Λίγο προτού κλείσει τα 30, ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός θεατρικός συνθέτης βιώνει τον έρωτα, τη φιλία και την πίεση να δημιουργήσει κάτι μεγάλο πριν να είναι αργά.

Σκηνοθεσία:

Lin-Manuel Miranda

Κύριοι Ρόλοι:

Andrew Garfield … Jonathan Larson

Alexandra Shipp … Susan Wilson

Robin de Jesus … Michael

Joshua Henry … Roger

Vanessa Hudgens … Karessa Johnson

Jonathan Marc Sherman … Ira Weitzman

Michaela Jae (MJ) Rodriguez … Carolyn

Ben Ross … Freddy

Judith Light … Rosa Stevens

Bradley Whitford … Stephen Sondheim

Laura Benanti … Judy

Richard Kind … Walter Bloom

Tariq Trotter … H.A.W.K. Smooth

Noah Robbins … Simon

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Steven Levenson

Παραγωγή: Brian Grazer, Ron Howard, Lin-Manuel Miranda, Julie Oh

Μουσική: Jonathan Larson

Φωτογραφία: Alice Brooks

Μοντάζ: Myron Kerstein, Andrew Weisblum

Σκηνικά: Alex DiGerlando

Κοστούμια: Melissa Toth

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: tick, tick…BOOM!
  • Ελληνικός Τίτλος: tick, tick…BOOM!

Σεναριακή Πηγή

  • Θεατρικό: tick, tick…BOOM! του Jonathan Larson.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου (Andrew Garfield) και μοντάζ.
  • Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Andrew Garfield) σε κωμωδία/μιούζικαλ. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (κωμωδία/μιούζικαλ).

Παραλειπόμενα

  • Ντεμπούτο για τον Lin-Manuel Miranda στην καρέκλα του σκηνοθέτη.
  • Το μιούζικαλ του Jonathan Larson έκανε πρεμιέρα το 2001 σε σκηνή Off-Broadway, όταν πλέον ο συνθέτης δεν ήταν εν ζωή. Η επιτυχία που συνάντησε όμως το έφερε σε διάφορες σκηνές ανά τον πλανήτη. Η ιστορία του είχε ξεκινήσει πίσω στο 1989, όταν ο δημιουργός του το είχε συλλάβει ως μονόπρακτο.
  • Για τη δημιουργία του σεναρίου, ο Miranda βρήκε ένα ογκώδες υλικό από αρχεία του Levenson, στο οποίο περιλαμβάνονταν πολλές συνεντεύξεις από την οικογένεια και συνεργάτες του δεύτερου.
  • Ο Andrew Garfield ήταν η αρχική επιλογή για τον πρώτο ρόλο.
  • Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2020, αλλά τον επόμενο μήνα διακόπηκαν λόγω της πανδημίας. Η ολοκλήρωση τους έγινε τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
  • Ο Andrew Weisblum ολοκλήρωσε ένα αρχικό μοντάζ, αλλά οι καθυστερήσεις που έφερε η πανδημία τον ανάγκασαν να φύγει για να δουλέψει με τον Darren Aronofsky. Έτσι αντικαταστάθηκε με τον Myron Kerstein, που είχε το δύσκολο έργο να “περικόψει” την αρχική διάρκεια των 2 ωρών και 20 λεπτών. Ένα από τα θύματα των περικοπών ήταν και το τραγούδι Green Green Dress.
  • Μετά από επιλεγμένη διανομή και προβολή σε φεστιβάλ, το Netflix ενσωμάτωσε το φιλμ στην πλατφόρμα του.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Πέρα από τα τραγούδια του μιούζικαλ (ανάμεσα τους το 30/90 και το Louder Than Words), χρησιμοποιήθηκαν και τρία του ίδιου συνθέτη γραμμένα για το Superbia.
  • Η Jazmine Sullivan κλείνει με τη φωνή της το φιλμ, σε μια εκδοχή του Come to Your Senses.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 5/1/2022

Το «tick, tick… BOOM!» πρωτίστως είναι ένας φόρος τιμής στον άκρως χαρισματικό Jonathan Larson, δημιουργό του θρυλικού μιούζικαλ «Rent», που έφυγε δυστυχώς εξαιρετικά πρόωρα από τη ζωή, μην προλαβαίνοντας να δει τη σαρωτική επιτυχία του πονήματός του. Εν γένει, όμως, είναι κι ένας ύμνος για τον καλλιτέχνη σύμφωνα με τη νεωτερική αμερικανική σκοπιά, και δη τη νεοϋορκέζικη, για τον μποέμ μεσοαστό που αρνείται να συμβιβαστεί και προτιμάει το περιθώριο από τη μη υλοποίηση του οράματός του.

Ακόμη ευρύτερα, το φιλμ αποτελεί ένα ερωτικό γράμμα στη μεγαλωμένη από το MTV γενιά Χ, που αντιμετώπισε ιδιαίτερα σκληρές προκλήσεις όταν πέρασε το κατώφλι της ενήλικης ζωής κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Μια γενιά που είχε να αντιμετωπίσει τα απόνερα της ριγκανικής εποχής σε κάθε τομέα, από την οικονομία μέχρι τον κοινωνικό συντηρητισμό, σε μια περίοδο που το επίσημο κράτος γύριζε την πλάτη στην επιδημία του HIV (γεγονός που άλλωστε υπήρξε πηγή έμπνευσης για τον Larson ώστε να συλλάβει το «Rent»). Αλλά κι εκτός του πολύ σημαντικού ιστορικού πλαισίου, είναι ένα φιλμ που μιλάει ιδιαίτερα άμεσα για το υπαρξιακό τέλμα που ξεκινάει με τον ερχομό των τριακοστών γενεθλίων. Για το άγχος που έρχεται με αυτό το άτυπο «τέλος» της νιότης, για τον αναστοχασμό επάνω στο παρελθόν που το συνοδεύει, για τη συνειδητοποίηση του ότι το να ζεις σημαίνει πως, αναγκαστικά, θα μάθεις να συμβιβαστείς με την ιδέα του θανάτου των ανθρώπων του περίγυρού σου.

Ο Lin-Manuel Miranda περνάει τη φόρμα του μιούζικαλ μέσα από ένα μοντέρνο πρίσμα, υπερτονίζοντας το συναίσθημα και προσαρμόζοντας την οπτική φαντασμαγορία σε προσγειωμένα πλαίσια, προφανώς επηρεασμένος από τον εκλιπόντα Larson. Και φυσικά, οι μελωδίες κυμαίνονται στο φάσμα της ποπ και της ροκ, πιστές στο ύφος του έργου του σπουδαίου θεατράνθρωπου. Το τελικό αποτέλεσμα κατορθώνει τόσο να αποδώσει κινηματογραφικά με επιτυχία το πνεύμα μιας φιγούρας με τεράστια σημασία για τη μορφή τέχνης που εκπροσωπούσε, όσο και να προσθέσει ακόμη ένα κεφάλαιο με εκτόπισμα στο φιλμικό μιούζικαλ στη μετά «La La Land» εποχή. Ενίοτε κάποια πειράματα ίσως δεν του βγαίνουν τόσο λειτουργικά (το παράλληλο μοντάζ στο τραγούδι «Therapy» αποδυναμώνει τόσο την κύρια σκηνή όσο και το μουσικό νούμερο), γενικά όμως το πρόσημο είναι θετικό.

Πρόκειται μεν για μια δουλειά αβανταδόρικη, που φροντίζει να έχει τις οσκαρικές της στιγμές και που προσεγγίζει το συναίσθημα με έναν εντελώς χολιγουντιανό τρόπο (πιο τρανταχτό παράδειγμα το πώς απεικονίζεται η ρομαντική σχέση ανάμεσα στους Andrew Garfield και Alexandra Shipp), έχει όμως καρδιά, και μάλιστα μεγάλη, δεν είναι απλά μια κυνική κατασκευή. Τόσο ο Miranda στη σκηνοθεσία όσο και ο Steven Levenson στο σενάριο (του μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ «Dear Evan Hansen») έχουν καταγράψει πολλά χιλιόμετρα στον χώρο του θεάτρου, για αυτό και τον σκιαγραφούν εδώ τόσο με ειλικρίνεια όσο και με αγάπη. Το εν λόγω δημιουργικό δίδυμο πολύ σωστά προσεγγίζει τον Jonathan Larson με δέος σε σχέση με το αστείρευτο ταλέντο του, όχι όμως με προθέσεις μυθοποίησης. Αμφότεροι τονίζουν τις ευάλωτες, ανθρώπινες πλευρές του, καθιστώντας τον έναν κινηματογραφικό ήρωα με σάρκα και οστά αντί για μια αγιοποιημένη φιγούρα.

Βέβαια το πορτρέτο αυτό δεν θα ήταν ολοκληρωμένο χωρίς έναν παραπάνω από επαρκή πρωταγωνιστή, αλλά στο πρόσωπο του Andrew Garfield βρίσκεται κάτι που αξίζει έναν πολύ πιο θετικό χαρακτηρισμό. Στην κορυφαία μέχρι στιγμής κινηματογραφική ερμηνεία της καριέρας του, ο Garfield αποδίδει με αυθεντικότητα τόσο την ευαισθησία και την πληθωρικότητα του καλλιτέχνη που καλείται να υποδυθεί, όσο και τον αυθορμητισμό και την αβεβαιότητα ενός νέου ανθρώπου. Ανταποκρίνεται άριστα στις φωνητικές και κινησιολογικές απαιτήσεις ενός μιούζικαλ, ποτέ δεν ξεχνάει όμως να τις συνδυάσει με μια στέρεα και πηγαία δραματικότητα, χτίζοντας έτσι έναν απόλυτα ολοκληρωμένο ήρωα πάνω σε βιογραφική βάση. Και αν η Alexandra Shipp είναι κάπως «ουδέτερη» σχετικά, υπάρχει και ο έξοχος Robin de Jesus για υποστήριξη, που παραδίδει έναν δεύτερο ρόλο με νεύρο, συγκίνηση και οξυδέρκεια, ο οποίος χάρη και στην ερμηνευτική επιδεξιότητα του ίδιου, διαθέτει και μια δραματουργικά αυτόνομη πορεία, χωρίς να αρκείται στη θέση του «συμπληρώματος».

Κάπως έτσι, στο «tick, tick… BOOM!» εντοπίζεται και μια φόρμα που θα μπορούσε να σημάνει μια κάποια ανανέωση στο κινηματογραφικό είδος το οποίο αντιπροσωπεύει. Αν και είναι κυρίως ένα δώρο για όλες εκείνες τις ψυχές ανά την υφήλιο που λάτρεψαν την τέχνη του μιούζικαλ μέσα από μορφές σαν αυτή του ανεπανάληπτου Stephen Sondheim, διαθέτει πάρα πολλά στοιχεία, κυρίως σε συγκινησιακό επίπεδο, που μπορούν με μεγάλη ευκολία να αγαπηθούν από ένα ευρύτερο κοινό.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *