
Οι Άντρες Δεν Κλαίνε
- Muskarci Ne Placu
- Men Don't Cry
- 2017
- Βοσνία & Ερζεγοβίνη
- Βοσνιακά, Κροατικά, Σερβικά
- Δραματική
- 11 Οκτωβρίου 2018
Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, 15 χρόνια μετά τον πόλεμο, μια ομάδα βετεράνων, με εμφανή τα σημάδια του πολέμου, από διαφορετικές πλευρές της γιουγκοσλαβικής σύγκρουσης, συγκεντρώνονται από μια ειρηνευτική οργάνωση για να μοιραστούν τις εμπειρίες του πολέμου, και να προσπαθήσουν να ξαναχτίσουν τη χαμένη εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Η συναισθηματική φόρτιση είναι μεγάλη καθώς παλιές έχθρες επανέρχονται στην επιφάνεια, αλλά οι συμμετέχοντες σταδιακά μαθαίνουν να ξεπερνούν αυτά που τους χωρίζουν και καταφέρνουν να βρουν ένα είδος κατανόησης και σεβασμού ο ένας για τον άλλο, ή τουλάχιστον ένα είδος ανοχής, παρά τις αιματοχυσίες του παρελθόντος.
Σκηνοθεσία:
Alen Drljevic
Κύριοι Ρόλοι:
Boris Isakovic … Miki
Leon Lucev … Valentin
Emir Hadzihafizbegovic … Merim
Sebastian Cavazza … Ivan
Ermin Bravo … Ahmed
Boris Ler … Jasmin
Ivo Gregurevic … Josip
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Alen Drljevic, Zoran Solomun
Παραγωγή: Damir Ibrahimovich, Jasmila Zbanic
Μουσική: Dado Jehan
Φωτογραφία: Erol Zubcevic
Μοντάζ: Vladimir Gojun
Σκηνικά: Mirna Ler
Κοστούμια: Sanja Dzeba
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Muskarci Ne Placu
- Ελληνικός Τίτλος: Οι Άντρες Δεν Κλαίνε
- Διεθνής Τίτλος: Men Don’t Cry
Κύριες Διακρίσεις
- Πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ Μπρατισλάβας.
- Ειδικό βραβείο επιτροπής στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.
- Πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ του Ζάγκρεμπ.
- Επίσημη πρόταση της Βοσνίας & Ερζεγοβίνης για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 13/10/2018
Κάθε φορά που κυκλοφορεί μια σπουδαία ταινία που περιστρέφεται γύρω από κάποιον υπαρκτό πόλεμο, αντιλαλεί το διάσημο λογύδριο του Orson Welles από τον “Τρίτο Άνθρωπο” για τη σύγκριση μεταξύ Ιταλίας κι Ελβετίας. Όσο κι αν υπάρχει μια μεγάλη αλήθεια στις λέξεις εκείνες, δεν γίνεται να μην περάσει από το μυαλό κάποιου το ενδεχόμενο ενός καλύτερου κόσμου χωρίς τις τραγωδίες που ενέπνευσαν την τέχνη για την οποία είναι υπερήφανος ο παγκόσμιος πολιτισμός, καθιστώντας ευπρόσδεκτη τη δυνητική θυσία της άρα και τη στέρηση της εξέλιξης του τομέα αυτού και της διαχρονικής πνευματικής απόλαυσης εκατομμυρίων ανθρώπων από αυτήν… Ίσως ο χαρακτηρισμός “μεγάλη ταινία” να είναι κάπως υπερβολικός για το “Οι Άντρες Δεν Κλαίνε”, πάντως καταφέρνει να προσφέρει μια ακόμη ειλικρινή και συγκινητική ματιά για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, ένα θέμα που, εκτός των χωρών που ενεπλάκησαν σε αυτόν, οπουδήποτε αλλού έχει θιχτεί κινηματογραφικά έχει πάντα προσεγγιστεί νερωμένα και αποστασιοποιημένα. Η απλή ιδέα πίσω από το στήσιμό της, καθαρά θεατρική σε σύλληψη, κάτι που ευτυχώς “σπάει” με την αντιμετώπιση του Drljevic, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σχηματική, και σε ένα βαθμό είναι, όμως οι αλληλεπιδράσεις που προκύπτουν από αυτήν την εκκίνηση έχουν μια αλήθεια που ξεπερνούν αυτόν το χαρακτηρισμό επειδή ξεπερνούν τη σύμβαση “εγώ είμαι από τη μία πλευρά κι εσύ είσαι από την άλλη και θα κάνω τα πάντα για να σου επιβληθώ επειδή έχω δίκιο κι εσύ άδικο”.
Ένα κλισέ που αποφεύγεται επιδέξια είναι αυτό που θέλει κάθε ήρωα να εκπροσωπεί κάτι εντελώς διαφορετικό ώστε να καλύπτονται όλα τα φάσματα του ανθρώπινου ψυχισμού από ένα γκρουπ μονόχορδων προσωπικοτήτων. Παρόλο που ο καθένας εκ των συμμετεχόντων έχει τα δικά του διαφορετικά θέματα να αντιμετωπίσει υπό το κοινό πρίσμα του πολέμου στον οποίο βρέθηκαν και χωρίζονται τυπικά σε τρεις εθνοτικές ομάδες, γενικά όλοι ανήκουν στη νοοτροπία του μέσου άντρα των Βαλκανίων, με μια εμβάθυνση στις μεμονωμένες αλλιώτικες πτυχές του καθενός που απωθεί το φλερτ με το στερεότυπο. Δεν υπάρχει εδώ η εύκολη “ταμπελοποίηση” του τύπου “αυτός είναι ο τρελός, ο άλλος ο γενναίος, εκείνος ο σοφός κ.ο.κ.”. Αν πρέπει να κατηγορήσει κανείς το φιλμ για κάτι, αυτό είναι η άνιση κατανομή χρόνου μεταξύ των χαρακτήρων, με κάποιους από αυτούς να καταλήγουν να μην έχουν καν υπόσταση μέσα στο σενάριο για να αναπτυχθούν ικανοποιητικά οι υπόλοιποι. Πάντως σε όσους εξ αυτών αφιερώνεται περισσότερος χρόνος πράγματι υπάρχει ουσιαστική εμβάθυνση, με προεξέχοντα τον Boris Isakovic, ο οποίος μάλιστα δίνει και την καλύτερη ερμηνεία ολόκληρου του καστ έχοντας τον πλέον πολύπτυχο ρόλο της ταινίας.
Όσον αφορά την κινηματογραφική γλώσσα δεν υπάρχει κάτι ρηξικέλευθο εδώ, αλλά δεν αποτελεί και το ζητούμενο εξάλλου. Κινητήρια δύναμη εδώ είναι οι ηθοποιοί και ο δεσμός που αναπτύσσουν με τις δυναμικές του κειμένου και όσον αφορά αυτό το κομμάτι γίνεται εξαιρετική δουλειά. Το αντιπολεμικό και συμφιλιωτικό μήνυμα που συνοδεύει τη δραματουργία δεν ανακαλύπτει τον τροχό, είναι όμως η “βραχώδης” διαδρομή μέχρι να καταλήξει σε αυτό το σημείο που συναρπάζει, είναι η επίπονη πορεία προς την παραδοχή, την καταβύθιση στην οδύνη και την επικείμενη λύτρωση που αποτελεί το επίκεντρο και συνοδεύει τον θεατή σε μια επώδυνη κάθοδο στην κόλαση των βιωμάτων του πολέμου με τη δύναμη της αφήγησης να δημιουργεί εικόνες στο μυαλό μέσω του λόγου. Ακόμη κι όταν έρχεται η κατακλείδα, φαίνεται το βαλκανικό άγγιγμα σε σύγκριση με μια αμερικάνικη προσέγγιση για παράδειγμα: η κάθαρση δεν έρχεται με βρόντους και πυροτεχνήματα, ούτε με μια μεγάλη, θριαμβευτική σκηνή συμφιλίωσης, αλλά σιωπηλά και υποδόρια, ενώ στη σκηνή του φινάλε σοφά επικρατεί η μελαγχολία, όχι η γαλήνη, για όσα χάθηκαν και δε θα επιστρέψουν ποτέ. Όσο οι βαλκανικές χώρες έχουν τη διάθεση να κοιταχτούν στον καθρέφτη μέσω της τέχνης, τόσο πιο πιθανή είναι μια σε βάθος χρόνου επούλωση των πληγών που δημιουργήθηκαν μεταξύ τους την αποφράδα εποχή του εμφυλίου.
Βαθμολογία: