θεατή και πόσα λίγα μπορεί να αφήνει τελικά ένα σενάριο. Χωρίς ίχνος νοηματικής βάσης, αναλώνεται σε ασήμαντες κινηματογραφικές φόρμουλες, χωρίς εξέλιξη, με πλήρη απουσία σοβαρών ρόλων και δεσμών. Μερικές δε φορές, υιοθετεί ένα στυλ σχεδόν παρωδίας ταινιών δράσης, χωρίς όμως να αυτοσαρκάζεται και χωρίς να το θέλει, νομίζοντας ότι αυτό που κάνει είναι απόλυτα σοβαρό και πιστευτό. Ιδιαίτερα προβλέψιμη και η δράση της που κορυφώνεται σε στιγμές, ανακατεμένη με κλισέ εργαλεία αποδραματοποίησης και άχαρα κωμικά στοιχεία (σκηνές στις οποίες ο πρωταγωνιστής βασανίζει χαμηλού επιπέδου εγκληματίες, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να κάνει τα καθήκοντά του ως μετανιωμένος πατέρας), που προσπαθούν χωρίς λόγο να αποσυμφορήσουν την πλοκή, λες και η ίδια το έχει ανάγκη. Η βία είναι αρκετή, αλλά πάντα μέσα σε πολύ ορθά πλαίσια, χωρίς καμία σκληρότητα, και η αποδοχή της φαντάζει το φυσιολογικότερο πράγμα στον κόσμο, ακόμη και από τους ανυποψίαστους υποστηρικτικούς ρόλους. Οι δυο κακοί της ταινίας είναι τόσο άοσμοι, τόσο αδιάφοροι, που φτάνεις σε σημείο να μη σε νοιάζει ιδιαίτερα αν ζουν ή πέθαναν, αν θα εκδικηθούν ή όχι. Όλα αυτά είναι επενδυμένα με μια συμβιβαστική bad-ass συμπεριφορά, με συγκεκριμένες μεσοαστικές ευαισθησίες και μεσόκοπο συναισθηματισμό, στον οποίο άχαρα προσπαθεί να επενδύσει η δραματουργία.
Ο Kevin Costner στον πρωταγωνιστικό ρόλο κάνει, η αλήθεια είναι, φιλότιμες προσπάθειες να κατεβεί στο επίπεδο της ταινίας, προσπαθώντας να ενσαρκώσει έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα εκεί που δεν υπάρχει. Ξεγλιστρά λοιπόν σε ένα πολύ γνώριμο μοτίβο του κυνικού γοητευτικού με τη χρυσή καρδία και το θεωρεί αρκετό. Παρόλα αυτά, έχει το παρουσιαστικό ενός μεγαλόπρεπου ρετρό σταρ τύπου Gary Cooper και καταφέρνει με κάποιον αδιόρατο τρόπο να διατηρεί ένα ειδικό βάρος ακόμη και σε μια τόσο κακή ταινία. Είναι δε παράδοξο ότι τελικά μόνον αυτός μοιάζει με Γάλλο σε ολόκληρο το Παρίσι (παρόλο που δεν είναι), κυκλοφορώντας ως ένας αντισυμβατικός δολοφόνος, με ξεθωριασμένο τζιν, αξύριστος και με ένα κασκόλ που προφανώς του πηγαίνει υπέροχα και δεν αποχωρίζεται σε όλη τη διάρκεια του φιλμ. Η Hailee Steinfield κερδίζει τη συμπάθεια ως προβληματισμένη έφηβη και η χημεία μεταξύ των δύο ίσως να σώζει κάποιες (ελάχιστες) φορές τα προσχήματα τής κατά τα άλλα ανυπόστατα δομημένης σχέσης πατέρα-κόρης. Η σκηνή στην οποία ο Costner μαθαίνει ποδήλατο στην κόρη του μένει τελικά ως η καλύτερη της ταινίας, και διασώζεται με έναν περίεργο τρόπο σχεδόν εκτός συνολικής οπτικής της, όντας αποτελεσματικά συναισθηματική.
Παραφράζοντας τον τίτλο, το «3 Days to Kill» δεν κάνει ούτε για τους θεατές που έχουν να «σκοτώσουν» δύο ώρες. Είναι δυστυχώς μια κακή ταινία, με όποιον τρόπο και αν τη δει κανείς. Ασυνάρτητη, χωρίς κανένα βάθος και εντέλει χωρίς κανέναν λόγο ύπαρξης. Προσβλητικά κοινότοπη ως προς τη θεματολογία, αλλά και τα μηνύματα που εκπέμπει προς κάθε κατεύθυνση, καταφέρνει να πνίγεται, περιορισμένη από τις σταθερές που η ίδια ορίζει. Όσο για τον πρωταγωνιστή της, είναι θλιβερό και σχεδόν αφύσικο να προσπαθείς να τον συνδέσεις με τον άνθρωπο που σκηνοθέτησε, παρήγαγε και πρωταγωνίστησε στο αριστουργηματικό «Χορεύοντας με τους Λύκους», σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια πριν.
Βαθμολογία: