Συντάκτης: Πάρις Μνηματίδης

Μια συμβατική περίληψη της πλοκής ίσως και να είναι παραπλανητική ως προς το να περιγράψει το εν λόγω φιλμ, μιας και η Luna Carmoon επιλέγει με το «καλημέρα» στο τιμόνι μιας μεγάλου μήκους δουλειάς ιδιαίτερα ανορθόδοξους τρόπους για να αφηγηθεί την ιστορία της. Από τον εισαγωγικό μονόλογο κιόλας γίνεται σαφές το πόσο προσωπική υπόθεση είναι για την ίδια τα όσα καταγράφει με την κάμερα. Δυστυχώς όμως το τελικό αποτέλεσμα δεν λειτουργεί όπως μάλλον θα το επιθυμούσε, καταλήγοντας να αποξενώνει τον θεατή από το δράμα που κρύβεται πίσω από τις μεταφορές.

Όνειρο, φαντασίωση και πραγματικότητα γίνονται ένα στη ροή της πλοκής, κάποιες φορές είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τι αποτελεί αληθινό και κάποιες άλλες όχι και τόσο. Το κλειδί για την αποκωδικοποίηση του νοήματος ίσως να βρίσκεται στην πρωταγωνίστρια και άλλους δύο ήρωες που μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο, κάτι που επισημαίνεται φευγαλέα κάποια στιγμή και σε έναν από τους διαλόγους. Γενικά, γίνεται ξεκάθαρο από ένα σημείο κι έπειτα πως σκοπός είναι περισσότερο ένα ταξίδι μέσα στον ευάλωτο ψυχισμό της νεαρής Maria παρά μια τυπική περιγραφή της καθημερινότητας μιας σειράς χαρακτήρων της βρετανικής εργατικής τάξης. Κρίμα που αυτή η καταβύθιση, παρότι έχει ίχνη μαγικού ρεαλισμού, δεν είναι τόσο ελκυστική όσο θα ήθελε να είναι, ούτε όμως ισοπεδωτική συναισθηματικά για να προετοιμάσει το έδαφος για μια λύτρωση προς το φινάλε. Η Carmoon μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το πώς θα τεστάρει τις αντοχές του κοινού της με ένα σερί παράξενων και αμήχανων σκηνών, που αναπαράγουν τεχνοτροπίες του Lynch και ίσως και του Λάνθιμου όσον αφορά την καθοδήγηση των ερμηνευτών (επιτηδευμένη αποστασιοποίηση, οιονεί απανθρωποποίηση αλλά όχι προς την κατεύθυνση μιας αποκτήνωσης), δίχως όμως την ουσία και το context πίσω από τις συγκεκριμένες καλλιτεχνικές επιλογές. Και με μια διάρκεια που ξεπερνάει τις δύο ώρες, δίνεται η αίσθηση πως ο χρόνος δεν αξιοποιείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ενώ η κουραστική επαναληπτικότητα δίνει και παίρνει στις σκηνές που αλληλεπιδρούν η Saura Lightfoot Leon με τον Joseph Quinn.

Οι περισσότερες στιγμές που ξεχωρίζουν θετικά βρίσκονται στα εναρκτήρια λεπτά που εστιάζουν στη σχέση της μικρής Maria με τη μητέρα της, όπου προσεγγίζεται με ευαισθησία η θέση του παιδιού που διχάζεται ανάμεσα στην αντικειμενική δυστυχία του να ζει κανείς με έναν γονέα που αποτυγχάνει να ανταποκριθεί σε αυτήν την ιδιότητά του και στην αναπόφευκτη αγάπη που νιώθει γι’ αυτόν. Βοηθάει βέβαια και η ερμηνεία της Hayley Squires που κουβαλάει έναν ρεαλισμό που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει αυτούσιος από τη σχολή Ken Loach (άλλωστε αναδείχθηκε μέσα από το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ»).

Στα χαρτιά μπορεί να προέκυπτε ακόμη και κάτι πραγματικά σπουδαίο, αλλά πρόκειται για περίπτωση που η εκτέλεση γειώνει. Θεμιτό το να θέλει μια κινηματογραφίστρια να ξεφύγει από τη στερεοτυπική ταμπέλα του κοινωνικού δράματος της αγγλικής σχολής που και αυτή έχει αποκτήσει τα κλισέ της με το πέρασμα των δεκαετιών, αλλά το πρόβλημα είναι πως τα συστατικά με τα οποία αντικαθιστά αυτά τα κλισέ δεν «δένουν». Δεν αποκλείεται βέβαια το ιδιόρρυθμο της ματιάς που υιοθετείται να βρει και φανατικούς υποστηρικτές ακριβώς επειδή τολμά να διασχίσει κάποιους δρόμους πέραν της πεπατημένης.

info:

Μην Πετάξεις Τίποτα | Hoard

2023 | Μεγ. Βρετανία

Σκην: Luna Carmoon

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *