
Από τη μέρα που εμφανίζονται στον Σταύρο οι πρώτες ερωτικές ανησυχίες, φουντώνει και η επιθυμία του να λέει ιστορίες με έναν δικό του, ανατρεπτικό, τρόπο. Οι ταραχώδεις, αλλά και ταυτόχρονα πολλά υποσχόμενες για την Ελλάδα δεκαετίες του 1960, 1970 και 1980 πυροδοτούν τη φαντασία του ασταμάτητα. Στο ταξίδι από την εφηβεία προς την ενηλικίωση, για να κατακτήσει αυτά που ποθεί, θα σκαρφιστεί ιστορίες για αρχαίους μύθους, μακρινά ταξίδια κι όμορφες γυναίκες. Όταν έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, θα κάνει τις ιστορίες του εικόνες και θα ανακαλύψει τον εαυτό του.
Σκηνοθεσία:
Τάσος Μπουλμέτης
Κύριοι Ρόλοι:
Γιάννης Νιάρρος … Σταύρος
Θέμης Πάνου … Σωτήρης
Μαρία Καλλιμάνη … Μάγδα
Ταξιάρχης Χάνος … Θάνος Λαζαρίδης
Αργύρης Ξάφης … Γιώργος Ευσταθίου
Ερρίκος Λίτσης … πελάτης Θάνου
Όμηρος Πουλάκης … Στράτος
Μελισσάνθη Μάχουτ … Μπέτυ
Γιώργος Βουρδαμής … Μάκης
Δημήτρης Ήμελλος … Αντρέι
Xαρά Μάτα Γιαννάτου … Αλίκη
Φοίβος Ταραμπίκος … Σταύρος (8 ετών)
Ζωζώ Σαπουντζάκη … μαντάμ Ζανέτ
Αχιλλέας Κυριακίδης … Δρ Κυριακίδης
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Τάσος Μπουλμέτης
Παραγωγή: Γιώργος Κυριάκος, Τάσος Μπουλμέτης
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Φωτογραφία: Σίμος Σαρκετζής
Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης
Σκηνικά: Σπύρος Λάσκαρης
Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Νοτιάς
- Διεθνής Τίτλος: Mythopathy
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο δεύτερου αντρικού ρόλου (Θέμης Πάνου), σκηνικών και μακιγιάζ στα Ίρις. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο γυναικείο ρόλο (Μαρία Καλλιμάνη), κοστούμια, ήχο και ειδικά εφέ.
Παραλειπόμενα
- Τα γυρίσματα του «Νοτιά» πραγματοποιήθηκαν στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας και σε άλλες χαρακτηριστικές τοποθεσίες, όπως η Στοά Χόλιγουντ (κατά κόσμον Πανταζοπούλου), το Θέατρο Τέχνης και ο Πειραϊκός Σύνδεσμος. Πιο συγκεκριμένα, για τις ανάγκες της ταινίας ο σκηνογράφος και η ομάδα του αναβίωσαν τη Στοά Χόλιγουντ, όπως αποκαλούσαν κάποτε το Μέγαρο της Έβδομης Τέχνης, όπου για πολλές δεκαετίες στεγάζονταν σχεδόν όλες οι ελληνικές εταιρείες παραγωγής ταινιών. Εκεί η ομάδα της παραγωγής έκανε επεμβάσεις σε μαγαζιά που ήταν κλειστά και εγκαταλελειμμένα για χρόνια, αλλά και στην ίδια τη στοά που ήταν γεμάτη μουτζούρες και συνθήματα.
- Ο Τάσος Μπουλμέτης είδε για πρώτη φορά τον πρωταγωνιστή, Γιάννη Νιάρρο, σε μια θεατρική παράσταση του Εθνικού. Ο ηθοποιός έκανε πολλή έρευνα για τον ρόλο, αλλά και πρόβες για τέσσερις μήνες. Διάβασε πολλά βιβλία που διάβαζαν οι νέοι εκείνης της εποχής, είδε ταινίες και άκουσε μουσική τού τότε. Έγραψε μάλιστα ημερολόγια από την οπτική γωνία του ήρωα.
- Σχετικά με τα βιωματικά στοιχεία που ενέπνευσαν τους χαρακτήρες του Νοτιά, ο πατέρας του ήρωα είναι έμπορος δερμάτινων ειδών, όπως ο πατέρας του σκηνοθέτη ο οποίος είχε κατάστημα στη Σωκράτους δίπλα στην «Καθημερινή». Όλη η «Καθημερινή» ψώνιζε από εκεί, συμπεριλαμβανομένης και της Ελένης Βλάχου.
- Η Ζωζώ Σαπουντζάκη γνώριζε προσωπικά τον παππού του πρωταγωνιστή Γιάννη Νιάρρου, ο οποίος ήταν γνωστός δικηγόρος της εποχής. Επίσης, ο Αργύρης Ξάφης γνώρισε τον πρωταγωνιστή όταν έδινε εισαγωγικές εξετάσεις για τη σχολή υποκριτικής. Ο Ξάφης ήταν στην εξεταστική επιτροπή.
- Με 134.155 εισιτήρια, βρέθηκε στην πρώτη θέση ανάμεσα στις εμπορικότερες ταινίες της χρονιάς.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στην ταινία ακούγονται δύο τραγούδια με στίχους του Τάσου Μπουλμέτη, για τα οποία είχε συνθέσει μουσική ειδικά για την ταινία η Ευανθία Ρεμπούτσικα. Στο λαϊκό τραγουδάει ο Γιώργος Μαργαρίτης (το ομώνυμο) και το ρεμπέτικο ερμηνεύει η ανερχόμενη τραγουδίστρια Ανατολή Μαργιόλα (Μην Ξαναγυρνάς). Στο λαϊκό με τη φωνή του Μαργαρίτη, το μπουζούκι παίζει ο μουσικός και συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, σύζυγος της Ευανθίας Ρεμπούτσικα.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 28/1/2016
Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης ανήκει από καιρό στη σφαίρα του μύθου. Πολύ πριν η σημερινή Ελλάδα αρχίσει να καταφέρνει τις γνωστές πληγές στο σώμα του λαού της, η ορμή της αλλαγής είχε αφεθεί στο χρονοντούλαπο και είχε αντικατασταθεί από μια ψευδαίσθηση απόλυτης ασυλίας του καταστροφικού ατομισμού, κυριάρχου στοιχείου της ιδιότυπης πασοκικής αναρχίας που πήρε τη σκυτάλη και αντί να εγκαταστήσει τη φαντασία στην εξουσία, επέβαλε την εξουσία της στη φαντασία. Ο Τάσος Μπουλμέτης όμως δε μιλάει γι’ αυτά με το «Νοτιά». Μιλάει για τη σημασία εκείνης της στάσης στην ιστορία του ελληνισμού, εκείνης της εποχής που έκανε τα πάντα να μοιάζουν δυνατά και που έκρυβε μια πυρηνική αλήθεια, η οποία ακόμα και αν προδόθηκε, είναι σημαντικό να μην εξαφανιστεί.
Ο μικρός Σταύρος μπερδεύει τους καλούς με τους κακούς της μυθολογίας και παραλλάσσει την ιστορία κατά το δοκούν κάθε φορά που πληγώνεται, σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία, βυθισμένη στο σκοτάδι της δικτατορίας, φαντάζει έτοιμη να ξορκίσει τα δικά της φαντάσματα. Όσο περνούν τα χρόνια, ο νεαρός πια πρωταγωνιστής με τη ζωηρή φαντασία δεν εγκαταλείπει ποτέ το καταφύγιο του. Κάθε του απογοήτευση υφίσταται την επεξεργασία της νοητικής του ελευθερίας και μετατρέπεται σε μια σωτήρια παραλλαγή της πραγματικότητας. Στα χρόνια που η χούντα αποτελεί πια θλιβερή σελίδα του παρελθόντος, ο Σταύρος εισάγεται στο Πανεπιστήμιο και γνωρίζει ανθρώπους που μπορούν να κοινωνήσουν και να αναπτύξουν την αλήθεια του, αφήνοντας τους γονείς του να στέκουν απελπισμένοι, θεωρώντας πως ο γιος του πάσχει από μεταδοτική μυθοπάθεια και ίσως έχει κολλήσει και την ασθένεια κομμουνισμού.
Μέσα από την αυτοβιογραφικής χροιάς ιστορία του Σταύρου, ο Μπουλμέτης καταφέρνει να θέσει τον θεατή με γλυκό τρόπο στο ορμητικό κλίμα της εποχής. Η Ελλάδα της πρώιμης μεταπολίτευσης βίωνε τη δική της πολιτιστική επανάσταση ή τον δικό της γαλλικό Μάη και ο Νοτιάς φέρει το άρωμα της αναγέννησης. Η σύγκρουση με τις προϊσχύσασες αρχές δεν γίνεται κατ’ ανάγκη βίαια, αφού ο νέος κόσμος που προβάλλει μοιάζει αδύνατο να αναχαιτιστεί. Θα φέρει τα δικά του ερωτήματα, θα γνωρίσει τα δικά του αδιέξοδα και θα υποστεί το δικό του σμίλεμα από το χρόνο, ενώ παράλληλα θα αποτίσει και φόρο τιμής στον προηγούμενο. Ακούγεται σε κάποιο σημείο ένας από τους διανοούμενους συνομηλίκους του Σταύρου να λέει «οι παλιοί είχαν κότσια», μια ατάκα που μοιάζει ειρωνική για τον αντίστοιχης ηλικίας Έλληνα του 21ου αιώνα, που βλέπει τα χρόνια της Αλλαγής σαν την παραδείσια ελευθερία που ο ίδιος δεν πρόκειται να γνωρίσει. Σε γενικές γραμμές, η συνολική πολιτικοποίηση της εποχής παρουσιάζεται άδολη, μακριά από τη σημερινή εικόνα του παιχνιδιού εξουσίας, αλλά δεν αποτελεί αυτή καθ’ αυτή κινητήριο μοχλό εξέλιξης του φιλμ.
Δεύτερος άξονας κίνησης του έργου είναι ο έρωτας. Σε καμία περίπτωση όμως ο «Νοτιάς» δεν είναι love story. Ο έρωτας στα μάτια του πρωταγωνιστή είναι το τρυφερό και αλαφροπάτητο όχημα της ελευθερίας, είναι αυτός που κουβαλά μαζί του την ορμή της επανάστασης. Η σεξουαλική απελευθέρωση δεν παρουσιάζεται με αγοραίο τρόπο αλλά ως η φυσική απόληξη της επικράτησης της αλήθειας που έκρυβαν οι καρδιές εκείνης της γενιάς. Ο Σταύρος δεν ερωτεύεται τη Μπέτυ ή την οποιαδήποτε κοπέλα στέγασε τα συναισθήματα του. Βλέπει τον έρωτα σαν τη δύναμη εκείνη που θα σβήσει με δύο κινήσεις τα σύννεφα και θα αφήσει το καλοκαίρι του να ανατείλει, σαν ένα ταξίδι στα πέρατα της γης με πραγματικό προορισμό την εξερεύνηση της ψυχής του, απογυμνωμένης από άμυνες και περιττές ασφάλειες. Παραδίνεται λοιπόν στην έκστασή του, ξεχνώντας ότι καιροφυλακτεί ο πόνος της απογοήτευσης, ίσως γιατί ξέρει μέσα του ότι η φαντασία του είναι πάντα εκεί να τον θεραπεύσει όταν το χρειαστεί. Τελικά, ο Σταύρος ερωτεύεται την ελευθερία του έρωτα.
Στο πρώτο μέρος της ταινίας, όσο ο πρωταγωνιστής βρίσκεται στην παιδική ηλικία, κυριαρχούν οι παρεκβάσεις της φαντασίας του και η ανησυχία των γονέων και των δασκάλων του για την εξέλιξη αυτού του παιδιού που επεμβαίνει με τη σκέψη του στους μύθους του έθνους. Ενώ η σύλληψη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η επιμονή του σκηνοθέτη στην εικονοποιία των φαντασιώσεων του παιδιού δεν αφήνει το φιλμ να αποκτήσει να αναπτυχθεί, ενώ και τα χρησιμοποιούμενα εφέ μοιάζουν να γίνονται αισθητικός αυτοσκοπός της ταινίας. Με την ενηλικίωσή του όμως, το εγχείρημα μοιάζει να απελευθερώνεται και οι χαρακτήρες αρχίζουν να αναπτύσσονται. Οι γονείς του Σταύρου δε μπορούν μεν να επικοινωνήσουν μαζί του, τον περιβάλλουν όμως με άδολη αγάπη και γι’ αυτό και ο ίδιος δεν αισθάνεται ποτέ την ανάγκη να επαναστατήσει εναντίον τους, αλλά απλώς επιθυμεί να ανοίξει τα φτερά του.
Εξαιρετικά σύνθετος είναι ο χαρακτήρας του φωτογράφου, φίλου του πατέρα, στον οποίο ο Σταύρος πιάνει δουλειά ενώ είναι φοιτητής. Αρχικά, παρουσιάζεται και αυτός ως ένα τυπικό μέλος της προηγούμενης γενιάς, όσο όμως η ταινία βαίνει προς το τέλος της, φανερώνονται οι συνδέσεις του με τον ψυχισμό του πρωταγωνιστή που θα τον οδηγήσουν σε μια δική του, μικρής κλίμακας αλλά σπουδαίας σημασίας, επανάσταση. Ιδιαίτερα συγκινητικές είναι πάντως οι αναφορές του Μπουλμέτη στον κόσμο του σινεμά, ο οποίος θρέφει την ανίκητη φαντασία του ήρωα και του ανοίγει έναν θαυμαστό καινούριο κόσμο, του συστήνει ανθρώπους που πρόκειται να καθορίσουν τη σκέψη του και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής του. Ο κινηματογράφος άλλωστε είναι μια ψευδαίσθηση, η οποία όμως μπορεί να στρέψει το βλέμμα του θεατή στην αλήθεια, ενώ αυτό παρέμενε κολλημένο στην απτή πραγματικότητα.
Ως παραγωγή, όπως και η «Πολίτικη Κουζίνα» άλλωστε, η ταινία λάμπει και δεν κρύβει σε κανένα σημείο το προσωπικό στίγμα του δημιουργού της. Η ανάπλαση της εποχής του πουλόβερ και της διαρκούς συνέλευσης επί παντός είναι απολύτως επιτυχής, ενώ όσο το φιλμ διασχίζει τη δεκαετία του ’70 αφήνεται να φανεί κομψά και η μέλλουσα κυρίαρχη νοοτροπία του μύλου που ακούει στο όνομα ΠΑ.ΣΟ.Κ. και άλεσε τις γνήσιες επαναστατικές ροπές του λαού. Ερμηνευτικά δεν υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο θετικά ή αρνητικά από τους βασικούς ήρωες και αφήνεται ο χώρος στα σύντομα περάσματα να δώσουν στο φιλμ μια παραπάνω αίγλη, με πρώτο όλων τον Αργύρη Ξάφη και δεσπόζουσα φιγούρα την αειθαλή Ζωζώ Σαπουντζάκη. Όπως ήταν αναμενόμενο, το φλερτ με το μελό είναι έντονο και συνεχές, όμως το συνολικό αποτέλεσμα δεν εκβιάζει τη συγκίνηση, αλλά παραδίνεται στη νοσταλγία με τρυφερό και αληθινό τρόπο, μέσα από τη σπουδαία φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή.
Ακόμα και αν οι χαρακτήρες θα μπορούσαν να είναι πιο ολοκληρωμένοι και παρότι σε κάποια σημεία ο διάλογος της ταινίας μοιάζει αφύσικος, ο «Νοτιάς» δεν παύει να είναι μια κινηματογραφική πράξη εκδήλωσης αγάπης για μια εποχή που χάθηκε σ’ έναν κόσμο που την πρόδωσε. Μιλάει με τις πιο γλυκές λέξεις για το μικρό διάλειμμα ελευθερίας που βίωσε ο λαός αυτής της χώρας ανάμεσα σε πίκρες και ηθικές ήττες. Δομείται σαν ταινία ενηλικίωσης, αλλά στην ουσία είναι ακριβώς το αντίθετο. Μια ταινία αντίστασης στην ενηλικίωση που αγκαλιάζει το θεατή για να του ψιθυρίσει ότι όσο το μυαλό του μπορεί να φτιάχνει ταξίδια, η ψυχή του θα λάμπει και θα φωτίζει το δρόμο μέσα στο σκοτάδι της πραγματικότητας. Άλλωστε, η «φαντασία είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση της επιθυμίας».
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 17/6/2018
Για τον Τάσο Μπουλμέτη μοιάζει σαν να μην πέρασε ούτε μία μέρα από το 2003 και την «Πολίτικη Κουζίνα», επαναλαμβάνοντας έναν κινηματογράφο που δένει το σινεμά προσωπικότητας με κάτι που μπορεί να απολαύσει και η ευρεία μάζα του κοινού. Η ιστορία του τόπου λειτουργεί ως περιθώριο μιας ευαίσθητης και διασκεδαστικής ιστορίας, από έναν άνθρωπο που ανακατεύει αυτές τις ιστορικές αναφορές με τη χάρη της μυθοπλασίας. Αυτό το ιταλικού τύπου σινεμά (από Φελίνι ως Τορνατότε) πετυχαίνει να γειώσει τη φαντασία του σημερινού κριτή της ιστορίας, που ανασκευάζει με μια λανθάνουσα «φαντασία» έναν παλιότερο κόσμο, ωσάν να μην αποτελούνταν κι εκείνος από ανθρώπους που βίωναν την καθημερινότητα, ερωτευόντουσαν κι ονειρευόντουσαν. Αν, μάλιστα, ο Μπουλμέτης είχε, πέρα από ένα αξιόλογο επιτελείο ηθοποιών και τεχνικών, ένα εξίσου παραγωγικό σενάριο στις λεπτομέρειες, θα μιλούσαμε εύκολα για το ελληνικό «Cinema Paradiso».
Βαθμολογία: