Το καλοκαίρι του 1860, ο κύριος Ντιφούρ, ένας επιτυχημένος παριζιάνος σιδηροπώλης, αποφασίζει να περάσει μια μέρα στη εξοχή, συντροφιά με τη πεθερά του, τη ζωηρή σύζυγό του, Ζιλιέτ, την κόρη του,  Ενριέτ, και τον υπάλληλο του και μέλλοντα γαμπρό του, Ανατόλ. Φτάνουν σε ένα πανδοχείο όπου συναντούν δύο νεαρούς εργένηδες, τον Ανρί και τον Ροντόλφ. Ενώ πατέρας και μέλλοντας γαμπρός ασχολούνται με το ψάρεμα στις όχθες του Σηκουάνα, οι κυρίες διασκεδάζουν φλερτάροντας. 

Σκηνοθεσία:

Jean Renoir

Κύριοι Ρόλοι:

Sylvia Bataille … Henriette Dufour

Georges D’Arnoux … Henri

Jane Marken … Κα Dufour

Andre Gabriello … Κος Dufour

Paul Temps … Anatole

Jacques B. Brunius … Rodolphe

Gabrielle Fontan … η γιαγιά

Jean Renoir … θείος Poulain

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jean Renoir

Παραγωγή: Pierre Braunberger

Μουσική: Joseph Kosma

Φωτογραφία: Claude Renoir

Μοντάζ: Marinette Cadix, Marguerite Renoir

Σκηνικά: Robert Gys

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Partie de Campagne
  • Ελληνικός Τίτλος: Εκδρομή στην Εξοχή
  • Διεθνής Τίτλος: A Day in the Country

Σεναριακή Πηγή

  • Διήγημα: Une Partie de Campagne του Guy de Maupassant.

Παραλειπόμενα

  • Ο Jean Renoir διασκευάζει ένα διήγημα του 1881, γραμμένο από έναν στενό φίλο του πατέρα του, του διάσημου ζωγράφου Auguste Renoir. Παρότι όμως τα γυρίσματα έγιναν το 1936, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ λόγω καιρικών συνθηκών. Το φιλμ θα μονταριστεί 10 χρόνια μετά, με τη λήξη του πολέμου, από τη Marguerite Renoir και την αδελφή της (υπό την απουσία του σκηνοθέτη, που βρίσκονταν στο Χόλιγουντ), και θα προβληθεί το 1946. Η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στο φεστιβάλ των Κανών εκείνης της χρονιάς.
  • Παρότι επίσημα είναι ανολοκλήρωτο, το φιλμ δεν ήταν εξαρχής να γίνει κατά πολύ μεγαλύτερο. Λείπουν μόνο μία σύντομη αρχική σκηνή και μία ενδιάμεση, που θα αφορούσαν τον γείτονα των Ντιφούρ. Σημαντικό σε αυτές ήταν ότι θα τονίζονταν η κοινωνική τάξη της εν λόγω οικογένειας.
  • Στο επιτελείο βρίσκονται και οι Jacques Becker και Luchino Visconti, οι μετέπειτα διάσημοι σκηνοθέτες. Αλλά και ο επιφανής φωτογράφος Henri Cartier-Bresson διατελεί εδώ χρέη δεύτερου βοηθού σκηνοθέτη.
  • Αυτή η μέσου μήκους ταινία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σπουδαιότερες του Jean Renoir, αλλά και συχνότατα ανάμεσα στις σπουδαιότερες της έβδομης τέχνης.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 25/3/2025

Το καλοκαίρι του 1860, ο κύριος Dufour, ένας επιτυχημένος παριζιάνος σιδηροπώλης, αποφασίζει να περάσει μια μέρα στη εξοχή, συντροφιά με τη πεθερά του, τη ζωηρή σύζυγό του, Juliette (Jeanne Marken), την κόρη του, Henriette (Sylvia Bataille), και τον υπάλληλο του και μέλλοντα γαμπρό του, Anatole. Φτάνουν σε ένα πανδοχείο όπου συναντούν δύο νεαρούς εργένηδες, τον Henri (Georges D’Arnoux) και τον Rodolphe (Jacques Brunius). Ενώ οι Dufour και Anatole  ασχολούνται με το ψάρεμα στις όχθες του Σηκουάνα, οι κυρίες διασκεδάζουν φλερτάροντας. Ο Rodolphe απασχολεί την ώριμη αλλά χυμώδη Juliette, επιτρέποντας στον φίλο του να κάνει μια εύκολη κατάκτηση της αθώας Henriette…

Η «Εκδρομή στην Εξοχή» -που γυρίστηκε με οικονομικά και τεχνικά εμπόδια το 1936 αλλά ολοκληρώθηκε και προβλήθηκε το 1946- είναι ένα λυρικό, ρομαντικό  ιντερλούδιο βασισμένο σε μια ιστορία του Guy de Maupassant. Αποτελεί ένα μικρό αριστούργημα ιμπρεσιονιστικού κινηματογράφου, μια ωδή στον έρωτα και τη φύση  που όχι μόνο μας δωρίζει ποίηση και εικαστική γοητεία, αλλά αποτελεί και τη βάση της τεχνοτροπίας του Renoir. Οι αρετές του φιλμ, που αιχμαλωτίζει ξανά την αισθητική των πρώιμων έργων του δημιουργού, γίνονται ακόμη πιο αξιοσημείωτες αν ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για ένα ημιτελές έργο.

Παράλληλα η «Εκδρομή»  λειτουργεί ως προοίμιο για τα επόμενα -ταξικής συνείδησης- αριστουργήματα του γάλλου σκηνοθέτη, «Η Μεγάλη Χίμαιρα» (1937) και «Ο Κανόνας του Παιχνιδιού» (1939). Ο Renoir αφορίζει την ταξική διάρθρωση  της κοινωνίας ως ένα αδιαπέραστο εμπόδιο για την ανθρώπινη εκπλήρωση. Διακηρύσσει την ανατρεπτική ιδεολογία του και τη συνειδητή ανυπακοή του απέναντι στην υποκρισία και τον συντηρητισμό της αστικής τάξης. Στη σεναριακή πλοκή, η μπουρζουαζία (της «αγίας» αστικής οικογένειας) δέχεται την ερωτική «επίθεση» από δύο προλετάριους. Οι δύο γυναίκες έλκονται από την αρσενική αρπακτικότητά τους, ξεφεύγουν για λίγο  από την γκρίζα καθημερινότητα και μυούνται στις απολαύσεις της ζωής. Αλλά σύντομα έρχεται η στιγμή της επιστροφής στον υποκριτικό καθωσπρεπισμό. Η τελική σεκάνς, με την Henriette να συνειδητοποιεί τι της έχει κοστίσει η αστική εθιμοτυπία, περιέχει την πιο πικρή, οδυνηρή στιγμή σε ταινία του Renoir.

Η ταινία γυρίστηκε στη «Μέκκα» του Ιμπρεσιονισμού, τις όχθες του Λουάνγκ και του Εσόν, παραποτάμων του Σηκουάνα, λίγο έξω από το Παρίσι .Η υποβλητική της ατμόσφαιρα φέρνει στον νου πίνακες του πατέρα του σκηνοθέτη, Auguste. Άλλωστε σε πατέρα και γιο αναγνωρίζουμε την ίδια δοξαστική αρμονία της φύσης σε αντιπαραβολή με τους καταπιεστικούς μηχανισμούς των  κοινωνικών δομών. Το βουκολικό σκηνικό κυριαρχείται από το ποτάμι. Είναι αυτό που δίνει στο κορίτσι την προσωρινή ελευθερία της, μια σύντομη στιγμή εκπλήρωσης και στη συνέχεια είναι αυτό που την επιστρέφει στον άχαρο προορισμό της. Σε μερικές μακρές λήψεις, το ποτάμι αποκτά κεντρικό χαρακτήρα και η αφήγηση ακολουθεί τον αργό, κυματιστό ρυθμό του, που εναρμονίζεται με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες διαθέσεις των ηρώων.

Η χρήση κινηματογραφικής μηχανής, με εστίαση σε βάθος πεδίου, επέτρεψε στον Renoir να ακολουθεί τους χαρακτήρες χωρίς να τους αποσπά από το φυσικό περιβάλλον. Αυτό είναι ένα σημαντικό «mise-en-scene» γνώρισμα του γάλλου δημιουργού, που εξυπηρετούσε τις απαιτήσεις της δραματουργίας των ανθρωπιστικών θεμάτων του και την πολυεπίπεδη εξερεύνηση των ανθρώπινων σχέσεων. Στα πρώτα λεπτά της ταινίας υπάρχει μια υποδειγματική αφηγηματική μετάβαση της δράσης από το σκοτεινό εσωτερικό ενός πανδοχείου στο ειδυλλιακό τοπίο της υπαίθρου. Αρκεί το άνοιγμα ενός παραθύρου για να πλημμυρίσει τον χώρο με εκτυφλωτικό φως και να προβάλλει έναν «ζωντανό» ιμπρεσιονιστικό πίνακα, με τον ήσυχο άνεμο να κυματίζει τα δέντρα και τη χλόη, και δυο ανέμελες γυναίκες να ταλαντώνονται. Το λυρικό κρεσέντο συνεχίζεται με την περίφημη  σκηνή της Henriette με την κούνια, προφανής αναφορά στον διάσημο πίνακα του Auguste Renoir, «La Balançoire». Καθώς η κάμερα την ακολουθεί, με το φόντο να περιστρέφεται με ίλιγγο γύρω της, δεν μπορούμε παρά να μοιραστούμε την αίσθηση της αγαλλίασης, τη χαρούμενη απελευθέρωσή από τους πνιγηρούς περιορισμούς της. Η μυστηριακή ομορφιά της φύσης την κάνει να νοιώθει, σαν κόμπο στον λαιμό, μια ακαθόριστη επιθυμία. Τότε το πρόσωπό της υγραίνεται από δάκρυα της πρωτεϊκής ερωτικής ενόρμησης. Αυτή η ξαφνική έγχυση της ζωικής ορμής και του πανθεϊσμού της φύσης στην οθόνη αποτελεί μια συναρπαστική στιγμή του κινηματογράφου.

Η «Εκδρομή στην Εξοχή» αποτελεί το τέλειο απόσταγμα της τέχνης του Renoir, αντικατοπτρίζει την ευφορία της στιγμής, την τραγικά εφήμερη φύση του έρωτα και της ζωής, αφήνοντας μια πικρή επίγευση. Σε μόλις 40 λεπτά αντηχούν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τον Renoir τόσο σπουδαίο δημιουργό: ο ουμανισμός, η αγάπη για τη φύση, η κατανόησή του για τις ανθρώπινες αδυναμίες. Το κάθε άλλο παρά ατελές αυτό έργο είναι ένα από τα πιο πλήρη, πιο συγκινητικά, πιο λυρικά ποιήματα που μας έχει χαρίσει η έβδομη τέχνη.

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *