Ο ηλικιωμένος ιατρός Άιζακ Μποργκ ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του για την πόλη Λουντ, όπου θα τιμηθεί από το παλιό του πανεπιστήμιο για την 50χρονη καριέρα του. Στο ταξίδι τον συνοδεύει η έγκυος νύφη του, Μαριάν, η οποία δεν τρέφει και τα ευγενέστερα των συναισθημάτων για τον εγωπαθή πεθερό της. Στη διαδρομή, έπειτα κι από έναν εφιάλτη που θα τον προβληματίσει, ο ιατρός θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα που συνειρμικά θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τα όνειρα του παρελθόντος και τις μνήμες μιας ζωής που έχει μείνει πίσω, και το ταξίδι του θα μετατραπεί τελικά σε μια πνευματική πορεία συμφιλίωσης με το παρελθόν και τους οικείους του, με το υποσυνείδητο να συναντά τους φόβους, τις αυταπάτες και τις διαψεύσεις μιας ζωής, πετυχημένης κοινωνικά, αλλά ακυρωμένης ερωτικά και συναισθηματικά.

Σκηνοθεσία:

Ingmar Bergman

Κύριοι Ρόλοι:

Victor Sjostrom … Δρ Eberhard Isak Borg

Bibi Andersson … Sara

Ingrid Thulin … Marianne Borg

Gunnar Bjornstrand … Δρ Evald Borg

Jullan Kindahl … Agda

Folke Sundquist … Anders

Naima Wifstrand … Κα Borg

Max von Sydow … Henrik Akerman

Gertrud Fridh … Karin Borg

Sif Ruud … θεία Olga

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ingmar Bergman

Παραγωγή: Allan Ekelund

Μουσική: Erik Nordgren

Φωτογραφία: Gunnar Fischer

Μοντάζ: Oscar Rosander

Σκηνικά: Gittan Gustafsson

Κοστούμια: Millie Strom

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Smultronstallet
  • Ελληνικός Τίτλος: Άγριες Φράουλες
  • Διεθνής Τίτλος: Wild Strawberries
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Smultron-Stallet

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ αυθεντικού σεναρίου.
  • Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση και ξένου ηθοποιού (Victor Sjostrom).
  • Χρυσή Άρκτος και βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ Βερολίνου.
  • Βραβείο Pasinetti στο φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Θεωρείται ως μία από τις σπουδαιότερες ταινίες στη μακρά φιλμογραφία του Ingmar Bergman. Σίγουρα, είναι η πλέον αισιόδοξη και συναισθηματική. Η ταινία καταπιάνεται με τα προσφιλή θέματα του μεγάλου δημιουργού: τις σχέσεις ενός ζευγαριού, την έλλειψη επικοινωνίας, τη ζωή, την ευτυχία, τις αναμνήσεις, τον θάνατο.
  • Ο σουηδικός τίτλος παραπέμπει στην τοποθεσία όπου φυτρώνουν οι άγριες φράουλες στη Σουηδία, τα καλοκαίρια. Το καλοκαίρι είναι ένα προσφιλές μοτίβο του Bergman, καθώς μοιάζει να σηματοδοτεί για εκείνον την εποχή που εξαγνίζει τον άνθρωπο από ενοχές και υπαρξιακές αγωνίες.
  • Ο ίδιος ο Bergman διατείνεται ότι η σύλληψη του σεναρίου έγινε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του, όταν, σε μια στάση στην πόλη Ουψάλα, αντίκρισε το σπίτι της γιαγιάς του. Τότε ήταν που σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν να μπορούσε να μπει στο σπίτι, να τα βρει όλα όπως ήταν στα παιδικά του χρόνια, και μετά, ανοίγοντας μια πόρτα, να βρεθεί ξανά στο σήμερα. Εντέλει, η ιδέα αυτή έγινε σενάριο, το οποίο έγραψε μέσα σε ένα νοσοκομείο.
  • Ο πρωταγωνιστής της ταινίας δεν είναι άλλος από τον Victor Sjostrom, τον σημαντικότερο σκηνοθέτη βωβού κινηματογράφου της Σουηδίας, τον οποίο ο Bergman θεωρούσε μέντορά του. Μάλιστα, η άμαξα που μεταφέρει το φέρετρο (στον πρώτο εφιάλτη του πρωταγωνιστή) παραπέμπει στην ταινία του Sjostrom Η Άμαξα Φάντασμα (1921), την οποία ο Bergman χαρακτήριζε ως «ταινία των ταινιών» και αποτελούσε πηγή έμπνευσής του για κάθε κινηματογραφικό του έργο.
  • Η ταινία επηρέασε πολλούς δημιουργούς, αλλά κυριότερα τον Woody Allen. Ειδικά στις ταινίες Ζωντανές Αναμνήσεις (1980) και Διαλύοντας τον Χάρι (1997), η αναφορά είναι άμεση.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 17/6/2019

Μέσα στην ίδια χρονιά, ο Bergman έβγαλε τις Φράουλες και τη Σφραγίδα, σταματώντας τον κινηματογραφικό χρόνο της «καθωσπρέπει» αφήγησης, και γεννώντας όλη αυτή την επίθεση του σινεφιλισμού της ευρωπαϊκής δεκαετίας του 1960. Και ενώ στη Σφραγίδα είναι καθορισμένα εξόφθαλμος ο υπερβατισμός του, εδώ στις Φράουλες… είναι «βωβός».

Η παρουσία του Victor Sjostrom κρύβει από μόνη της συμβολισμούς που είχαν μείνει μετέωροι από τη σουδική κινηματογραφική δεκαετία του 1910. Απλά ο καθηγητής Μποργκ-δημιουργός Sjostrom είναι πλέον σε ηλικία που είτε θα συμβιβαστεί με τα φαντάσματα που γεννούσε στα νιάτα του, είτε αυτά θα συνεχίσουν να τον καταδιώκουν ως τις στερνές του ώρες. Ο χαρακτήρας του καθηγητή είναι ο τυπικός τεκτονικός Βορειοευρωπαίος, αυτός που ζει με τον ορθολογισμό, αλλά για να το πράξει αυτό, θυσιάζει την όμορφη πλευρά της ζωής, τον συναισθηματισμό. Κλείνεται στον εαυτό του ως άμυνα έναντι όσων τυχόν θα του χαλούσαν τη βολεμένη μοναξιά του, κι επιλέγει να πορευτεί δίχως ρίσκα. Υπολόγιζε όμως χωρίς το υποσυνείδητο, που έστω κι αργά θα έρθει να τον επισκεφτεί ως άλλον Σκρουτζ από μια κρυφή επιρροή του εν λόγω έργου, το «A Christmas Carol».

Ο ίδιος ο τίτλος της ταινίας κρύβει τον ροδανθό του έργου του Ντίκενς (και του Ουελς), που δεν είναι άλλος από τη νεανική ερωτική απογοήτευση. Οι άγριες φράουλες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την κοπέλα που συνήθιζε να τις μαζεύει, και μάλιστα σε μια συγκεκριμένη στιγμή που επέλεξε να αφήσει τον καθηγητή και να στραφεί σε μια άλλη αγάπη. Τι κρίμα που στα νιάτα ο θάνατος φαντάζει τόσο μακρινός, που είναι σαν να δίνει δικαίωμα στον άνθρωπο για καθοριστικά σφάλματα, που συχνά δεν μέλλει να ξεπεράσει ποτέ. Τουλάχιστον, στην περίπτωση μας, ως τη σημερινή υπερβατική ημέρα όπου ο ήρωας μας είτε θα αδράξει την ευκαιρία να συμφιλιωθεί με το τώρα του, είτε θα συνεχίσει να ζει μέσα σε φέρετρο, πριν αυτό πάρει καν σάρκα και οστά.

Ο Bergman μιλάει ανοιχτά για θάνατο, και μάλιστα «ζωή εν τάφω», αλλά είναι την ίδια ώρα αισιόδοξος. Τονίζει το «ποτέ δεν είναι αργά», κρίνοντας την ίδια ώρα τη νοοτροπία των συμπατριωτών του και το τέλμα στο οποίο αυτή μπορεί να οδηγήσει. Βλέπει στα νιάτα της εποχής του τραγούδια, χαρά, πάθος για ελευθερία και έρωτα, αντίθετα με τις νεκροφόρες και τον άκρατο προτεσταντισμό του παρελθόντος. Ένας δημιουργός έντονων αντιθέσεων, κάτι σαν ορόσημο ανάμεσα στο ξέφρενο τώρα και το στριφνό πριν. Κυρίως, ένας δημιουργός συμβιβαστικών λύσεων, που θα απελευθερώσουν τα φαντάσματα του παρελθόντος, ώστε οι ζωντανοί του παρόντος να μπορέσουν να ζήσουν αληθινά ευτυχισμένοι.

Όσο όμως φροϋδική κι αν ακούγεται η ανάλυση μου πάνω στις Φράουλες, η ταινία δεν είναι ο σκληρός Bergman που θα κάνει την εμφάνιση του, πχ, στην Περσόνα. Δεν τον έχουν άλλωστε πάρει ακόμα τα χρόνια, παρά την ήδη φανερή μεστότητα του μυαλού του. Πρόκειται επίσης για διαχρονικό σινεμά, αφού είναι ανθρωποκεντρικό και όχι άμεσα κοινωνικό. Και όπως οι περισσότερες από τις ταινίες του, και αντίθετα με το σύννεφο που σκεπάζει συχνά τη νοοτροπία ενός Σκανδιναβού, είναι τόσο δροσερό που ταιριάζει σε θερινή προβολή, σαν μια νότα σινεφιλικής δροσιάς υπό το ζεστό φως μόνο των αστεριών.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 27/12/2022

Ο Isak Borg (Victor Sjostrom), ένας διακεκριμένος καθηγητής ιατρικής, προσκαλείται στο πανεπιστήμιο Λουντ για να λάβει μια τιμητική διάκριση για το ιωβηλαίο της αποφοίτησής του. Η νύφη του, Marianne (Ingrid Thulin), τον συνοδεύει στο μακρύ ταξίδι με αυτοκίνητο από το σπίτι του στη Στοκχόλμη ως το Λουντ. Αν και έγκυος, σχεδιάζει να χωρίσει από τον άντρα της, ενώ δεν κρύβει την αντιπάθεια της για τον Borg. Στη διαδρομή τους συναντούν ένα παντρεμένο ζευγάρι που τσακώνεται, και μια τριάδα οδοιπόρους. Μία από αυτούς, η Sara (Bibi Andersson), θυμίζει στον ηλικιωμένο άντρα τη χαμένη παιδική του αγάπη. Μια επίσκεψη στην υπέργηρη μητέρα του και στο μέρος όπου πέρναγε τις καλοκαιρινές του διακοπές ως παιδί, φέρνει γλυκόπικρες αναμνήσεις. Καθοδόν, ο Borg βλέπει όνειρα και εφιάλτες για τα νιάτα του, που επιφέρουν σκληρούς προβληματισμούς που τον αναγκάζουν να αναλογιστεί τη διαδρομή της ζωής του, και να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν τόσο γεμάτη όσο πίστευε…

Οι «Άγριες Φράουλες» είναι για τον Ingmar Bergman ό,τι ήταν ο «Βασιλιάς Ληρ» για τον William Shakespeare: μια μελέτη για τα γηρατειά και την ανάγκη ενός ηλικιωμένου να ανακαλύψει τα σφάλματα της ζωής του και να συμβιβαστεί με αυτά. Είναι το απόσταγμα όλων των προσωπικών χαρακτηριστικών του σουηδού δημιουργού: της ανθρωπιάς, της συναισθηματικής δύναμης,τα ης κατανόησης της ανθρώπινης ψυχολογίας και της σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας. Αποτελεί επίσης μια σύνθεση δαντελένιας κινηματογραφικής αφήγησης και έκφρασης των θεμελιωδών πολιτισμικών ρευμάτων του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα: τα ψυχαναλυτικά όνειρα του Freud, την αναζήτηση του χαμένου χρόνου του Proust, την απώλεια, τη μεταμόρφωση και την ενοχή του Kafka.

Ο σουηδικός τίτλος, «Smultronstallet», κυριολεκτικά σημαίνει «άγριες φράουλες» -τα φρούτα για τους Σουηδούς συμβολίζουν την ανάδυση της άνοιξης, την αναγέννηση της ζωής. Πιο μεταφορικά και διασταλτικά, ωστόσο, μπορεί να ερμηνευτεί ως «το αγαπημένο μέρος» ή «μια χρονική περίοδος ευτυχίας, χαράς και ευεξίας». Το φιλμ μπορεί να χαρακτηριστεί ως διαλογιστικό και ελεγειακό road-movie που γλιστρά απαλά από το παρόν στο παρελθόν, από την πραγματικότητα στη φαντασία, αναγνωρίζοντας ότι όλα αυτά παίζουν ουσιαστικό ρόλο σε αυτό το μακρύ ταξίδι που είναι η ανθρώπινη ύπαρξη. Χτίζεται έτσι, με τη δομή των αναδρομών και των ονείρων, το συμπονετικό πορτρέτο ενός ανθρώπου με πολλές αντιφάσεις, το οποίο τελικά ανάγεται σε ένα οξύ δοκίμιο για την ανθρώπινη κατάσταση.

Ο Isak Borg σκιαγραφείται ως ένας ψυχρός, εγωιστής, οξύθυμος και αυταρχικός άνθρωπος που ανακαλύπτει το νόημα της ζωής μόνο όταν του απομένει τόσος λίγος χρόνος. Η νοσταλγία για το παρελθόν αναμειγνύεται με τύψεις για τον εγωισμό, και λύπη για μια ζωή που θα μπορούσε να ήταν λιγότερο μοναχική. Αφιερωμένος ως γιατρός στη διακονία για τα σώματα άλλων ανθρώπων, τελικά συνειδητοποιεί ότι παραμέλησε να έρθει σε επαφή με τις ψυχές τους.

Στις σκηνές των αναμνήσεων της νεότητας του ήρωα, ο Bergman επινοεί ένα ιδιοφυές εύρημα: ο Borg εμφανίζεται ως η μοναδική σκιερή γεροντική φιγούρα μέσα σε ιμπρεσιονιστικά κάδρα όπου κυριαρχεί το λευκό. Η σκηνή του πρώτου ονείρου είναι μεγαλοφυής και μία από τις καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί φόρο τιμής στον μέντορα του σουηδού σκηνοθέτη, τον Victor Sjostrom, και στη δημιουργία του «Η Άμαξα Φάντασμα» (1921): ο καθηγητής  βρίσκεται ξαφνικά χαμένος σε έναν έρημο δρόμο, τα σπίτια γύρω του έχουν σφραγισμένες πόρτες και παράθυρα, ένα μεγάλο ρολόι που αντικρίζει δεν έχει δείχτες, ενώ ένας άνδρας που εμφανίζεται από το πουθενά έχει ερμητικά κλειστά τα μάτια και το στόμα του. Ο περίεργος άνδρας καταρρέει στη μέση του δρόμου, κι εκείνη την στιγμή περνάει μια άμαξα, η οποία μεταφέρει ένα φέρετρο. Το φέρετρο κατρακυλά στο οδόστρωμα και ανοίγει. Καθώς ο ηλικιωμένος γιατρός πλησιάζει κοντά, το χέρι του νεκρού τον αρπάζει και τον τραβάει προς το φέρετρο. Ο νεκρός που βρίσκεται μέσα στο φέρετρο είναι ο ίδιος ο καθηγητής.

Σε έναν ακόμη πιο αποκαλυπτικό και βασανιστικό εφιάλτη, ο Borg αντιμετωπίζει μια εξευτελιστική προφορική εξέταση που μοιάζει με δίκη. Μετά την αποτυχία του να αποδείξει την επιστημονική του κατάρτιση, κρίνεται από τον εξεταστή «ένοχος ενοχής», μπροστά σε ένα ακροατήριο με οικεία του πρόσωπα.

Ένας κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία της ταινίας είναι η μαεστρική κινηματογράφηση από τον Gunnar Fischer, που περνά αρμονικά από την εξπρεσιονιστική αγωνία στο ποιμενικό ειδύλλιο. Ακόμα πιο καθοριστική είναι η εξαιρετική ερμηνεία του Victor Sjostrom, ο οποίος στον τελευταία κινηματογραφική  του εμφάνιση μεταφέρει μια αίσθηση αποξένωσης που κάνει τον χαρακτήρα του απόμακρο, ασυμπαθή και μερικές φορές ανεξιχνίαστο.

«Ο Isak Borg είμαι εγώ», δήλωσε απερίφραστα ο Bergman, που μέσω του ήρωα σχολιάζει τις δικές του αποτυχίες. Όπως ο διαπρεπής καθηγητής βρισκόταν κι αυτός σε προσωπική κρίση, αλλά επαγγελματικά, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Είναι αυτή η διχοτόμηση του προσωπικού αγώνα και της επαγγελματικής επιτυχίας που ο Bergman ενδιαφέρθηκε να εξερευνήσει. Έτσι, το μυθοπλαστικό ταξίδι του ήρωα για τη βράβευση δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ταξίδι προς τον θάνατο, και κατ’ επέκταση ένας βαθύς στοχασμός για τις ανθρώπινες σχέσεις, τις πίκρες και τις χαρές της ζωής.

Το φιλμ τελειώνει με ένα παρηγορητικό όραμα: η νεαρή Sara, η παλιά αγαπημένη του Borg, τον παίρνει από το χέρι και τον οδηγεί σε μια λίμνη όπου βλέπει τους γονείς του να απολαμβάνουν την ειδυλλιακή εξοχή και να του γνέφουν αμυδρά. Τότε η έκφραση στο πρόσωπο του Victor Sjostrom γίνεται γαλήνια, το βλέμμα του υγρό, καθώς κοιτάζει τους γονείς του με αγάπη και κατανόηση. Έχοντας ζήσει τη δική του ζωή, με πιθανώς παρόμοιες συναισθηματικές εμπειρίες με τους γονείς του, μπορεί να τους κατανοήσει και να τους εκτιμήσει ως ανθρώπινα όντα. Το υπέροχα τσακισμένο πρόσωπο του Sjostrom στο συγκλονιστικό κοντινό πλάνο είναι η τελική όαση, καθώς ατενίζουμε το θαύμα της ζωής και του θανάτου με δέος και συγκίνηση.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *