Μια καυτή, καλοκαιρινή νύχτα, σε μια παραλία της Ελλάδας που είναι γεμάτη κόσμο που απολαμβάνει μουσική, φαγητό και χορούς, μια ομίχλη καλύπτει την περιοχή και παράξενα όντα πολιορκούν την πόλη, επιτίθενται σε ανθρώπους, ενώ άλλους τους παρασύρουν στην θάλασσα μετά από φρικτά όνειρα. Μια παρέα μουσικών ενώνει τις δυνάμεις της με έναν χαμένο ναύτη που αναζητά τον αλλοπρόσαλλο έλληνα πατέρα του, μια σερβιτόρα, έναν bodybuilder, τη γιαγιά τους, μερικούς ντόπιους εγκληματίες και έναν απέθαντο ιερέα, και όλοι μαζί αντιστέκονται στους εισβολείς.

Σκηνοθεσία:

Κωνσταντίνος Κουτσολιώτας

Κύριοι Ρόλοι:

Davide Tucci … William

Δάφνη Αλεξάντερ … Αλίκη

Απόλλων Μπόλλας … Μάνος

Νικόλας Μπράβος … Αλέξης

Στέλιος Δημόπουλος … Νίκος Τρελάκιας

Μαρία-Νεφέλη Δούκα … Μαριάννα

Μελέτης Γεωργιάδης … Νικόδημος

Igor Gorewicz … το αφεντικό

Γιάννης Χατζηγιάννης … Ντιντής

Ελευθερία Κόμη … Λίτσα

Χρήστος Κοντογεώργης … Πυθαγόρας

Μάκης Παπαδημητράτος … Βάγγος

Μανώλης Σπύρου … bodybuilder

Έφη Παπαθεοδώρου … η γιαγιά

Κωνσταντίνος Συμσιρής … Νάρης

Γιάννης Ζουγανέλης … πάτερ Χρυσόστομος

Χρήστος Κάλοου … Παντελής

Άγγελος Παπαδημητρίου … Μάκης

Νικόλ Ντρίζη … Μαρία

Αντώνης Τσιοτσιόπουλος … αρχαίος Έλληνας

Θάνος Αλεξίου … αρχαίος αρπιστής

Βασίλης Καΐλας … ασθενής

Στέφανος Κοσμίδης … αξιωματικός

Αντώνης Κρόμπας … Μπάμπης ο Σουγιάς

Δημήτρης Παπαδόπουλος … αστυνομικός

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Κωνσταντίνος Κουτσολιώτας, Elizabeth E. Schuch

Παραγωγή: Λιλέτ Μπόταση

Μουσική: Γιάννης Ζουγανέλης, David Kemp

Φωτογραφία: Δημήτρης Σταμπολής

Μοντάζ: Melancholy Star

Σκηνικά: Elizabeth E. Schuch

Κοστούμια: Μαρία Μαγγίρα

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Μινόρε
  • Διεθνής Τίτλος: Minore

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για μακιγιάζ/κομμώσεις και εφέ στα βραβεία Ίρις.

Παραλειπόμενα

  • Ο Κωνσταντίνος Κουτσολιώτας επιστρέφει στο ελληνικό σινεμά μετά το 2013 και το Ο Χειμώνας (με εξαίρεση τα ειδικά εφέ στο Άλυτη). Η κύρια δραστηριότητα του λαμβάνει χώρα στο Τορόντο, όπου σαν τεχνικός οπτικών εφέ συμμετέχει σε μεγάλες παραγωγές.
  • Τα σινεμά μεγάλων τεράτων επιστρέφει στην Ελλάδα μετά το 1999 και το Η Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά.
  • Πρώτη ελληνική ταινία για τον ιταλό Davide Tucci.
  • Επιστροφή για τον Βασίλη Καΐλα στη μεγάλη οθόνη, έστω και ως κάμεο, από το 1985.
  • Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε στη Βραζιλία, στο φεστιβάλ Fantaspoa.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 18/3/2024

Το καλτ στο σινεμά ήταν πάντα περίεργη υπόθεση. Μπορεί να μην το επιδιώκεις ούτε ως δεύτερη σκέψη και τελικά να προκύπτει απρόσμενα γρήγορα και σε ανέλπιστο βαθμό. Από την άλλη, μπορεί να το κυνηγάς σε κάθε σου κάδρο, αλλά να μην αγγίξεις καν τα επίπεδα απήχησης σε τέτοια ακροατήρια που έχουν «πιάσει» περιπτώσεις σαν τις προαναφερθείσες. Ο χρόνος θα δείξει αν το «Μινόρε» θα καταφέρει να κατακτήσει αυτό τον τίτλο, κατά τη διάρκεια της θέασής του όμως φαίνεται αρκετά καθαρά ότι εμπίπτει στη δεύτερη από αυτές τις κατηγορίες, κάτι που αναπόφευκτα αφαιρεί από τον αυθορμητισμό της ψυχαγωγίας στον οποίο μάλλον στόχευε από την αρχή.

Ένα από τα προβλήματα είναι πως δεν υπάρχει απόλυτη ομοιογένεια ύφους, με αποτέλεσμα κάποιες ομολογουμένως διασκεδαστικές στιγμές να ανακατεύονται με κάποιες βαρετές. Ενδεικτικά, όλες οι υποπλοκές που αφορούν τον χαρακτήρα του William, από το ειδύλλιό του με τη σερβιτόρα μέχρι τον άντρα που μπορεί και να είναι ο πατέρας του, είναι αφόρητα σοβαροφανείς κι επίπεδα γραμμένες, και μοιάζουν να έχουν βγει από άλλη ταινία. Αλλά και όταν το σύνολο παραδίδεται εντελώς στον απενοχοποιημένο χαβαλέ στην κορύφωση, τα ευρήματα είναι σχετικά λίγα για να μιλήσει κανείς για απόλαυση που να συνδυάζεται με πραγματική έμπνευση, ενώ και η δράση δεν είναι πάντα ακέραια κωμική στη φύση της για να γίνεται λόγος για καθαρόαιμη παρωδία, που σαν άποψη θα είχε περισσότερο fun. Και υπάρχει και θέμα κι όταν μαζί με πετυχημένες ατάκες ρίχνονται και αρκετά «άσφαιρα».

Το ελληνικό στοιχείο με το μπουζούκι και άλλες μεμονωμένες πινελιές, παρότι προωθείται ως ατού, στην πραγματικότητα δεν αξιοποιείται ουσιαστικά πέρα από την εξωτικότητά του για ένα διεθνούς προσανατολισμού κοινό. Και οι σινεφίλ αναφορές στην πλειοψηφία τους παραείναι προφανείς για να «ψαρώσουν» έναν πιο περπατημένο θεατή, αλλά και από μόνες τους ελάχιστη σχέση έχουν με αυτό που θα ονόμαζε κανείς καλτ (δεδομένου του ότι μιλάμε για δύο από τις πιο γνωστές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, θα έβαζε κανείς άραγε σε αυτή την κατηγορία τα «E.T. ο Εξωγήινος» και «Εξολοθρευτής 2: Μέρα Κρίσης»;).

Υπάρχουν κάποιες ερμηνευτικές παρουσίες που ξεχωρίζουν θετικά ως χιουμοριστικές νότες, από την άποψη ότι μένουν στη μνήμη μετά το πέρας της προβολής και προσθέτουν πόντους με τη συνεισφορά τους. Ο Γιάννης Ζουγανέλης, αν κι εμφανίζεται ελάχιστα, αξιοποιεί τις σουρεάλ διαστάσεις του ρόλου του και βγάζει γέλιο, στον βαθμό που θα ήθελε κανείς ο χαρακτήρας του να είναι κάτι παραπάνω από ένας περαστικός στο χάος της πλοκής. Και ο Άγγελος Παπαδημητρίου, παρότι συνολικά μπορεί να μην έχει παραπάνω από δέκα ατάκες, είναι αρκούντως απολαυστικός σε μια μανιέρα διαφορετική από αυτήν που έχει καθιερώσει πιο παλιά και η οποία ταιριάζει με τις δημιουργικές προθέσεις που εντοπίζονται εδώ.

Το κρίμα είναι ότι μια θετική προδιάθεση διακρίνεται για να υπάρξει ως απολογισμός μια ελληνική κωμωδία τρόμου που θα αποτελέσει αγαπημένη επιλογή για μεταμεσονύκτιες προβολές του μέλλοντος, αλλά τα υλικά της συνταγής δεν είναι αρκετά για να γίνει το τελικό προϊόν πραγματικά αξέχαστο και σημείο αναφοράς όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με παραδείγματα όπως τον «Δράκουλα των Εξαρχείων» του Ζερβού. Αναγνωρίζονται κάποια «νόστιμα» αστεία κι ένα διάχυτο κέφι που διέπει την πλειοψηφία των συντελεστών, αλλά μέχρι εκεί.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

17 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *