
The Happytime Murders
- The Happytime Murders
- 2018
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Θρίλερ, Κωμωδία, Μαύρη Κωμωδία, Μυστηρίου, Νουάρ, Παρωδία
- 27 Δεκεμβρίου 2018
Σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι συνυπάρχουν με τα μάπετς, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Φιλ ψάχνει να βρει τον κατά συρροή δολοφόνο που σκότωσε τον αδερφό του και τώρα έχει βάλει στο μάτι τους πρωταγωνιστές μιας διάσημης τηλεοπτικής σειράς για παιδιά.
Σκηνοθεσία:
Brian Henson
Κύριοι Ρόλοι:
Melissa McCarthy … ντετέκτιβ Connie Edwards
Bill Barretta … Phil Philips/Junkyard/Boar (φωνή)
Maya Rudolph … Bubbles
Joel McHale … πράκτορας Campbell
Elizabeth Banks … Jenny Peterson
Dorien Davies … Sandra White (φωνή)
Kevin Clash … Bumblypants/Lyle (φωνή)
Drew Massey … Goofer/Vinny (φωνή)
Leslie David Baker … υπαστυνόμος Banning
Michael McDonald … Ronovan Scargle
Jimmy O. Yang … αστυνομικός Delancey
Ben Falcone … Donny
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Todd Berger
Στόρι: Todd Berger, Dee Austin Robertson
Παραγωγή: Ben Falcone, Jeffrey M. Hayes, Brian Henson, Melissa McCarthy
Μουσική: Christopher Lennertz
Φωτογραφία: Mitchell Amundsen
Μοντάζ: Brian Scott Olds
Σκηνικά: Chris L. Spellman
Κοστούμια: Arjun Bhasin
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Happytime Murders
- Ελληνικός Τίτλος: The Happytime Murders
Παραλειπόμενα
- Η ακατάλληλη για ανηλίκους εκδοχή των μάπετ ανακοινώθηκε το 2008 από τη The Jim Henson Company, για την ακρίβεια από τον ίδιο τον δημιουργό των μάπετ, Jim Henson. Η Lionsgate αποφάσισε να το προωθήσει δύο χρόνια μετά, με ημερομηνία πρεμιέρας μέσα στο 2011. Το σχέδιο δεν προχώρησε και τα δικαιώματα αγοράστηκαν το 2015 από την STX Entertainment.
- Στην ταινία εμφανίζονται 125 μάπετ, από τα οποία τα 40 δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για αυτήν.
- Αρχικά ήταν η Cameron Diaz να πάρει τον πρώτο ρόλο, κι όταν αποχώρησε την είχε αντικαταστήσει η Katherine Heigl. Και ο Jamie Foxx συνομίλησε με την παραγωγή σε κάποιο σημείο.
- Τον Μάιο του 2018, η εταιρία Sesame Workshop, γνωστή για τη διάσημη παιδική παραγωγή με μάπετ Sesame Street, μήνυσε την STX Productions για τη χρήση της φίρμα τους σε μια ταινία που οι ίδιοι δεν έχουν καμία σχέση. Αυτό αφορούσε το tagline “No Sesame, all Street”, ενώ επιπλέον επισήμαιναν ότι ο συσχετισμός της δικής τους σειράς με μια ακατάλληλη ταινία τούς σπιλώνει την υπόληψη. Η STX όμως απάντησε ότι δεν θα αλλαχτεί τίποτα από την προώθηση της. Εντέλει, όχι μονάχα κέρδισε τη δίκη η STX, αλλά χρησιμοποίησε πονηρά το γεγονός στην υπόλοιπη καμπάνια της (“From the studio that was sued by Sesame Street…”).
- Υποψήφιο για 7 Χρυσά Βατόμουρα, αλλά μόνο η Melissa McCarthy βγήκε “κερδισμένη”.
- Με τις κριτικές στο ναδίρ, τα ταμεία ακολούθησαν. Με κόστος 47 εκατομμύρια δολάρια, οι εισπράξεις δεν ξεπέρασαν τα 27,5.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 29/12/2018
Πόσο γέλιο μπορεί να βγάλει ακόμη μια παραλλαγή του «συνδυάζω κάτι αθώο και σχετιζόμενο με μια παιδικότητα με κάτι πονηρό κι ενήλικο»; Το πρόσφατο παράδειγμα του «Ted» λειτούργησε την πρώτη φορά γιατί δεν εξάντλησε τα αστεία του επάνω σε αυτήν την αντίθεση αλλά επειδή ενσωμάτωσε επιτυχημένα σε μια κινηματογραφική γλώσσα ολόκληρη τη «μάρκα» χιούμορ του Seth MacFarlane, έστω και με μια προσχηματική δραματουργία. Εδώ δεν υπάρχει κάτι ανάλογα ιδιοσυγκρασιακό: το κεντρικό εύρημα λαμβάνει την αναμενόμενη μεταχείριση μιας τυπικής αμερικάνικης «ακατάλληλης» κωμωδίας. Κι αν η Melissa McCarthy δείχνει κι εδώ την εξέλιξή της ως κωμική ηθοποιός έχοντας αποκτήσει αισθητά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και στιβαρότητα από την εποχή των «Φιλενάδων» αυτό δεν αρκεί για να σώσει ένα σενάριο που κουράζει τόσο με το επαναλαμβανόμενο χιούμορ όσο και με την προχειρότητά του. Ακόμη και οι διαφαινόμενες προθέσεις που μοιάζουν να υπάρχουν στο ξεκίνημα για μια αποδόμηση του νουάρ και του αστυνομικού θρίλερ σταδιακά εξαφανίζονται για τη χάρη σεξουαλικών καλαμπουριών, τα περισσότερα από τα οποία είναι αδύνατο να συγκινήσουν ηλικίες που έχουν προσπεράσει την εφηβεία, αλλά και για μια κατά γράμμα τήρηση των κλισέ των συγκεκριμένων ειδών εκεί που προηγουμένως διακωμωδούνταν. Μεγάλο πρόβλημα αποτελεί και το ότι η κατεύθυνση της καθαρόαιμης κωμωδίας που επιλέγεται «σκοτώνει» τον όποιο αντίκτυπο θα μπορούσαν να έχουν κάποιες σοβαρότερες πτυχές του συνόλου, κάτι που ο Brian Henson είχε καταφέρει θαυμάσια να αποφύγει στην οικογενειακής στόχευσης «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία».
Ακόμη και ο στόχος για μιάμιση ώρα χαλαρής διασκέδασης χωρίς πολλές απαιτήσεις είναι δύσκολο να επιτευχθεί έστω και με μια εσκεμμένη μερική απενεργοποίηση εγκεφαλικών κυττάρων, μιας και ο μύθος που αναπτύσσεται, ειδικά ως προς το κομμάτι της ανάπτυξης της προσωπικής ιστορίας του λούτρινου πρωταγωνιστή, έχει κάποιες πολύ περίεργες προεκτάσεις που αν τις πάρει κανείς στα σοβαρά μπορεί να παρεξηγηθούν πολύ εύκολα σε επίπεδο ηθικής. Λόγω της ελαφρότητας του όλου εγχειρήματος μια ύπουλη πρόθεση δεν μοιάζει να είναι το πιο πιθανό σενάριο εδώ, και πάλι όμως η επιπολαιότητα και η ανευθυνότητα με την οποία αντιμετωπίζεται ένα πολύ συγκεκριμένο κομμάτι της ιστορίας από τον Todd Berger υπάρχει και δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο μιας κωμωδίας. Και να έλεγε κανείς ότι τα αστεία βρίσκουν τόσο συχνά τον στόχο τους ή είναι τόσο πρωτότυπα κι ευρηματικά (πόσες φορές να γίνει παρωδία η επίμαχη σκηνή από το «Βασικό Ένστικτο» ώστε επιτέλους να διαγνωστεί ότι είναι πλέον καμένο χαρτί;) ώστε να καταφέρνουν να αποπροσανατολίζουν τον θεατή από το να προσέξει πόσα άλλα πάνε στραβά εντός του συνόλου ή ότι υπάρχει έστω ένα σχετικά καλοδουλεμένο μυστήριο…
Δυνητικά υπάρχει υλικό που αν αξιοποιούταν κατάλληλα και συνδυαζόταν με επιτυχημένο χιούμορ μπορεί να κατέληγε σε ένα πραγματικά καλό αποτέλεσμα: η προβληματική επεκτείνεται σε θέματα όπως ο κοινωνικός διαχωρισμός και η αστυνομική βία. Ωστόσο το «The Happytime Murders» δεν φαίνεται να προσπαθεί έστω σε υποτυπώδες επίπεδο να «βγάλει» κάτι μέσα από τις δυνατότητες που του παρέχονται μέσω των πεδίων που αγγίζει πέραν της χοντροκομμένης πλάκας. Πέραν από μια McCarthy που ακόμη και με αυτό που της δίνεται εμφανώς δίνει έναν καλό εαυτό κατορθώνοντας να σώσει ουκ ολίγες φορές τα προσχήματα και κάποιες όντως έξυπνες ατάκες που μένουν στη μνήμη δεν βρίσκονται άλλες αξιοπρόσεκτες αρετές. Κάποιο από τα πιο ενεργά κωμικά μυαλά του Χόλιγουντ, ίσως ένας Todd Phillips ή ένας Paul Feig, ακόμη και η υπερεκτιμημένη σχολή Apatow η οποία έχει και αυτή στιγμές έμπνευσης, σίγουρα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί με καλύτερο τρόπο την κεντρική ιδέα και να παράγει κάτι που θα ήταν αξιομνημόνευτο όχι μονάχα γιατί μπόρεσε να υλοποιήσει σε ταινία μεγάλου μήκους τη συγκεκριμένη σύλληψη. Γεγονός πάντως είναι πως πρόκειται για φιάσκο και από ό,τι δείχνουν τα πράγματα, προς απογοήτευση των φαν αυτού του μέσου καλλιτεχνικής έκφρασης, θα αποτελέσει εμπορικό φόβητρο τουλάχιστον στο βραχυπρόθεσμο μέλλον για ενδεχόμενη επαναφορά της μαριονέτας σε ταινία μεγάλου στούντιο.
Βαθμολογία: