
Βαλές Κούπα
- Knight of Cups
- 2015
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Σερβικά
- Αισθηματική, Δραματική, Σινεφίλ
«Κάποτε ζούσε ένας νεαρός πρίγκιπας, του οποίου ο πατέρας, ο βασιλιάς της Ανατολής, τον έστειλε στην Αίγυπτο να βρει ένα μαργαριτάρι. Αλλά όταν ο πρίγκιπας έφτασε εκεί, οι άνθρωποι του έδωσαν μια κούπα να πιει. Πίνοντας την, ξέχασε ότι είναι γιος βασιλιά, ξέχασε και το μαργαριτάρι και έπεσε σε βαθύ ύπνο». Ο πατέρας του Ρικ συνήθιζε να του λέει αυτό το παραμύθι όταν ήταν μικρός. Ο δρόμος για την Ανατολή τώρα είναι ανοιχτός για τον Ρικ. Θα το τολμήσει;
Σκηνοθεσία:
Terrence Malick
Κύριοι Ρόλοι:
Christian Bale … Rick
Cate Blanchett … Nancy
Natalie Portman … Elizabeth
Brian Dennehy … Joseph
Antonio Banderas … Tonio
Freida Pinto … Helen
Wes Bentley … Barry
Isabel Lucas … Isabel
Teresa Palmer … Karen
Imogen Poots … Della
Armin Mueller-Stahl … πάτερ Zeitlinger
Cherry Jones … Ruth
Michael Wincott … Herb
Kevin Corrigan … Gus
Jason Clarke … Johnny
Joel Kinnaman … Errol
Clifton Collins Jr. … Jordan
Nick Offerman … Scott
Dane DeHaan … Paul
Shea Whigham … Jim
Ryan O’Neal … Ryan
Thomas Lennon … Tom
Ben Kingsley … αφηγητής (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Terrence Malick
Παραγωγή: Nicolas Gonda, Sarah Green, Ken Kao
Μουσική: Hanan Townshend
Φωτογραφία: Emmanuel Lubezki
Μοντάζ: A.J. Edwards, Keith Fraase, Geoffrey Richman, Mark Yoshikawa
Σκηνικά: Jack Fisk
Κοστούμια: Jacqueline West
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Home Cinema.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Knight of Cups
Ελληνικός Τίτλος: Βαλές Κούπα
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία δεν είχε ολοκληρωμένο σενάριο, όλα είναι αυτοσχεδιασμός από σκηνή σε σκηνή.
- Γυρίστηκε ταυτόχρονα με την επόμενη ταινία του Malick, και ο Christian Bale μπήκε στα γυρίσματα με μόλις δύο μέρες κενό από τα γυρίσματα της προηγούμενης ταινίας του.
- Ο τίτλος αναφέρεται σε κάρτα ταρώ. Όλη δε η δομή της ταινίας είναι διαιρεμένη σε 8 κεφάλαια, τα οποία και υποδεικνύονται το καθένα με μια αντίστοιχη κάρτα.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 1/10/2015
Ολόκληρο το πολύπλοκο φιλμικό έργο του οραματιστή σκηνοθέτη Τέρενς Μάλικ ορίζεται όχι τόσο από τις απαντήσεις που επιχειρεί να δώσει, όσο από τις επίμονες ερωτήσεις στις οποίες καλείσαι ουσιαστικά εσύ να απαντήσεις. Σου είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθείς αν τελικά ο δημιουργός είναι πραγματικά ερωτευμένος με τον κόσμο ή απλά δεν μπορεί να τον αντέξει άλλο πια. Υπαρξιακές εσωτερικές επεξεργασίες αναμιγνύονται με αισθητήριες συναντήσεις, με βιωματικές εμπειρίες, με γεγονότα που σημαδεύουν πρώτα το ασυνείδητο και αυτό με τη σειρά του προβάλλει τις βασανισμένες περιπλανήσεις του μυαλού σε εικόνες απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις ή να προσπαθήσεις να ορίσεις τι είναι τελικά αυτό που συγκινεί ή που αναστατώνει στις ταινίες του Μάλικ. Το γενικό, μάταιο συναίσθημα ότι δεν θα μπορέσεις εύκολα να καταλάβεις τι ζητάς από τη ζωή σου αποτυπώνεται μέσα από τυχαία στιγμιότυπα, ανολοκλήρωτους διαλόγους και σχολαστικά μοντάζ-συνενώσεις εικόνων και ιδεών. Η οπτικοακουστική πανδαισία συνεχίζεται κι εδώ, στην έβδομη πια ταινία του σχολαστικότατου δημιουργού, ενσωματώνοντας όλα τα αναγνωρίσιμα στοιχεία της δουλειάς του και παρατείνοντας το δύσκολο πνευματικό ταξίδι στην αναζήτηση της ανθρώπινης υπόστασης. Όμως, παρότι το οπτικό αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου αμελητέο, η πνευματική απήχηση των γεγονότων που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας δεν μοιάζει να έχει κερδηθεί από τα ίδια τα συμβάντα, δεν δικαιολογείται από τις αποδεσμευμένες από οποιαδήποτε αρχή και φόρμα καταστάσεις, κατατάσσοντας το δημιούργημα ως μια από τις λιγότερο ενδιαφέρουσες κρίσεις πνευματικότητας της κινηματογραφικής του πορείας.
Κάνοντας μια απόπειρα να πιάσεις το νήμα της αφήγησης (χωρίς σαφέστατα να είναι αυτή η πρόθεση της ταινίας), συναντάς χαρακτήρες-εργαλεία που απλά εξωτερικεύουν κυρίως με τις εκφράσεις και λιγότερο με τα λόγια την ανάγκη να «εξιλεώσουν τη ζωή τους», δίνοντας κάποιο νόημα σε ό,τι εκτυλίσσεται με μοναδική ταχύτητα γύρω τους. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να στήσει ένα ιμπρεσιονιστικό, ποιητικό κάδρο, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος βρίσκει ταυτόχρονα χώρο για αυτολύπηση, αλλά κι αναγνώριση της σημαντικότητάς του. Τα γεγονότα, ακόμη και τα πιο τραγικά, ξεδιπλώνονται στη ζωή των πρωταγωνιστών μέσα από ονειρικά φλας-μπακ (και πιο συγκεκριμένα σε αυτήν του Κρίστιαν Μπέιλ, ενός επιτυχημένου μάλλον σεναριογράφου που περιδιαβαίνει το Λος Άντζελες βασανισμένος από τις σκέψεις του), αλλά περνούν σχεδόν απαρατήρητα, στην προσπάθειά τους να ακολουθήσουν το βήμα της υπόλοιπης ταινίας. Μολονότι οι στιγμές οπτικής ευφυΐας (ίσως και μεγαλείου) δεν λείπουν, οι αποσπασματικές σκέψεις που ακούμε σε διαρκή αφήγηση μοιάζουν καθηλωμένες σε ένα αδιαμφισβήτητα πρωτοποριακό στιλ, που όμως δεν έχει εξελιχθεί ούτε στο ελάχιστο, αλλά αντιθέτως δείχνει να έχει λιμνάσει στον μανιερισμό. Η υπερβατική οπτική γλώσσα ενός σκηνοθέτη που αποπειράται όσο κάνεις άλλος να θεμελιώσει ένα μοντέρνο βουβό σινεμά, βασισμένο σε «κινούμενες εικόνες», ήχους και μουσική (το κολάζ των κλασικών ορχηστρικών θεμάτων είναι εξαιρετικό παρεμπιπτόντως), μοιάζει να υπερεκτίθεται στην αοριστία με αποτέλεσμα να υστερεί τελικά σε εκφραστικότητα, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό. Μην μπορώντας να οδηγηθεί στην καταλυτική δραματική ή φιλοσοφική αποθέωση, το φιλμ μοιάζει να απομένει χωρίς απάντηση μπροστά στα πανέμορφα ή απαίσια πράγματα που αντικρίζει η συνεχώς μετακινούμενη κάμερα του Εμάνουελ Λομπέσκι, καθώς εξερευνά σχεδόν αδιάκριτα τα απατηλά σύμβολα της επίγειας ανθρώπινης δύναμης, φλερτάροντας παράλληλα με την τολμηρή κινηματογράφηση στην προσπάθειά του να «σπάσει το περίβλημα», να βρει τη χαραμάδα που θα αφήσει τα πραγματικά συναισθήματα να ξεχυθούν. Μόνο η απολυτότητα της φύσης εικονογραφείται με «ελεγχόμενη» αλληλουχία, δίνοντας την αίσθηση ότι η ανθρώπινη επέμβαση μόνο θα καταστρέψει την ομορφιά αυτού που δεν χωρά καμία αμφισβήτηση.
Το δίχως άλλο, δεν πρόκειται για κινηματογραφικό προϊόν χαμηλής ποιότητας. Ούτε βέβαια είναι ένα φιλμ που θα μπορούσε εύκολα ή ευχάριστα να παρακολουθήσει ο καθένας. Το αποτέλεσμα σίγουρα παραμένει οπτικά σχεδόν εκτυφλωτικό και φυσικά φιλόδοξο, ενσωματωμένο όμως σε μια φιλμική λογική που αρχίζει να φθίνει. Η Μπλάνσετ συνεχίζει να ερμηνεύει απόλυτα, κάνοντας τις σκηνές να αναπνέουν, και οι βασανισμένες σχέσεις του κεντρικού χαρακτήρα με τον πάτερα και τον αδερφό του έχουν κάτι από την πρωτόγονη δύναμη του «Δέντρου της Ζωής», όμως, η εμμονική σχεδόν προσκόλληση στο στιλ, η ολοκληρωτικά αφαιρετική γραφή και οι πολλές φορές ανέμπνευστη πρόζα που συνοδεύει σχεδόν κάθε σκηνή φανερώνουν ξεκάθαρα τις αδυναμίες της συγκεκριμένης ταινίας, καθιστώντας την ταυτόχρονα ευάλωτη στις συγκρίσεις με τις παλιότερες δημιουργίες του αμερικανού auteur. O τίτλος, όπως και τα δυσνόητα χωρισμένα κεφάλαια, παραπέμπουν σε φιγούρες από τα ταρώ, στα οποία ο απεγνωσμένος πρωταγωνιστής καταφεύγει ως κομμάτι του εσωτερικού του ταξιδιού. Ίσως αυτή η σκηνή να αποτελεί έναν δυστυχώς εύστοχο συμβολισμό για τους ανεπιτυχείς υπαινιγμούς του φιλμ, όπως και για το αδιέξοδο στο οποίο τελικά οδηγείται.
Βαθμολογία: