Οι Νεκροί Δεν Πεθαίνουν
- The Dead Don't Die
- 2019
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Κωμωδία, Μαύρη Κωμωδία, Παρωδία, Τέρατα, Τρόμου, Φαντασίας
- 18 Ιουλίου 2019
Βρισκόμαστε στην ήσυχη, σχεδόν βουβή πόλη του Σέντερβιλ, όμως κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Το φεγγάρι τις τελευταίες μέρες φέγγει πολύ έντονα και έχει κατέβει ανεξήγητα χαμηλά. Οι ώρες της ημέρας μπερδεύονται, το φως του ήλιου χάνεται, ενώ τα ζώα συμπεριφέρονται παράξενα. Οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις είναι ανησυχητικές και οι επιστήμονες απορούν. Κανείς όμως δεν μπορεί να προβλέψει την κατάρα που θα έρθει να σκεπάσει σύντομα αυτή τη μικρή πόλη. Οι νεκροί δεν πεθαίνουν. Γίνονται αιμοδιψή ζόμπι και σηκώνονται απ’ τους τάφους τους για να κάνουν άγριες επιθέσεις στους ζωντανούς και να τους φάνε. Οι κάτοικοι της επαρχιακής πόλης πρέπει να παλέψουν για την επιβίωσή τους.
Σκηνοθεσία:
Jim Jarmusch
Κύριοι Ρόλοι:
Adam Driver … αστυνόμος Ronald ‘Ronnie’ Peterson
Bill Murray … αστυνόμος Cliff Robertson
Chloe Sevigny … αστυνόμος Minerva ‘Mindy’ Morrison
Tilda Swinton … Zelda Winston
Steve Buscemi … Miller
Danny Glover … Hank Thompson
Caleb Landry Jones … Bobby Wiggins
Rosie Perez … Posie Juarez
RZA … Dean
Carol Kane … Mallory O’Brien
Selena Gomez … Zoe
Tom Waits … Bob
Austin Butler … Jack
Iggy Pop … ζόμπι
Sara Driver … ζόμπι
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jim Jarmusch
Παραγωγή: Joshua Astrachan, Carter Logan
Μουσική: Carter Logan, Squrl
Φωτογραφία: Frederick Elmes
Μοντάζ: Affonso Goncalves
Σκηνικά: Alex DiGerlando
Κοστούμια: Catherine George
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Dead Don’t Die
- Ελληνικός Τίτλος: Οι Νεκροί Δεν Πεθαίνουν
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Η Tilda Swinton ήταν που έριξε την ιδέα στον Jim Jarmusch για μια ταινία με ζόμπι.
- Τον Μάρτη του 2018, που ανακοινώθηκε η ταινία, είχε ειπωθεί και το όνομα του Daniel Craig για το καστ. Επειδή όμως δεν του έβγαινε ο προγραμματισμός, ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να κόψει τον ρόλο του από το σενάριο.
- Ο ρόλος της Μάλορι ήταν αρχικά αντρικός, και προορίζονταν για τον Bruce Campbell. Ο ηθοποιός όμως αρνήθηκε να εμφανιστεί σε ακόμα μία ταινία τρόμου με βαρύ μακιγιάζ.
- Η ταινία είναι γεμάτη αναφορές στο κλασικό Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών (1968). Ο George Romero ήταν και η βασική επιρροή για τον Jarmusch στο να δημιουργήσει το φιλμ.
- Μετά από 35 χρόνια καριέρας, αυτή ήταν η πρώτη ταινία του Jim Jarmusch που πήρε ευρεία διανομή στις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά, δεν πέτυχε πολλά στα ταμεία.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 13/7/2019
Όχι, δεν εγκαταλείπει εδώ ο Jarmusch το ψύχραιμο, εσκεμμένα βραδυφλεγές και υποδόρια ειρωνικό ύφος του, αλλά θα ήταν ψέμα αν μιλούσε κανείς για στιγμή ιδιαίτερης έμπνευσης για τον ίδιο. Παράδοξο δε που ένα τέτοιο στραβοπάτημα έρχεται ύστερα από το «Paterson», ομολογουμένως μία από τις σημαντικότερες προσθήκες στη φιλμογραφία του ιδιοσυγκρασιακού σκηνοθέτη από το Οχάιο.
Από την αρχή μέχρι το τέλος, η αίσθηση που δίνεται είναι αυτή ενός εσωτερικού ανεκδότου μεταξύ του Jarmusch και των συντελεστών του και ειδικά των ηθοποιών του, το οποίο στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να συγκινήσει τους φανατικούς του έργου του που θα έβρισκαν μια κάποια αξία ακόμη και σε μια εμφανώς ελάσσονα δουλειά όπως αυτή εδώ. Διότι πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς τα πολλά παιχνιδίσματα με τα κλισέ των ταινιών με ζόμπι, τα από το πουθενά σπασίματα του τέταρτου τοίχου που επιχειρούν οι χαρακτήρες των Bill Murray και Adam Driver, τις επιτηδευμένες τσιρίδες της Chloe Sevigny, τις γκεστ εμφάνισεις των Iggy Pop και Selena Gomez στα όρια της παρωδίας, και την ηρωίδα που ερμηνεύει η Tilda Swinton (εδώ με απολαυστική σκωτσέζικη προφορά) που μοιάζει να υπάρχει μονάχα για να προωθήσει κι άλλο το πόσο κουλ είναι το προφίλ που έχει χτίσει διαχρονικά η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός. Ενίοτε ακόμη και τα καλαμπούρια έχουν την αξία τους (πόσες ταινίες του Bunuel θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν ως τέτοια, όντας ακόμη συχνά και αριστουργηματικές;), το συγκεκριμένο όμως είναι άνοστο, και παρότι “τζαρμουσικό” σαν στιλ, δεν έχει την ίδια γοητεία του ανεξάρτητου που διαπερνά τα περισσότερα πονήματά του.
Λόγω του μικρού βεληνεκούς του φιλμ συρρικνώνεται και η σημασία κάποιων άλλων στόχων που προσπαθεί να επιτύχει, με προεξέχοντα την απόπειρα για πολιτικό σχολιασμό. Εν ολίγοις, καλοδεχούμενα τα οικολογικά μηνύματα, όπως και η κριτική στην Αμερική της εποχής του Donald Trump μέσω του χαρακτήρα του Steve Buscemi, θα ευδοκιμούσαν όμως περισσότερο σε ένα πιο στιβαρό σύνολο που θα μπορούσε να στηρίξει τέτοιου τύπου αρετές και να τις εντάξει αρμονικά στο σύνολο. Κρίμα, γιατί στο πώς έχει συλληφθεί ο δραματουργικός σκελετός κρύβεται μια ενδιαφέρουσα αλληγορία για μια χώρα που τρώει τις σάρκες της. Αλλά ακόμη και για τον ρόλο που έχει τελικά επιλέξει να έχει, το «Οι Νεκροί Δεν Πεθαίνουν» δεν είναι ένα αρκετά ισχυρό «κωλοδάχτυλο» στις προσδοκίες κριτικών και κοινού, μοιάζει αντιθέτως σχετικά συγκρατημένο, σαν να φοβάται να εξαπολύσει όλη την τρέλα που κρύβει ο δημιουργός του. Έχει ενδιαφέρον η σύγκριση με το «Οι Αρειανοί Επιτίθενται!» του Tim Burton: επίσης ένα πολυπληθές και λαμπρό καστ, επίσης τσαχπινιές με τις συμβάσεις ενός συγκεκριμένου είδους, εξίσου αναρχική διάθεση, μόνο που το φιλμ του 1996 παραδόξως, παρά τη χολιγουντιανή του ταυτότητα, μοιάζει να παίρνει περισσότερα ρίσκα, για αυτό και βγαίνει κερδισμένο από αυτή τη νοητή κόντρα.
Κάτι που επιτυγχάνει για μία ακόμη φορά στην καριέρα του ο βετεράνος κινηματογραφιστής, που είναι αδιαμφισβήτητο πως το «κατέχει» σαν στοιχείο, είναι η απεικόνιση των ρυθμών και των τρόπων της αμερικάνικης επαρχίας, σπάζοντας πλάκα μαζί της και συνάμα θαυμάζοντάς τη για την ιδιαιτερότητά της. Εντελώς απούσα πάντως είναι η υπόγεια μελαγχολία που συνήθως διέπει το έργο του, ακόμη και στη σχεδόν ισοπεδωτικά πεσιμιστική κατακλείδα, γεγονός που εξηγεί και την έλλειψη «μαγείας» μέσα στο όλο μείγμα που θα το καθιστούσε έναν τίτλο αντάξιο του ονόματος που κουβαλάει ο δημιουργός του. Πάντως, κι αυτό το σαρκαστικό ύφος που επιλέγεται δεν έχει τη ζεστασιά που συνήθως διαπερνά το σινεμά του σκηνοθέτη του, πολλάκις μοιάζει να βγάζει εδώ κάτι το ελιτίστικο και αποστασιοποιημένο, γνωρίσματα που βρίσκονται στην αντίπερα όχθη από ό,τι αντιπροσωπεύει η πλειοψηφία του όγκου της δουλειάς του.
Γενικά, είναι ολοφάνερο ότι δεν αφιερώθηκε πολλή προσπάθεια εκ μέρους του «καπετάνιου» του όλου εγχειρήματος για την αποπεράτωσή του, αλλά με μια τόσο συνεπή φιλμογραφία κατά τα άλλα, ένα παραστράτημα συγχωρείται σχετικά εύκολα.
Βαθμολογία: