Η παιδική ηλικία του Λόρενς Τάλμποτ έλαβε τέλος με τον θάνατο της μητέρας του. Προσπαθώντας να ξεπεράσει τον χαμό της και να ξεχάσει όλα όσα ακολούθησαν, απομακρύνεται από την οικογένειά του, και για δεκαετίες κόβει κάθε σχέση με το παρελθόν. Όταν η αρραβωνιαστικιά του αδερφού του ζητά τη βοήθειά του προκειμένου να βρεθεί ο καλός της που εξαφανίστηκε, ο Λόρενς αναγκάζεται να επιστρέψει στο πατρικό του και να συνυπάρξει με τον πατέρα του. Αλλά η γενέτειρά του δεν είναι πια η ίδια, καθώς αποτρόπαια εγκλήματα λαμβάνουν χώρα και παντού βασιλεύει ο τρόμος. Στην προσπάθειά του να βρει τον δολοφόνο του αδερφού του, αλλά και να προστατέψει τη γυναίκα που αγαπά, ο Λόρενς πρέπει να σταματήσει το μακελειό για να κλείσει ο κύκλος του αίματος, και σε αυτή τη μάχη δεν βγαίνει αλώβητος. Ενώ, λοιπόν, βρίσκεται στα ίχνη του τέρατος που σκορπίζει τον θάνατο, ανακαλύπτει μια πανάρχαια κατάρα που μεταμορφώνει όσους μιαίνονται από αυτή σε λυκάνθρωπους, όποτε έχει πανσέληνο. Πλησιάζοντας στην αλήθεια, αποκαλύπτεται μια σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και του παρελθόντος του, την οποία σφραγίζει ένα τρομακτικό πεπρωμένο που δεν μπορούσε ποτέ του να φανταστεί.
Σκηνοθεσία:
Joe Johnston
Κύριοι Ρόλοι:
Benicio Del Toro … Lawrence Talbot
Anthony Hopkins … Σερ John Talbot
Emily Blunt … Gwen Conliffe
Hugo Weaving … επιθεωρητής Francis Abberline
Geraldine Chaplin … Maleva
Art Malik … Singh
Antony Sher … Δρ Hoenneger
David Schofield … χωροφύλακας Nye
Simon Merrells … Ben Talbot
Asa Butterfield … Ben Talbot (νεαρός)
Clive Russell … MacQueen
Sam Hazeldine … Horatio
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Andrew Kevin Walker, David Self
Παραγωγή: Sean Daniel, Benicio Del Toro, Scott Stuber, Rick Yorn
Μουσική: Danny Elfman
Φωτογραφία: Shelly Johnson
Μοντάζ: Mark Goldblatt, Walter Murch, Dennis Virkler
Σκηνικά: Rick Heinrichs
Κοστούμια: Milena Canonero
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Wolfman
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Λυκάνθρωπος
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Λυκάνθρωπος (1941)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Ο Λυκάνθρωπος (1941) του Curt Siodmak.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ μακιγιάζ.
Παραλειπόμενα
- Αρχικός σκηνοθέτης ήταν ο Mark Romanek, αλλά αποχώρησε λόγω δημιουργικών διαφορών με τη Universal Pictures. Ο Brett Ratner εμφανίστηκε τότε ως πιθανότερος διάδοχος του, αλλά το στούντιο είχε συνομιλίες και με τους Frank Darabont, James Mangold και Joe Johnston, ενώ στα υπόψιν ήταν και οι Bill Condon και Martin Campbell.
- Ο διασημότερος σύγχρονος καλλιτέχνης του κινηματογραφικού μακιγιάζ, ο Rick Baker, άκουσε για την ταινία κι αμέσως επικοινώνησε με τη Universal για να αναλάβει καθήκοντα. Η εταιρία τού είπε ότι αυτός ήταν η πρώτη επιλογή, αλλά δεν είχε κάποιον αριθμό για να τον βρει. Ο Baker κάποτε είχε δηλώσει ότι ο λόγος που ασχολήθηκε με το μακιγιάζ ταινιών ήταν το αυθεντικό Ο Λυκάνθρωπος της Universal του 1941.
- Το μακιγιάζ του Benicio Del Toro έπαιρνε τρεις ώρες για να ολοκληρωθεί και μία ώρα για να απομακρυνθεί έπειτα από πάνω του.
- Το ουρλιαχτό του λυκάνθρωπου είχε ως επιρροές του ροκ τραγουδιστές Gene Simmons και David Lee Roth, όπως και αντίστοιχους της όπερας.
- Η καμπάνια της ταινίας ακολουθήθηκε από αυτό το παλιό τσιγγάνικο ποίημα: “Ακόμα κι ένας άνθρωπος αγνός στην καρδιά, που προσεύχεται κάθε βράδυ, μπορεί να γίνει λυκάνθρωπος. Όταν η κατάρα του λύκου ανθίζει και το φθινοπωρινό φεγγάρι λάμπει”.
- Η Mezco Toyz κυκλοφόρησε action-figure με τον λυκάνθρωπο, αλλά και αντίγραφο του μεταλλίου της πλοκής, δωρίζοντας τα πρωτότυπα τους στο μουσείο κινούμενων εικόνων της Νέας Υόρκης.
- Ο Rick Baker, κερδίζοντας το Όσκαρ μακιγιάζ, έτυχε τόσο στο πρώτο Όσκαρ του (Ένας Λυκάνθρωπος στο Λονδίνο), όσο εδώ στο τελευταία του (το 2018 αποσύρθηκε οριστικά) να εργάζεται πάνω σε λυκάνθρωπο.
- Μεγάλη αποτυχία στα ταμεία, με εισπράξεις 142,6 εκατομμύρια δολάρια, έναντι ενός μπάτζετ των 150.
- Στο Home Cinema είχαμε μια extended director’s cut εκδοχή, με 17 παραπάνω λεπτά υλικού. Κυριότερο σημείο σε αυτήν είναι η κάμεο παρουσία του Max von Sydow, που είχε κοπεί στο αυθεντικό μοντάζ.
- Ήταν εξαρχής στα πλάνα ένα spin-off για το 2012 με τίτλο Werewolf: The Beast Among Us, που όμως κατέληξε να μη συνδέεται καθόλου. Αναμένεται όμως πάντα ένα reboot εντός των Universal Monsters.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Danny Elfman έγραψε αρχικά μια καταθλιπτική και σκοτεινή μουσική, αλλά οι παραγωγοί την απέρριψαν όταν μείωσαν στο μοντάζ την ταινία κατά μισή ώρα. Επειδή όμως δεν ήταν σε θέση να γράψει μια νέα, οι παραγωγοί, θέλοντας κάτι και πιο κοντά στη μουσική της σειράς Underworld, προσέλαβαν τον Paul Haslinger για να γράψει μια ηλεκτρονική αναπροσαρμογή του θέματος της κλασικής ταινίας του 1941. Όταν κατάλαβαν ότι αυτό δεν ταίριαζε με το σκηνικό του 19ου αιώνα, αναγκάστηκαν να δεχτούν το θέμα του Elfman. Για να προσαρμοστεί στα νέα τους όρια, δέχτηκαν τη βοήθεια διάφορων συνθετών (Conrad Pope, Edward Shearmur και Thomas Lindgren), ενώ στην director’s cut εκδοχή υπάρχουν σημεία από τα κομμένα.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 11/2/2010
Ο filmmaker Johnston (Hidalgo, Jurassic Park III, The Adventures of Young Indiana Jones: Spring Break Adventure, Jumanji) έβαλε όλη του την μαεστρία να μας δώσει μια μπαλετική απόδοση του μύθου, με άριστη θεατρικότητα, εικαστικές επιδόσεις και προ πάντων διαμορφώνοντας το φιλμ πάνω στην σκηνοθετική χορογραφία του Δράκουλα του Coppola. Τα ρακόρ και η σχέση εικόνας και μουσικής (που, η τελευταία, μοιάζει με παραλλαγές πάνω στα μελωδικά και ενορχηστρωτικά μοτίβα και πάλι του Δράκουλα) είναι πραγματικά μια σπουδή πάνω στην διάσημη ταινία του 1992. Δραματικά στοιχεία και άξονες οργανώνονται και αποτυπώνονται με γερές πινελιές: η Ινδία ως κοινωνιολογικό αρχέτυπο, ο τσιγγάνικος παγανισμός, πάλι προερχόμενος από το Ρατζαστάν της Ινδίας, η κοινωνική λυκανθρωπία της αριστοκρατίας (βαθύτερη από την βιολογική) όπως και οι αποικιοκρατικοί απόηχοι (η έγχρωμη γυναίκα του σερ Τζον, η αφοσίωση του Σιχ στο σκοπό), η πατριαρχική κόντρα πατέρα γιού, και τέλος ο γοτθικός ρομαντισμός (η Γκουέν, όπως η Μίνα).
Παρ`όλα αυτά, είναι αυτό το μπαλέτο εικόνας και ήχου που ξεδιπλώνεται με την βιασύνη ενός εξαιρετικού video clip και που κυριαρχεί, ανάγοντας το φιλμ σε κρυφο-όπερα και όχι σε δραματικό θρίλερ. Και στον Coppola υπήρχε αυτό το στοιχείο αλλά με μέτρο, χωρίς να παραλείπεται το απαραίτητο δέσιμο διαλογικών αναπνοών που ολοκλήρωναν χαρακτήρες, συναισθήματα και ιδέες. Ο Anthony Hopkins όπως πάντα εξαιρετικός αν και μέσα στη γνωστή του μανιέρα, ο Benicio Del Toro λόγω φιζίκ κατάλληλος ως σπόρος αγγλικού και ανατολικού αίματος, (χθόνιος όσο και λογικός) και η Emily Blunt αναλόγως σωστή, σε ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της, συνδυάζοντας ευαισθησία με εσωτερική δύναμη.
Βαθμολογία: