
Snowpiercer
- Snowpiercer
- 2013
- Νότια Κορέα
- Αγγλικά, Κορεατικά, Γαλλικά, Ιαπωνικά, Τσεχικά
- Δράσης, Επιστημονικής Φαντασίας, Θρίλερ
- 24 Απριλίου 2014
Σωτήριον έτος 2031 μ.Χ. Μετά από ένα αποτυχημένο πείραμα για να ανακοπεί το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη, μια νέα εποχή παγετώνων έχει εξοντώσει σχεδόν κάθε ζωντανό οργανισμό πάνω στη Γη. Οι μόνοι επιζήσαντες είναι οι ταξιδιώτες του Snowpiercer, ενός τρένου με κινητήρα αέναης κίνησης. Οι επιβαίνοντες της «οικονομικής θέσης», μη μπορώντας να ανεχθούν πλέον τις κακές συνθήκες διαβίωσης, επαναστατούν κι επιχειρούν να πάρουν τον έλεγχο του κινητήρα που η ελίτ της πρώτης θέσης θεωρεί ιερό.
Σκηνοθεσία:
Joon Ho Bong
Κύριοι Ρόλοι:
Chris Evans … Curtis Everett
Kang-ho Song … Namgoong Minsoo
Ed Harris … Wilford
John Hurt … Gilliam
Tilda Swinton … υπουργός Mason
Jamie Bell … Edgar
Octavia Spencer … Tanya
Ewen Bremner … Andrew
Ko Asung … Yona
Vlad Ivanov … Franco
Steve Park … Fuyu
Alison Pill … δασκάλα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Joon Ho Bong, Kelly Masterson
Στόρι: Joon Ho Bong
Παραγωγή: Tae-sung Jeong, Tae-hun Lee, Steven Nam, Chan-wook Park
Μουσική: Marco Beltrami
Φωτογραφία: Kyung-pyo Hong
Μοντάζ: Steve M. Choe, Changju Kim
Σκηνικά: Ondrej Nekvasil
Κοστούμια: Catherine George
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Snowpiercer
- Ελληνικός Τίτλος: Snowpiercer
- Εναλλακτικός Τίτλος: Seolgungnyeolcha [κορεατικά]
Σεναριακή Πηγή
- Κόμικ: Le Transperceneige των Benjamin Legrand, Jean-Marc Rochette.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφια για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, σκηνικά και κοστούμια στα Ασιατικά Βραβεία.
Παραλειπόμενα
- Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του κορεάτη Joon-ho Bong, αν και η παραγωγή είναι πάλι της χώρας του. Για την ακρίβεια, το 85% των διαλόγων είναι στα αγγλικά.
- Στο αρχικό στόρι υπήρχε και μια ρομαντική υποπλοκή, που όμως εγκαταλείφθηκε.
- Ο Bong δήλωσε πως του πήρε 4 χρόνια για να ολοκληρώσει τον σχεδιασμό, ενώ επιπλέον 3 χρειάστηκαν για την παραγωγή με τον Park.
- 70 τεχνικοί συνεργάστηκαν για να γίνουν τα 186 πλάνα ειδικών εφέ, με τα 50 περίπου να είναι εξολοκλήρου ψηφιακά.
- Η Weinstein Company αγόρασε άμεσα τα δικαιώματα του φιλμ, πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα, σκοπεύοντας σε ευρεία διανομή στη Βόρεια Αμερική. Παρόλα αυτά, ο Harvey Weinstein ζήτησε από τον δημιουργό να προσθέσει 20 λεπτά στο φιλμ, μαζί και μονολόγους σε αρχή και φινάλε. Ο Bong αρνήθηκε, με συνέπεια αυτού η διανομή να καθυστερήσει στις ΗΠΑ περίπου έναν χρόνο, και να αφορά λίγες αίθουσες. Η δυναμική όμως που απέκτησε μέσω της κριτικής, ανάγκασε τη Weinstein να επεκτείνει τη διανομή.
- Τα γυρίσματα έγιναν στα περίφημα Barrandov Studios στην Πράγα.
- Με 40 εκατομμύρια δολάρια κόστος, έγινε η πλέον ακριβή κορεατική παραγωγή. Τα κέρδη της όμως υπερκάλυψαν το κόστος, μια και έφτασαν στα 86,8.
- Το κανάλι TNT παρουσίασε το 2020 τη reboot τηλεοπτική εκδοχή ταινίας και κόμικ, που γρήγορα ενσωματώθηκε στην πλατφόρμα του Netflix. Σε αυτήν πρωταγωνιστούν οι Jennifer Connelly και Daveed Diggs.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 14/4/2014
Μετά το εξαίσιο και βαθύτατο «Madeo», ο οραματιστής νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Joon-ho Bong έρχεται να παραδώσει στο κοινό το τελευταίο του πόνημα και ταυτόχρονα την πρώτη του αγγλόφωνη κινηματογραφική δουλειά. Μια ταινία που δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία, με στοιχεία από αρκετά είδη, όπως το post-apoclyptic sci-fi, το υπαρξιακό δράμα, ακόμη ίσως και το πολιτικό θρίλερ. Το σενάριό της, το οποίο έχει την υπογραφή του ίδιου του Bong αλλά και του ιδιαίτερου Kelly Masterson («Πριν ο Διάβολος Καταλάβει ότι Πέθανες»), βασισμένο στο γνωστό μόνο στους φανατικούς του είδους γαλλικό graphic-novel «Le Transperceneige», δεν σφύζει από πρωτοτυπία, όμως είναι κινηματογραφικά άρτιο, παρόλες τις ίσως εσκεμμένες τεχνικές απορίες.
Ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια μείωσης της θερμοκρασίας της Γης και ανακοπής του φαινόμενου του θερμοκηπίου με τη βοήθεια ενός χημικού προϊόντος που ψεκάζεται στην ατμόσφαιρα (sic!), τα πράγματα παίρνουν μια ανεξέλεγκτη τροπή και ο πλανήτης βυθίζεται σε μια νέα εποχή των παγετώνων. Η ανθρωπότητα έχει σχεδόν εκλείψει και οι λίγοι που έχουν απομείνει ζουν μέσα σε ένα τρένο, μια υπερσύγχρονη κιβωτό, που αυτοτροφοδοτούμενη ταξιδεύει χωρίς σταματημό, σε μία και μοναδική γραμμή που διασχίζει όλον τον κόσμο. Μέσα στον μικρόκοσμο του τρένου, η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε ευδιάκριτα στρώματα, χωρισμένη κι από τα ίδια τα βαγόνια. Στην κεφαλή του συρμού, εκτός από τη ζωοφόρο μηχανή και τον οδηγό της, τον σχεδόν θεοποιημένο Wilford, ζει η ελίτ σε απόλυτη ευημερία, μέσα στη χλιδή και την υπερβολή. Στην ουρά επιβιώνει το «δωρεάν φορτίο», πολίτες τελευταίας διαλογής, σε συνθήκες ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης. Μέσα σ` αυτή την αθλιότητα ζει και ο Curtis που μαζί με τον μέντορά του, και από τους γηραιότερους του τρένου, Gilliam, προσπαθούν να οργανώσουν μια εξέγερση, χωρίς τα λάθη και την αποτυχία των προηγούμενων, για να δώσουν ένα τέλος στην τυραννία της πρώτης θέσης και του αρχηγού της. Τα πράγματα όμως δεν αργούν να ξεφύγουν από τον έλεγχο, να εκτροχιαστούν.
Ο Bong, σκηνοθέτης εκτός άλλων και των «Ο Επισκέπτης» και «Μνήμες Εγκλήματος», δημιουργεί μια ταινία αλληγορική, με έντονο ιδεολογικό ενδιαφέρον, για την κοινωνική ανισότητα και την πάλη των τάξεων. Μέσα σε ένα περιβάλλον που σκηνογραφικά θυμίζει ένα μίγμα «Mad Max» και «Hunger Games», εχθρικό τόσο από την ίδια τη φύση όσο κι από τους ανθρώπους, η μάχη για την επιβίωση αναμειγνύεται με την αξία της αντίστασης απέναντι στην αυθαιρεσία και τη διάκριση. Οι φιλοσοφικές προεκτάσεις περί θέσης των ανθρώπων στην κοινωνία δεν λείπουν, πολλές φορές όμως διακρίνεται ένας διδακτισμός με ισχυρά ηθικοπλαστικά μηνύματα για μια ιδανική κοινωνία, απόρροια της φυσικής συνοχής, στην οποία εξουσία κι επανάσταση συνεισφέρουν ισάξια στη διατήρησή της. Ο δυναμικός τρόπος με τον οποίο εισάγει τον θεατή στα γεγονότα σιγά σιγά χάνεται και η βαθμιαία επιβράδυνσή της, ιδιαίτερα πριν το μακρόσυρτο, επεξηγηματικό φινάλε, την καθιστούν αρκετά προβλέψιμη. Παρόλα αυτά, η ταινία έχει γοητεία, με ένα ιδιόμορφο χιούμορ και μια παράξενη, σχεδόν σουρεαλιστική δομή. Οι ειρωνικές σκηνές (πέρασμα της δάδας από τον ένα επαναστάτη στον άλλο) εναλλάσσονται με σπλάτερ στιγμές, εξάλλου η βία, ακόμη κι ως τελετουργία, είναι κάτι που δε λείπει από τον ασιατικό κινηματογράφο, με αποκορύφωμα τις ιδιόμορφες σπονδές σε έναν θεό του πολέμου, με το αίμα να βάφει τις λάμες των όπλων πριν την βίαιη αναμέτρηση. Ακόμη και εδώ, όμως, αποδίδεται με έναν τρόπο περιπαικτικό, αρκετά αποδραματοποιημένο.
Όσον αφορά τους ηθοποιούς, ο Chris Evans, γνωστός στο ευρύ κοινό από το «Captain America», προσπαθεί φιλότιμα να πείσει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει σε κάτι πιο απαιτητικό, φαίνεται όμως πολλές φορές να πάσχει από υπερβάλλοντα ζήλο, χωρίς αυτό βεβαίως να φαντάζει ως παραφωνία. Η Tilda Swinton είναι αγνώριστη φυσιογνωμικά στον ρόλο της υπουργού Mason και εναρμονίζεται πλήρως με αυτόν. Υπέροχα σατανική, αποδίδει στο μέγιστο την εικόνα της πολιτικής βίας και κακοποίησης, ενώ δεν διστάζει να τσαλακώσει την εμφάνιση της για να πετύχει τον σκοπό της (η σκηνή στην οποία βγάζει τα ψεύτικα δόντια της είναι από τις πιο ανατριχιαστικές της ταινίας). Ο John Hurt υποδύεται τον Gilliam, μια αινιγματική προσωπικότητα που ηγείται της επανάστασης. Πολύπλοκος κι αυθεντικός, ένας ρόλος γειωμένος που σχεδόν αφομοιώνεται με τη σκοτεινιά, τη σκουριά και την απόγνωση των τελευταίων βαγονιών του τρένου. Ίσως θα έπρεπε να ήταν λίγο μεγαλύτερος σε διάρκεια, παρόλο που δεν του λείπει το βάθος. Τέλος, ο Ed Harris στον ρόλο του Wilford (το μονόγραμμά του «W» που εμφανίζεται παντού στο τρένο, ίσως να παραπέμπει αλληγορικά στον κόσμο τον ίδιο) επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά τη μεγάλη του ποιότητα ως ρολίστας και η παρουσία του πλανάται σε ολόκληρη τη διάρκεια του φιλμ, παρόλο που ο ίδιος εμφανίζεται μόνο στο φινάλε.
Τεχνικά, η ταινία στέκεται στο ύψος της χωρίς να εντυπωσιάζει, δεν φαίνεται να είναι αυτός ο σκοπός της άλλωστε. Τα οπτικά εφέ μετριάζονται στα απολύτως απαραίτητα και δεν ξενίζουν. Αυτό που χρήζει προσοχής είναι το ίδιο το τρένο, με τις ολοκληρωτικές αλλαγές των σκηνικών από βαγόνι σε βαγόνι. Στενοί, βιομηχανικοί διάδρομοι με κλειστοφοβικές γωνίες μετατρέπονται σε αρένες μάχης και σύγκρουσης και στη συνέχεια σε δωμάτια με τεράστια παράθυρα, λουσμένα στο φως. Η ελάχιστη κίνηση της κάμερας, εκτός από πολύ συγκεκριμένες σεκάνς, φαντάζει ως μοναδική παραφωνία.
Το «Snowpiercer», που εκτός των άλλων ανοίγει και το φετινό φεστιβάλ κινηματογράφου του Λος Άντζελες, είναι μια φιλόδοξη, ολοκληρωμένη προσπάθεια. Ο ταλαντούχος κινηματογραφιστής Joon-ho Bong παραδίδει μια ταινία για ένα δυστοπικό μέλλον, με μια έντονα φαινομενολογική ανάλυση για την ψευδαίσθηση της ισορροπίας της ιστορικής διαδρομής ανάμεσα στην εξουσία και την επανάσταση, την τάξη και την αναρχία. Μπορεί να γίνονται εμφανείς οι διαφορές ανάμεσα στις κουλτούρες των δύο κόσμων (ασιατική καταγωγή του σκηνοθέτη), ενώ και η αλληγορία και τα νοήματα είναι περισσότερο επεξηγηματικά σε σχέση με τις παλιότερες, μη αμερικάνικες παραγωγές του. Πρόκειται όμως για μια άρτια δημιουργία, με δυνατές σκηνές, διαχρονικά επίκαιρη θεματολογία και έντονη διάθεση φιλοσοφικής προσέγγισης γύρω από τη θέση του ανθρώπου στο κοινωνικό σύνολο και τη συνεχή αναζήτηση των δυνάμεων και των δυναμικών που τον ορίζουν.
Βαθμολογία: