Στη Χιλή του τέλους του 19ου αιώνα, τρεις ιππείς προσλαμβάνονται από έναν πλούσιο γαιοκτήμονα για να σημειώσουν την περίμετρο της εκτεταμένης περιουσίας του. Σύντομα, όμως, αυτή η διοικητική αποστολή θα μετατραπεί σ’ ένα αιματοβαμμένο κυνήγι των ιθαγενών της περιοχής.

Σκηνοθεσία:

Felipe Galvez Haberle

Κύριοι Ρόλοι:

Camilo Arancibia … Segundo

Benjamin Westfall … Bill

Mark Stanley … Alexander MacLennan

Alfredo Castro … Jose Menendez

Mishell Guana … Kiepja

Sam Spruell … συνταγματάρχης Martin

Marcelo Alonso … Vicuna

Adriana Stuven … Josefina Menendez

Luis Machin … μονσινιόρος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Felipe Galvez Haberle, Antonia Girardi, Mariano Llinas

Παραγωγή: Stefano Centini, Benjamin Domenech, Santiago Gallelli, Thierry Lenouvel, Emily Morgan, Giancarlo Nasi, Matias Roveda

Μουσική: Harry Allouche

Φωτογραφία: Simone D’Arcangelo

Μοντάζ: Matthieu Taponier

Σκηνικά: Sebastian Orgambide

Κοστούμια: Muriel Parra

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Los Colonos
  • Ελληνικός Τίτλος: Οι Άποικοι
  • Διεθνής Τίτλος: The Settlers

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο FIPRESCI για το τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.
  • Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ Στοκχόλμης.
  • Επίσημη πρόταση της Χιλής για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον Felipe Galvez Haberle, που ενεργοποιούνταν κυρίως στο μοντάζ.
  • Η παραγωγή βρήκε χρηματοδότηση από εταιρίες/οργανισμούς κι εκτός Χιλής: Αργεντινή, Μεγάλη Βρετανία, Ταϊβάν, Γερμανία, Σουηδία, Γαλλία και Δανία.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 21/3/2024

Με το «καλημέρα», ο Felipe Galvez Haberle παραδίδει κάτι που σε επίπεδο τεχνικής αρτιότητας και νοηματικής ωριμότητας μπορεί ένας ταλαντούχος κινηματογραφιστής να προσεγγίσει ύστερα από αρκετές προσπάθειες στη σκηνοθεσία, όχι με την πρώτη. Κι έχει βεβαίως μεγάλη σημασία ότι επιλέγει να αφηγηθεί τη συγκεκριμένη ιστορία, μια μείξη πραγματικών γεγονότων και προσώπων και μυθοπλασίας, με τη φόρμα του γουέστερν, η οποία στο παρελθόν κυρίως σφυρηλάτησε ένα ιδεολογικό αφήγημα στηριγμένο πάνω στον αμερικάνικο εξαιρετισμό, συχνά διαστρεβλώνοντας την ίδια την ουσία των όσων έχουν καταγραφεί σε ντοκουμέντα. Καταφέρνει έτσι επίσης να ξαναδιαβάσει από μια άλλη σκοπιά την κληρονομιά σκηνοθετών που έχουν γράψει ιστορία στο είδος, από τον Ford στον Peckinpah, εν είδει κριτικής αναθεώρησης, και ειδικά σε σχέση με τον δεύτερο συμπυκνώνει την ουσία του κυρίαρχου μοντέλου της ανδρικής συμπεριφοράς της εποχής ως μια κουλτούρα επιβολής, απομυθοποιώντας τη θεωρία περί άγραφων κωδικών τιμής. Πάνω στην ίδια λογική βαδίζουν και τα χρώματα της εξαιρετικής φωτογραφίας του Simone D’Arcangelo, τα οποία είναι θερμά και σκοτεινά αντί για καθαρά και φωτεινά όπως έχει καθιερωθεί στα κλασικά δείγματα της εν λόγω παράδοσης, τονίζοντας λιγότερο τη γεωγραφική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα της δράσης και περισσότερο τις φρικαλεότητες που λαμβάνουν χώρα, βρίσκοντας μια αντίστοιχα πένθιμη παλέτα για σεβασμό απέναντι στην ιστορική αλήθεια.

Οι ήρωες εσκεμμένα είναι σαν να αγγίζουν τη σφαίρα του μύθου, ανεξάρτητα από το αν είναι χρωματισμένοι θετικά ή αρνητικά λόγω των δράσεών τους, λειτουργούν περισσότερο ως σύμβολα παρά ως χαρακτήρες που έχουν σκιαγραφηθεί με μια ψυχολογικού τύπου νοοτροπία, σαν πρόσωπα μιας ξεχασμένης μπαλάντας ενός πιστολέρο, σαν φαντάσματα μιας περιόδου που δεν έχει αναβιωθεί στις τέχνες με τη δέουσα πιστότητα λόγω ενός φίλτρου ωραιοποίησης. Το ταξίδι στην καρδιά του σκότους των τριών κεντρικών προσώπων είναι ταυτόχρονα μια μύηση, μια διαδικασία ωρίμανσης για τον θεατή που έχει καταναλώσει κυρίως άλλου τύπου εικόνες η οποία παραλληλίζεται με την πορεία συνειδητοποίησης του Segundo. Το ίδιο το όραμα του Haberle είναι άκρως πεσιμιστικό, αντικατοπτρίζοντας ρεαλιστικά τις τότε πολιτικές συνθήκες, ίσως βρίσκοντας και κάποιες ομοιότητες με το σήμερα στη Λατινική Αμερική εν γένει και στο αιώνιο δίπολο ανάμεσα στην καταπιεσμένη οργή των μη προνομιούχων και την ασκούμενη καταπίεση των προνομιούχων που είναι κομμάτι και της διχοτόμησης ανάμεσα σε αριστερά και δεξιά στην ήπειρο. Με ένα πραγματικά εξαιρετικό φινάλε ίσως ασκεί μέχρι και αυτοκριτική (πέρα από το μήνυμα της πρώτης ανάγνωσης του κράτους που επιθυμεί μια αυστηρά καθορισμένη εικόνα για όσους ανήκουν σε αυτό) για το πώς, ενώ φαινομενικά ο ίδιος δίνει φωνή σε αυτούς που δεν ακούστηκαν ποτέ, μπορεί και αυτή η καλλιτεχνική του ματιά να είναι αναξιόπιστη λόγω διαφοράς βιωμάτων. Είναι ένα γενναίο κοίταγμα στον καθρέφτη που δεν θα περίμενε κανείς από ένα μεγάλου μήκους ντεμπούτο.

Φυσικά ενέχει θάρρος εκ μέρους του σκηνοθέτη το ότι αντιστρέφει τα καθιερωμένα στερεότυπα σε ό,τι αφορά τις αποχρώσεις των ρόλων που εμπλέκονται στο δράμα, με τον λευκό Αμερικανό να γίνεται όχι μόνο απειλή από ήρωας, αλλά να υποβιβάζεται και ως δευτερεύων στην ιεραρχία της σημασίας για τα δρώμενα (αν και από πλευράς παρουσίας μπροστά από τον φακό θα μπορούσε να του αποδοθεί μια συμπρωταγωνιστική ιδιότητα για να τονιστούν συγκεκριμένες θεματικές που απασχολούν το σενάριο). Ως θετικό πρότυπο κι επομένως κινητήρια δύναμη των μηνυμάτων αναδεικνύεται ο νεαρός Segundo ως εκπρόσωπος μειονότητας, αλλά η πορεία της αφήγησης σοφά είναι μια προσγειωμένη αντανάκλαση του διαχρονικού σχήματος «πραγματοποιείται αδικία, ξεσπούν αρνητικές αντιδράσεις, εμφανίζονται δυνάμεις που δηλώνουν πως επιθυμούν αποκατάσταση αλλά απλά λειτουργούν ως εκτόνωση της οργής χωρίς τιμωρία των υπευθύνων, το κεφάλαιο κλείνει», όχι μια εκ των υστέρων φαντασιακή δικαίωση των αδικημένων ως αδιέξοδος ρεβιζιονισμός.

Είναι βέβαια στο χέρι του Haberle να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες που δημιουργεί εδώ με τα επόμενα βήματά του, δεδομένου όμως ότι φαίνεται να έχει πολύ γερές βάσεις σε επίπεδο αισθητικής παιδείας και αντίληψης της ιστορίας και της πολιτικής, οι οιωνοί είναι καλοί. Οι «Άποικοι» αποτελούν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πλήρεις μελέτες πάνω στη βία που έχουν προκύψει στο σινεμά τα τελευταία χρόνια, συνδυάζοντας ποίηση και αγριότητα με τρόπο αλληλένδετο και διατυπώνοντας συμπεράσματα που αναμένεται να ανοίξουν συζητήσεις ακόμη και ανάμεσα σε εκείνους που δεν ενίστανται απέναντι στην έννοια της μονοπολικότητας στις περισσότερες εκφάνσεις της ζωής. Και είναι σημαντικό το ότι πέραν των πλέον καθιερωμένων ονομάτων όπως του Lelio και του Larrain εμφανίζονται και νέες φωνές στην κινηματογραφία της Χιλής που αναπτύσσουν μια υπολογίσιμη δυναμική.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

1 Σχόλια

  1. ! 30 Ιανουαρίου 2024

    Εγώ πάντως προτιμώ να δω το La Sepolias :p