Σκουριασμένη Πόλη
- Out of the Furnace
- 2013
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ
- 05 Ιουνίου 2014
Ο Ράσελ κι ο νεότερος αδελφός του, Ρόντνεϊ, ζουν στο οικονομικά υποβαθμισμένο Ρας Μπελτ της Νέας Υόρκης. Πάντα ονειρεύονταν να δραπετεύσουν από εκεί και να ζήσουν κάπου καλύτερα. Μια κακή στροφή της μοίρας οδηγεί τον Ράσελ στη φυλακή, κάτι που θα οδηγήσει τον αδελφό του στη συμμετοχή ενός από τα πλέον βίαια κι αδίστακτα εγκλήματα που έχουν γίνει ποτέ στην περιοχή. Αυτό του το λάθος του κοστίζει σχεδόν τα πάντα. Όταν ο Ράσελ αποφυλακίζεται, πρώτος του στόχος είναι να αναζητήσει αυτούς που έμπλεξαν τον αδελφό του και να πάρει εκδίκηση.
Σκηνοθεσία:
Scott Cooper
Κύριοι Ρόλοι:
Christian Bale … Russell Baze
Woody Harrelson … Harlan DeGroat
Casey Affleck … Rodney Baze Jr.
Forest Whitaker … αστυνόμος Wesley Barnes
Willem Dafoe … John Petty
Tom Bower … Dan Dugan
Zoe Saldana … Lena Taylor
Sam Shepard … Gerald ‘Red’ Baze
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Brad Ingelsby, Scott Cooper
Παραγωγή: Michael Costigan, Jennifer Davisson, Leonardo DiCaprio, Ryan Kavanaugh, Ridley Scott
Μουσική: Dickon Hinchliffe
Φωτογραφία: Masanobu Takayanagi
Μοντάζ: David Rosenbloom
Σκηνικά: Therese DePrez
Κοστούμια: Kurt and Bart
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Out of the Furnace
Ελληνικός Τίτλος: Σκουριασμένη Πόλη
Παραλειπόμενα
- Αρχικά, το έργο είχε προγραμματιστεί να σκηνοθετηθεί από τον Rupert Sanders. Κι ο Ridley Scott ήταν υποψήφιος σε κάποιο σημείο, αλλά παρέμεινε στην παραγωγή.
- Για τον ρόλο του Ρόντνεϊ, υποψήφιοι ήταν οι: Channing Tatum, Taylor Kitsch, Max Irons και Garrett Hedlund. Ονόματα ακόμα που ακούστηκαν για διάφορους ρόλους: Leonardo DiCaprio, Viggo Mortensen και Billy Bob Thornton.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 16/5/2014
Η καθημερινή πάλη για επιβίωση, η θέση στην κοινωνία, αλλά και η απόγνωση που γεννά η πραγματικότητα και η φαντασίωση ανεκπλήρωτων ονείρων αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί προσφιλές θέμα, κυρίως των λιγότερο εμπορικά προσανατολισμένων σκηνοθετών. Η πραγμάτωση των δημιουργιών τους, όμως, όπως και εντέλει η ικανότητα τους να συνεπάρουν και να ταυτίσουν, κρύβουν πολλές παγίδες, ιδίως όταν και η ίδια η εικονογράφηση οδηγεί μοιραία στη σύγκριση. Ο Scott Cooper επιχειρεί λοιπόν, αναγνωρίζοντας ξεκάθαρα τα σημεία στα οποία το εγχείρημά του μειονεκτεί, με την καταλυτική συμμετοχή των Ridley Scott και Leonardo DiCaprio στην παραγωγή, αλλά κυρίως μέσω ενός εξαιρετικού καστ, να ανατρέψει τις εύθραυστες ισορροπίες και να παραδώσει στο κοινό μια θλιβερή ταινία, με θλιβερούς ανθρώπους που έχουν χάσει τη φωτιά στη ζωή τους.
Το σενάριο διαδραματίζεται στην δυτική Πενσυλβανία, η οποία εξάλλου είναι μια από τις πολιτείες με τα μεγαλύτερα ποσοστά χειρωνακτών εργατών (ή αλλιώς blue-collar workers), και πιο συγκεκριμένα στο ξεχασμένο Μπράντοκ, μια πόλη που το 2008 ζούσε με το όραμα της αλλαγής (χαρακτηριστική η σκηνή του μπαρ, στην οποία η τηλεόραση προβάλει τον Ted Kennedy να εκθειάζει τον Obama), το οποίο όμως θρυμματίζεται μόλις λίγα χρόνια αργότερα, μετατρέποντάς τη σε έναν τόπο που τώρα πια δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης, που ο χρόνος του έχει τελειώσει. Δυο αδέρφια με σχεδόν ίδια βιώματα προσπαθούν να ορίσουν τα αδιέξοδά τους, να μετρήσουν τις πληγές τους, τις αντοχές τους, ακολουθώντας τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο ένας (Christian Bale), σιωπηλός, συναισθηματικός, δουλεύει στο τοπικό μεταλλείο ατσαλιού, όπως και σχεδόν όλη η πόλη. Προσπαθεί να στήσει τη ζωή του με τη δασκάλα φίλη του, να σταθεί μαζί με τον ηλικιωμένο θείο του (ουσιαστικός για μια ακόμη φορά ο Sam Shepard στον ρόλο του), στον άρρωστο, εξασθενημένο από τη δουλειά πατέρα του και να ξεπληρώνει τα χρέη που αφήνει ο αδελφός του στους τοπικούς μικροαπατεώνες. Ο άλλος (Casey Affleck), τραυματισμένος σωματικά και ψυχικά από τις αλλεπάλληλες στρατιωτικές επεμβάσεις στο Ιράκ, είναι γεμάτος από φόβο κι οργή, αρνείται πεισματικά οποιαδήποτε πραγματικότητα και ζει στο περιθώριο παίρνοντας μέρος σε αγώνες πάλης τύπου fight-club, οι οποίοι οργανώνονται με σκοπό το κέρδος. Οι δύο αδερφοί σχετίζονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, γεμάτο συναίσθημα κι αρρενωπότητα, οι ζωές τους, μπλεγμένες μεταξύ τους, εξελίσσονται αναπάντεχα και η κάθοδός τους στην κόλαση, φτιαγμένη από ατσάλι, φωτιά και χαμένους ανθρώπους, μοιάζει αναπόφευκτη, σχεδόν εξαγνιστική.
Ο Cooper, σκηνοθέτης και του «Crazy Heart» (που έφερε επιτέλους ένα Όσκαρ στον Jeff Bridges), στήνει ένα ζοφερό σκηνικό σε μια βιομηχανική πόλη, με επίκεντρο το εργοστάσιο του ατσαλιού, παρόλο που το ίδιο το κτίριο εμφανίζεται ελάχιστα, εστιάζοντας κυρίως στα αδιέξοδα της εργατικής τάξης που πολλές φορές μοιάζει να χρησιμοποιείται ως ένα θυσιασμένο έμβλημα για χάρη της τέχνης. Η συμβατική αφηγηματικότητα της πλοκής προκαλεί την αίσθηση του γνώριμου, ιδιαίτερα όταν το πολλά υποσχόμενο πρώτο μισό της δίνει τη θέση του σε κλισέ σεκάνς οι οποίες φαίνονται να υιοθετούνται εσκεμμένα από το ίδιο το σενάριο, ως ένας ιδιότυπος φόρος τιμής στο αμερικανικό σινεμά της δεκαετίας του 1970 και ιδίως στον «Ελαφοκυνηγό» του παρεξηγημένου Michael Cimino. Η φωτογραφία φαντάζει κι αυτή οικεία, χωρίς όμως να ξενίζει, το αντίθετο μάλιστα. Οι εναλλαγές στα τοπία αποδεικνύονται ιδιαίτερα εύστοχες και οι καταπράσινες, δασώδεις πλαγιές δίνουν τη θέση τους σε γκρίζες, σκουριασμένες εικόνες εγκατάλειψης και κατάρρευσης. Η σκοτεινιά είναι διάχυτη από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας και το αργό τέμπο καταφέρνει σε πολλές στιγμές να κάνει τον θεατή να ξεχάσει τις θεματικές επαναλήψεις και την έκδηλη ομοιότητα, ιδίως σε αλληγορικές σκηνές όπως αυτή του κυνηγιού, και να τον πείσει ότι οι τόποι αλλάζουν, αλλά οι πληγές πονάνε το ίδιο.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι σχεδόν όλες αναμφισβήτητα δυνατές, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι το φιλμ ρίχνει όλο του το βάρος σε συγκεκριμένα σημεία (καστ) για να ξεφύγει από το κοινότοπο. Η χημεία μεταξύ των δυο αδερφών είναι αποτελεσματική και η ίδια η αφήγηση ξεχειλίζει ενέργεια κάθε φορά που ο εξαιρετικός για ακόμη μια φορά Christian Bale αποφασίζει να ανεβάσει ταχύτητα. Καταφέρνει, αφήνοντας οριστικά πίσω την αφύσικη, τραχιά φωνή και τη μαύρη μάσκα του σκοτεινού ιππότη της Gotham, να βυθιστεί πλήρως στον ρόλο του, κρατώντας όμως τα συναισθήματά του σε ετοιμότητα. Μοιάζει αποκαμωμένος, στα όρια των αντοχών του, με τεράστια φορτία ενοχής να τον βαραίνουν, ξυπνώντας πολλές φορές μνήμες από το ιδιαίτερα απαιτητικό για τον ίδιο «Άγρυπνος». Κυριαρχεί με απλότητα, συγκινώντας τις στιγμές που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει. Πλαισιώνεται δε ιδανικά τόσο από τον Casey Affleck, που αποδεικνύει με κάθε του εμφάνιση το ολοένα και μεγαλύτερο ερμηνευτικό ειδικό του βάρος, σε σχέση με τον πολύ διασημότερο αδερφό του, όσο και από τους υποστηρικτικούς ρόλους. Ο Dafoe, υποδυόμενος τον τοπικό απατεώνα-μάνατζερ του Affleck στους αγώνες, είναι αποκρουστικός, αλλά ταυτόχρονα κι αναπάντεχα συμπαθητικός, ενώ ο Harrelson περπατά σε οικεία γι` αυτόν μονοπάτια, προσδίδοντας στον ρόλο τού ντόπιου αιμοσταγή νονού την απαραίτητη, αν κι ελαφρώς στερεοτυπική παράνοια. Ο Forest Whitaker και η Zoe Saldana απλά πλαισιώνουν το εγχείρημα, ίσως γιατί και το ίδιο το σενάριο δεν επιτρέπει την εν τω βάθη ψυχογράφησή τους.
Ατμοσφαιρικό, με ελεγειακή διάθεση και λυρισμό, πλαισιωμένο από ένα εξαίσιο σάουντρακ σε πένθιμους τόνους, το οποίο καταφέρνει να ανοίξει ένα παράθυρο στον κόσμο των ηρώων που αλλιώς ίσως να ήταν αδιαπέραστος (η σύνθεση είναι του Dickon Hinchliffe, το τραγούδι όμως του Eddie Vedder κλέβει την παράσταση), το «Σκουριασμένη Πόλη», είναι ένα σκοτεινό έργο που μιλά για τη μοίρα, τη βία και την αποσύνθεση, τη δικαιοσύνη και τη σχετικότητα των συνθηκών. Ωστόσο, το κινηματογραφικό χρέος του προς τον «Ελαφοκυνηγό» το ξεπερνά σε σπουδαιότητα και τα ηθικά μηνύματα μοιάζουν να μη βρίσκουν πάντα τον στόχο τους. Παρόλη την ποιότητά του, μοιάζει με ένα φιλμ που αργοκαίει και σε λίγες τελικά στιγμές γεννά την απαραίτητη ενέργεια που χρειάζεται για να απογειωθεί.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 2/6/2014
Μια βιομηχανική περιοχή σε παρακμή, φτηνά μεροκάματα στο εργοστάσιο ατσαλιού, ανεργία, κοινοτική εγκατάλειψη, ειρωνικά, εν μέσω ενός ανερχόμενου στις εκλογές Ομπάμα. Ο ένας αδελφός ψυχικό συντρίμμι από τη θητεία στο Ιράκ, ψάχνει το χρήμα στα στοιχήματα και στους -στημένους- παράνομους αγώνες μποξ, αρνούμενος να καταντήσει ερείπιο απ τη δουλειά όπως ο κατάκοιτος πατέρας τους. Ο άλλος, φρόνιμος, δουλεύει στο εργοστάσιο (το οποίο ξέρει ότι θα κλείσει γιατί έρχεται φτηνότερα να εισάγουν έτοιμο ατσάλι από την Κίνα), ενώ χάνει τη μοναδική του παρηγοριά, μια κοπελιά που όταν εκείνος μπαίνει για ένα διάστημα φυλακή (ενώ δεν έφταιγε σε ένα θανατηφόρο τρακάρισμα, οδηγούσε μεθυσμένος), εκείνη, μες στο κοινωνικό αδιέξοδο, αν και τον αγαπούσε, στράφηκε σε άλλον. Ο διαταραγμένος αδελφός μπλέκει άσχημα στον κόσμο της ντόπιας βλαχομαφίας κι ο άλλος προσπαθεί να σώσει ό,τι μπορεί ή να εκδικηθεί χωρίς αυτό να βγάζει νόημα ούτε για τον ίδιο.
Ο Κρίστιαν Μπέιλ στον ρόλο της καριέρας του, με εσωτερική ερμηνεία επιπέδου. Εξαιρετικοί οι Κέισι Άφλεκ (ο στρατιώτης αδελφός), Γούντι Χάρελσον (το τομάρι που όμως, και χωρίς σπουδαίες ατάκες, βγάζει χαρακτήρα με αντίληψη της ξοφλημένης κοινωνίας του, κάτι που του δίνει βάθος), Ζόι Σαλντάνα (την αναφέρουν τελευταία και καταϊδρωμένη, κι όμως παίζει άψογα), Γουίλεμ Νταφόε (ο διάμεσος στοιχηματζής με κάποιο ηθικό κώδικα), Σαμ Σέπαρντ (ο θείος των παιδιών, πάντα μια συνετή, ήσυχη δύναμη στο περιβάλλον της επαρχίας) και ένας Φόρεστ Γουίτακερ σε μικρό ρόλο οργάνου της τάξης που διεκπεραιώνει σωστά.
Πράγματι, αν θέλετε ερμηνείες, αυτή είναι μια ταινία πρότυπο. Σπάνια. Αναλόγως, πλανάρισμα, φωτογραφία, μουσική και αργοί ρυθμοί αποδίδουν μια αίσθηση ρέκβιεμ για το χαμένο αμερικανικό όνειρο. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η χώρα, που μέχρι πρότινος συμβόλιζε την ευκαιρία, τις ανοιχτές δυνατότητες και τώρα ακόμη και τα χωράφια της μοιάζουν αδιέξοδα. Οι αδυνατούντες να σκεφτούν κοινωνικά αμερικανοί κριτικοί επαινούν τις ερμηνείες και τα επί μέρους στοιχεία και μένουν ελαφρώς ανικανοποίητοι γιατί ίσως βρίσκουν κάπως αδύναμο το θριλεροειδές επίπεδο της αφήγησης. Ένας ευρωπαίος σκηνοθέτης θα το υποβίβαζε ακόμη περισσότερο και θα πρόσθετε παραπάνω πλάνα απ` το εργοστάσιο που άλλωστε γίνεται σκηνικό για το δραματικό τέλος.
Μια δυνατή δουλειά του Σκοτ Κούπερ (Crazy Heart) που μοιάζει να θέλει να προχωρήσει σε παράλληλο δρόμο με αυτόν του Τζεφ Νίκολς (Ένα Καλοκαίρι, Το Καταφύγιο, Ιστορίες Πυροβολισμών).
Βαθμολογία: